- «Έχω κάτι στο μυαλό μου, για την επέτειο μας…», μου είπε η γυναίκα μου η Μάρθα.
Μούγκρισα, ανίκανος να μιλήσω ή να σκεφτώ κάτι γιατί ταυτόχρονα μου έβαζε λάδι στον καυλωμένο πούτσο μου και τον τρόμπαρε αργά και βασανιστικά.
- «Κοντεύω να χύσω…», ήταν το μόνο που μπόρεσα να μουρμουρίσω.
- «Όχι ακόμη…», μου είπε κι ακαριαία τράβηξε το χέρι της. «Κράτα τις δυνάμεις για το Σάββατο, για την επέτειο μας. Κι ετοιμάσου να χύσεις όσο καμιά φορά μέχρι τώρα. Πίστεψε με».
Αυτό μου το έκανε εδώ και δυο βράδια τώρα. Με έβαζε να καθίσω στην πολυθρόνα που είχαμε στην κρεβατοκάμαρα, γονάτιζε μπροστά μου, μου έπαιρνε τα αρχίδια στο στόμα της και μετά σιγά - σιγά και τον πούτσο μου, με καύλωνε, με τρέλαινε, αλλά δεν μου επέτρεπε να χύνω. Ο πούτσος μου ήταν πια συνέχεια σχεδόν καυλωμένος και τα αρχίδια μου έβραζαν γεμάτα χύσια.
Σάββατο με έστειλε το πρωί στη δουλειά και μου είπε να κάνω καμιά βόλτα το απόγευμα και να πάω πιο αργά για να έχει χρόνο να ετοιμαστεί για την ιδιαίτερη νύχτα μας. Πριν φύγω μου έδωσε μια τσάντα και χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στο κωλαράκι μου, μου είπε:
- «Μην την ανοίξεις πριν σχολάσεις».
Η μέρα πέρασε βασανιστικά αργά αλλά έκανα όπως μου είπε παρά την περιέργεια μου. Πήγα στην τουαλέτα του μαγαζιού και άνοιξα την τσάντα. Έπαθα πλάκα. Μέσα βρήκα ένα λευκό σατέν γυναικείο κιλοτάκι κι ένα σημείωμα που έγραφε μόνο: «Θέλω να το φοράς όταν έρθεις». Το φόρεσα και το ένιωσα να με καυλώνει και να σφίγγει τα ήδη πρησμένα αρχίδια μου και τον πούτσο μου που εξείχε ο μισός απ’ έξω. Έκανα με το ζόρι μια βόλτα στις βιτρίνες, ήπια έναν καφέ να περάσει λίγο ακόμη η ώρα και γύρισα σπίτι ανυπομονώντας να δω τι θα γινόταν.
Άνοιξα την πόρτα αλλά η Μάρθα δεν φαινόταν πουθενά. Τα φώτα ήταν σβηστά και μερικά κεριά φώτιζαν το χώρο. Όταν συνήθισαν τα μάτια μου, είδα πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού δίπλα σ’ ένα αναμμένο κερί ένα ποτήρι σαμπάνι. Πλησίασα και δίπλα είδα ένα σημείωμα. Ήπια μια γουλιά και το πήρα στα χέρια μου και στο φως του κεριού άρχισα να το διαβάζω.
«Απόψε γιορτάζουμε την πρώτη φορά που σου δόθηκα. Εκείνη τη νύχτα με έκανες γυναίκα, τρυφερά, γλυκά και υπομονετικά. Όταν σε είδα μου φάνηκες τεράστιος και τρόμαξα, αλλά εσύ με καθησύχασες και ήσουν πολύ τρυφερός μαζί μου. Με φίλαγες, με χάιδευες, μέχρι που ερεθίστηκα πάρα πολύ. Με έγδυσες σιγά - σιγά και με πήγες στο κρεβάτι σου. Μου άνοιξες απαλά τα πόδια και χώθηκες ανάμεσα τους. Με έγλειφες και πια χτυπιόμουν σα να με διαπέρναγε ηλεκτρικό ρεύμα. Στη συνέχεια ανέβηκες πάνω μου και μπήκες μέσα μου πολύ προσεκτικά. Και ταυτόχρονα με φίλαγες, μου μίλαγες, με χάιδευες, με έκανες να νοιώθω πολύ ασφαλής στα χέρια σου. Και ούτε με έκανες γυναίκα κι από τότε πάρα πολλά βράδια με κάνεις να λιώνω και να χύνω ασταμάτητα πάνω στο υπέροχο καυλί σου. Απόψε θα σου επιστρέψω το δώρο που μου έκανες εκείνη τη βραδιά. Θα σε κάνω να την θυμάσαι όπως εγώ, για όλη την υπόλοιπη ζωή μας. Αλλά πρέπει να με εμπιστευθείς εσύ αυτή τη φορά, γιατί θα σε πάω σε μέρη που μέχρι τώρα δεν έχεις ανακαλύψει. Έλα στο δωμάτιο μας και χτύπα την πόρτα.
Η Μάρθα σου».
Έκανα ότι ακριβώς μου είπε και η Μάρθα μου άνοιξε αμέσως. Φόραγε μαύρο παντελόνι και μαύρο μπλουζάκι από πάνω ενώ και σ’ αυτό το δωμάτιο το μόνο φως ερχόταν από κάποια αρωματικά κεριά που πλημμύριζαν το δωμάτιο με άρωμα βανίλια. Με άρπαξε στην αγκαλιά της και με φίλησε άγρια με τη γλώσσα της να χώνεται ολόκληρη μέσα στο στόμα μου. Το μόνο που είχε αλλάξει μέσα στο δωμάτιο ήταν ότι είχε μεταφέρει ένα χαμηλό τραπεζάκι απ’ το σαλόνι που τώρα ήταν δίπλα στο κρεβάτι με ένα κερί πάνω του.
- «Τι είναι όλα αυτά;», ρώτησα κοιτάζοντας ακόμη γύρω - γύρω το δωμάτιο.
Η Μάρθα αγνόησε την ερώτηση μου και συνέχισε να με φιλάει βγάζοντας ταυτόχρονα το μπλουζάκι μου και με τα χέρια της χάιδευε το στήθος μου. Πήρε στα δόντια της τις ρώγες μου και μου κατέβασε το παντελόνι βγάζοντας τον τεράστιο πια πούτσο μου έξω. Τον τράβηξε έξω απ’ το κιλοτάκι της κι άρχισε να τον σφίγγει και να τον χαϊδεύει. Πήγε πίσω και μου ψιθύρισε στο αφτί μου:
- «Χαλάρωσε μωρό μου. Νιώσε με κι απλά ετοιμάσου για μένα. Θα το λατρέψεις το αποψινό μας ταξίδι…»
Ποτέ δεν είχα δει έτσι τη Μάρθα μου αλλά μου άρεσε που έπαιρνε τον έλεγχο στα χέρια της. Την κοίταξα μέσα στα μεγάλα μάτια της και είπα μόνο ένα σιγανό:
- «Μάλιστα…»
Έβγαλε το μπλουζάκι της και τράβηξε το κεφάλι μου πάνω στις ρώγες του στήθους της. Δεν φορούσε καν σουτιέν από μέσα, κάτι που επίσης δεν συνήθιζε ποτέ. Όλο εκπλήξεις ήταν.
- «Έτσι… γλείψε με μωρό μου. Είσαι πολύ όμορφος με το βρακάκι μου. Αλήθεια, σου άρεσε που σε έβαλα να το φορέσεις;»
- «Μμμμ… ναι!», είπα ανάμεσα στο γλείψιμο και το δάγκωμα των βυζιών της.
Με φίλαγε στο στόμα και μου χάιδευε το γυμνό κωλαράκι μου με το στρινγκ της να χάνεται ανάμεσα στα κωλομάγουλα μου.
- «Φτάνει!», μου είπε και με πήρε απ’ το χέρι και με κάθισε στην πολυθρόνα της κρεβατοκάμαρας.
Μου άνοιξε τελείως τα πόδια στα μπράτσα της πολυθρόνας και γονάτισε στο πάτωμα μπροστά μου. Για πρώτη φορά ένιωσα κάπως άβολα με τη γυναίκα μου. Φόραγα ένα βρακάκι της και τώρα η κωλοτρυπίδα μου ήταν μπροστά στα μάτια της ενώ ο πούτσος μου τεράστιος έφτανε στο στομάχι μου.
- «Μπορώ να το βγάλω;», την ρώτησα κι εννοούσα το βρακάκι της.
Η Μάρθα μου έβαλε ένα δάχτυλο στα χείλη μου.
- «Σσσς…», μου είπε. «Άσε με να σε καυλώσω όπως θέλω εγώ».
Χαμήλωσε πάλι το κεφάλι της, τράβηξε στο πλάι το βρακάκι της και τότε ένιωσα κάτι που ούτε καν το είχα φανταστεί. Η γλώσσα της άγγιξε καυτή την κωλοτρυπίδα μου. Την ανεβοκατέβαζε και την έπαιζε γύρω απ’ την τρυπούλα μου ενώ τα μάτια μου γύρισαν ανάποδα και μούγκριζα απ’ την καύλα. Ήταν η σειρά μου να με διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα και θυμήθηκα τα λόγια της στο γράμμα και όσα έγιναν τότε.
Πάλι πλησίαζα να χύσω και η Μάρθα το κατάλαβε απ’ τα βογγητά μου και σταμάτησε. Με σήκωσε κι εγώ με τρεμάμενα πόδια την ακολούθησα. Με πήγε στο τραπεζάκι και με έβαλε να σκύψω πάνω του. Αυτή πίσω μου, μου κατέβασε το κιλοτάκι και μου το έφερε στο πρόσωπο.
- «Κοίτα το. Το μούσκεψες με τα υγρά σου. Είσαι σχεδόν έτοιμος, αλλά λείπει ακόμη κάτι…»
Μου ξανάχωσε τη γλώσσα της στο στημένο πια κωλαράκι μου και σιγά - σιγά μου έχωσε κι ένα δάχτυλο μέσα μου. Άρχισε να το στρίβει αργά και απαλά και σε λίγο έβαλε και δεύτερο.
- «Πως νιώθει το μωρό μου;», με ρώτησε.
Το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω ήταν:
- «Σιγά. Σε παρακαλώ, κάντο σιγά…»
Αγνοώντας με, έβαλε τα δάχτυλα της βαθιά μέσα μου κι άρχισε να τα στρίβει και να τα μπαινοβγάζει. Ο πούτσος μου παρόλα αυτά έστεκε στητός και τεράστιος. Μου έχωσε και τρίτο δάχτυλο μέσα μου και σχεδόν πετάχτηκα απ’ το τραπέζι απ’ το σκίσιμο.
- «Πονάω!», της είπα. «Με πονάς Μάρθα!»
- «Ο πούτσος σου έχει άλλη γνώμη…», μου είπε. Κοίτα τον λίγο…»
Πράγματι κοίταξα ανάμεσα στο κορμί μου και στο τραπέζι τον πούτσο μου καυλωμένο όσο ποτέ να στάζει προερωτικά υγρά στο χαλί.
- «Είσαι πολύ υγρός. Συνέχισε. Σύντομα θα σε πάρω. Κάνε υπομονή…»
Σταμάτησε και ήρθε μπροστά μου στην άλλη άκρη του μικρού τραπεζιού.
- «Και τώρα γλείψε με!», μου είπε.
Ξεκούμπωσα το παντελόνι της και το κατέβασα με τη σκέψη πόσο υγρή και καυλωμένη θα ήταν και πως επιτέλους θα απολάμβανα το μουνάκι της. Αλλά αντί για το μουνάκι της πετάχτηκε μπροστά μου ένας μεγάλος άσπρος πούτσος που ήταν δεμένος στη μέση της. Τα έχασα.. δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω. Εκείνη γέλασε και πήρε από δίπλα ένα λιπαντικό τζελ και μου έβαλε μια μεγάλη ποσότητα στα χέρια μου.
- «Έλα, άπλωσε το στον πούτσο μου…», μου είπε. «Θέλω να σε νιώσω να μου χαϊδεύεις τον πούτσο μου».
Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απ’ τον πούτσο της που έμοιαζε να είναι προέκταση του κορμιού της. Άρχισα να απλώνω το τζελ σε όλο το μήκος του κι η Μάρθα μου πήρε το άλλο χέρι και το οδήγησε στο μουνί της. Έσταζε όπως το περίμενα. Χωρίς να μου πει τίποτε, πήρα υγρά κι απ’ το μουνί της και τα άπλωσα πάνω στον πούτσο της. Αποτραβήχτηκε από μπροστά μου, πήγε πάλι πίσω μου και στάθηκε ανάμεσα στα ορθάνοιχτα πόδια μου.
- «Και τώρα θέλω να ανοίξεις για μένα…», είπε και πίεσε απαλά το πουτσοκέφαλο της στην τρυπούλα μου.
Έσκυψα όσο γινόταν πάνω στο τραπέζι κι άνοιξα τα πόδια μου στην προσπάθεια μου να ανοίξω όσο γινόταν. Άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες καθώς η πίεση αυξανόταν κι η Μάρθα συνέχισε:
- «Πίεσε τον κώλο σου στο καυλί μου. Άνοιξε κι άλλο. Σπρώξε προς τα μένα…»
Κάποια στιγμή το πουτσοκέφαλο της με διαπέρασε. «Μου πήρε την παρθενιά!», σκέφτηκα όσο μούγκριζα από πόνο και καύλα. Τραβήχτηκε λίγο προς τα έξω, χωρίς ευτυχώς να βγει και ξαναμπήκε μέσα μου, λίγο πιο βαθιά αυτή τη φορά. Έπεσε από πάνω μου και με όλο της το βάρος άρχισε να μου χώνει τον πούτσο της σιγά - σιγά, πόντο - πόντο όλο και πιο βαθιά μέσα στον κώλο μου.
Κάποια στιγμή σταμάτησε κι από ότι κατάλαβα είχε μπει ολόκληρο. Πόναγα, βόγκαγα αλλά είχε και μια καινούρια διαφορετική αίσθηση που είχα αρχίσει να μου αρέσει. Η Μάρθα έμεινε ακίνητη για λίγο, για να το συνηθίσω όπως είπε, και στη συνέχεια ανασηκώθηκε λίγο με έπιασε απ’ τη μέση κι άρχισε να με γαμάει. Στην αρχή πολύ αργά και προσεκτικά αλλά στη συνέχεια πιο γρήγορα πιο βίαια, πιο δυνατά.
Το κορμί μου τραντάζονταν κι εκείνη συνέχισε να με έχει πάνω στο τραπέζι και τώρα πια να με ξεσκίζει άγρια. Έχυσα πάνω στο τραπέζι όπως ποτέ άλλοτε. Είχε δίκιο όταν μου το είχε πει. Βγήκε από μέσα μου και χωρίς να βγάλει τον πούτσο της με πήρε αγκαλιά, με φίλησε, με πήγε στο κρεβάτι και κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι. Το μόνο που θυμάμαι ήταν που μου είπε:
- «Είδα πόσο πολύ σου άρεσε και θα στο ξανακάνω πολύ σύντομα…»
Περιμένω την επόμενη φορά…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.