Η ιστορία:
Τα τελευταία πέντε χρόνια ζω σε ένα διαμέρισμα σε μια πολυσύχναστη περιοχή του κέντρου της Αθήνας. Ευτυχώς για την ώρα, η πολυκατοικία μας απαρτίζεται ακόμη από Έλληνες. Με όλους τους συγκατοίκους μου, έχω μια καλή, θα έλεγα σχέση αν και η πλειοψηφία τους είναι ηλικιωμένοι. Στο διπλανό μου διαμέρισμα είναι το νεώτερο ζευγάρι της πολυκατοικίας, η Βαλέρια και ο Γιάννης, παντρεμένοι με δυο παιδιά, εδώ και μια δεκαετία.
Οι γείτονες μου είναι πολύ καλά παιδιά, ειδικά όταν πρωτοήρθα στην πολυκατοικία, με έκαναν να αισθάνομαι οικεία μαζί τους. Γιορτές, γενέθλια, πάρτι, μπουζούκια σχεδόν πάντα τα περνούσαμε μαζί. Η οικονομική κρίση χτύπησε και τον Γιάννη αφού έχασε την γραμματειακή θέση που είχε στην πρώτη δουλειά του και αναγκάστηκε να βρει δουλειά security. Τότε ήταν που ήρθαμε λίγο πιο κοντά με την Βαλέρια, με παρακάλεσε και ο Γιάννης να την προσέχω, ιδίως τις νύχτες που είχε βάρδια μην τύχει τίποτα με τα παιδιά. Εγώ τον διαβεβαίωσα πως ότι χρειαστεί είμαι δίπλα και δεν έχει παρά να χτυπήσει το κουδούνι.
Στο σημείο αυτό να σας πω, πως το διπλανό ζεύγος τα παλαιότερα χρόνια, είχε έντονη σεξουαλική ζωή, οι φωνές τους μας ξεσήκωναν, τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Εγώ ξαπλωμένος στην κρεβατοκάμαρα, που είναι μεσοτοιχία με την δική τους, είχα τραβήξει άπειρες μαλακίες σκεπτόμενος το γαμήσι με την Βαλέρια. Φαντασιωνόμουν πως την γαμούσα παρτούζα με τον άντρα της ή ακόμα και μόνος μου και έχυνα ασταμάτητα στα σεντόνια μου... Το επόμενο πρωί συναντούσα συνήθως καθημερινά τον Γιάννη στο ασανσέρ πηγαίνοντας για την δουλειά, με την ίδια πάντα φράση μετά το:
- «Καλημέρα».
- «...Γείτονα, δεν πιστεύω να σε ανησυχήσαμε εχτές;» και γελούσε.
- «Μικρός είσαι ρε κι εσύ και καταλαβαίνεις τις καύλες μας...» μου έλεγε με ένα ύφος ενοχής στο πρόσωπο του.
- «Σώπα ρε! Δεν ακούω τίποτα εγώ, κάνε δουλειά σου...» του απαντούσα εγώ από λεπτότητα, για να μην τον φέρω σε αμηχανία.
- «Ρε φίλε δεν φταίω τόσο εγώ, όσο η Βαλέρια. Μπορώ δεν μπορώ, είναι αχόρταγη...»
- «Έλα ρε μαλάκα, εντάξει. Νέοι είστε κι εσείς. Αν δεν κάνετε τώρα, πότε θα κάνετε;»
Και η καύλα μου χτυπούσε κόκκινο. Η Βαλέρια είναι 37 χρονών, μετρίου αναστήματος, με κοντό καστανό μαλλί, καρέ, με ξανθιές ανταύγειες, το σώμα της γεματούτσικο και ζουμερό, μετά από δυο εγκυμοσύνες και τα βυζιά της, μεγάλα και ελαφρώς πεσμένα από το βάρος. Τα καλοκαίρια που κυκλοφορεί με ένα ραντάκι χωρίς σουτιέν και ένα σορτς συνήθως, με καυλώνουν αφάνταστα, αφού καθώς κάνει τις δουλειές του σπιτιού ‘‘χοροπηδούν’’ και είναι έτοιμα να ξεπροβάλουν από το πλάι. Το τελευταίο διάστημα είχα να ακούσω πολύ καιρό την Βαλέρια να το ‘‘γλεντάει’’. Σκέφτηκα η ανέχεια, τα προβλήματα και η απουσία του Γιάννη στη δουλειά (σχεδόν δωδεκάωρη) δεν τους άφηναν να ξεκαυλώσουν.
Την περασμένη εβδομάδα με το πολύ κρύο και τις δυνατές νυχτερινές μπόρες, κατά τη μια το βράδυ, χάζευα μια τσόντα στον υπολογιστή και ενώ ήμουν έτοιμος να τον παίξω για να ξεκαυλώσω, ακούω το τηλέφωνο. Βλέπω στην αναγνώριση τον αριθμό της.
- «Συγνώμη για την ώρα. Σε παρακαλώ, μπορείς να έρθεις για λίγο μέσα;» μου λέει. «Με έχουν αγριέψει αυτές οι βροχές. Ο Γιάννης είναι στη δουλειά, τα παιδιά κοιμούνται, κι εμένα δεν μου κολλάει ύπνος... Ξέρω πως δεν κοιμάσαι νωρίς γι’ αυτό πήρα το θάρρος και σου τηλεφώνησα...»
- «Ρε Βαλέρια, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα να έρθω, αλλά αν του κακοφανεί του Γιάννη; Αν γυρίσει ξαφνικά και με δει στο σπίτι σας βραδιάτικα, τι θα πει;»
- «Μπα! Αυτό αποκλείεται. Δουλεύει μέχρι το ξημέρωμα. Δεν θα πει τίποτα, θα καταλάβει. Εξάλλου αυτός δεν σου είπε να με προσέχεις; Έλα σε παρακαλώ, έστω για λίγο...» μου λέει.
- «Εντάξει...» της λέω.
- «Θα σου αφήσω ανοιχτή την πόρτα μην ξυπνήσουν τα παιδιά με το κουδούνι. Σπρώξε και μπες...»
Έβαλα μια φόρμα και πήγα. Εκεί αντίκρισα την Βαλέρια στον καναπέ, με ένα μεταξωτό νυχτικό που άφηνε ακάλυπτες τις χοντρές μπουτάρες της, να πίνει ένα ουίσκι, προφανώς για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί.
- «Καλά που ήρθες...»
Έρχεται και με φιλάει στο μάγουλο φιλικά.
- «Συγνώμη γι’ αυτό που σου έκανα, αλλά φοβάμαι πολύ... Συγνώμη και για την εμφάνιση αλλά εσύ δεν είσαι ξένος...» μου λέει.
Αφού μου βάζει κι εμένα ένα ποτό αρχίσαμε να λέμε διάφορα.
- «Τι θα λέει και η κοπέλα σου τώρα που σε έφερα νυχτιάτικα εδώ; Δεν πιστεύω να σε έκοψα από τίποτα;» με ρωτάει και γελάει όλο νάζι.
Της εξηγώ πως χώρισα πρόσφατα και πως δε με έκοψε από κάτι (που να ήξερε).
- «Κι αυτή βρε αθεόφοβε; Σαν τα πουκάμισα τις αλλάζεις...» μου λέει και γελάει.
- «Τι να κάνω;» της λέω. «Ότι μπορώ τώρα που είμαι νέος...»
Και γελάμε χαμηλόφωνα μην ακουστούμε στα παιδιά. Η συζήτηση πήγε στο γυμναστήριο. Η Βαλέρια γνωρίζει πως ασχολούμαι με τη γυμναστική χρόνια. Τη βλέπω ξαφνικά εκεί που μιλάμε, να έχει καρφωθεί στο στέρνο μου και να κατεβάζει αργά το βλέμμα της προς τα κάτω. Σκέφτηκα πως ήταν η ιδέα μου. Εγώ σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να χωθώ γιατί δεν μου είχε δείξει κάτι το περίεργο όλο αυτό τον καιρό. Άρχισε να μου κάνει κομπλιμέντα για τους δικέφαλους μου και με παρακάλεσε να τους αγγίξει, μιας και ο Γιάννης ήταν κοντός και πλαδαρός και δεν έτυχε ποτέ να δει παρόμοιο σώμα.
- «Αχ, τι μου κάνεις τώρα και είμαι μόνη; Έχω και καιρό με τον φίλο σου... Τώρα τελευταία δεν μπορεί καθόλου. Κοιμάται ψόφιος.Τον λυπάμαι αλλά τι να κάνω; Κι εγώ γυναίκα είμαι και κακομαθημένη από τον Γιάννη...»
Το ποτό κατέβαινε ασυναίσθητα. Ήταν εμφανώς ζαλισμένη πλέον, για να ανοιχτεί τόσο πολύ. Το χέρι της κατέβαινε από τα μπράτσα μου και πήγαινε προς την κοιλιά.
- «Κουράστηκα να μαλακίζομαι μόνη μου τα βράδια με dvd...» μου λέει και αρχίζει να μαλάζει τον σκληρό πούτσο μου, που είναι έτοιμος να σκίσει την φόρμα.
- «Βαλέρια είσαι ζαλισμένη. Έχεις πιει...» της λέω. «Σταμάτα μη γίνει τίποτα που δεν πρέπει...»
- «Μωρό μου είσαι τόσο προικισμένος;» με ρωτάει και σκύβει προς το καυλί μου.
Εγώ έχω παγώσει, αλλά η πούτσα μου κοντάρι! Με τα δόντια της μου κατεβάζει το λάστιχο από την φόρμα και το μποξεράκι.
- «Τρελαίνομαι για ξυρισμένα αρχίδια!» λέει και μου αρχίζει ένα τσιμπούκι.
Νόμιζα πως θα πέθαινα από την καύλα. Η φαντασίωση ήταν πλέον γεγονός. Αρχίσαμε να γαμιόμαστε στον καναπέ και καταλήξαμε στα χαλιά. Έχυνε σαν τρελό το ξυρισμένο, φουσκωτό, μουνάκι της πηχτό μουνόχυμα.
- «Πιες τα όλα παιδαρά μου...» μου ψιθύριζε την ώρα που της δάγκωνα την κλειτορίδα και έχυνε. «Σε είχα μια πόρτα και σε έχανα τόσο καιρό;» έλεγε πάνω στο καυλωτικό της παραλήρημα.
Σφυροκοπούσα την μουνάρα της δυνατά, χωρίς να δημιουργώ φασαρία και για τα παιδιά, αλλά και για τους γείτονες που ήξεραν πως λείπει ο Γιάννης στη δουλειά. Μετά ακολούθησε πισωκολλητό. Είχε τουρλώσει την κωλάρα της ενώ με τα χέρια της στηριζόταν στον καναπέ. Όταν τελείωσα στο στόμα της, δεν άφησε σταγόνα. Αφού μου καθάρισε το πουτσοκέφαλο, μου αποκάλυψε πως με γούσταρε πάντα, αλλά την σταματούσε ότι ήμουν μικρότερος και πως με έπαιρνε μάτι που κυκλοφορούσα γυμνός στο σπίτι από το διαχωριστικό των μπαλκονιών της κρεβατοκάμαρας.
Κοιτούσε κάθε βράδυ μήπως με πετύχει να γαμάω κανένα γκομενάκι. Από τότε, κάθε βράδυ μου χτυπούσε το διαχωριστικό συνθηματικά, όταν είχαν κοιμηθεί τα παιδιά και γαμιόμασταν χωρίς τελειωμό. Ελπίζω να επαναληφθεί κι αυτή την εβδομάδα, που είναι ο Γιάννης πάλι βραδινός.
(Copyright protected OW ref: 35357)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.