Το e-mail μου είναι το:
Ήταν εντελώς φρικαρισμένη. Mικροκαμωμένη και λεπτεπίλεπτη σαν ηρωίδα του Μπάρτον, με μια θνήσκουσα αγάπη για τη ζωή, σταρλετίτσα των πιο πρόστυχων ονείρων μου.
Στάθηκε τρέμοντας κάτω απ’ τη βροχή, εκεί που την είχε παρατήσει ολομόναχη κάποιος που λίαν συντόμως θα γινόταν πρώην στη μικρή ως εκείνη τη στιγμή ζωή της. Είχα σταματήσει στο φανάρι, οχυρωμένος κάτω από την ολόσωμη φόρμα και το κράνος μου, και την κοιτούσα να κλαίει βουβά, ακουμπισμένη σε μια κολώνα, και να γίνεται μούσκεμα.
Το ίδιο βράδυ, θα γινόταν μούσκεμα και μαζί μου, αλλά ανάμεσα στα πόδια.
Άναψα τα alarm, τράβηξα τη μηχανή δεξιά και σήκωσα τη ζελατίνα. Χωρίς να πω κουβέντα, άνοιξα τη μπαγκαζιέρα και έβγαλα μια νιτσεράδα που έχω για έκτακτες περιπτώσεις όταν χρειάζεται να φορέσει κάτι κανένας συνεπιβάτης μου. Πλησίασα και της κράτησα το αδιάβροχο για να το φορέσει σα να ήμασταν έτοιμοι να αναχωρήσουμε από κανένα κυριλέ ρεστωράν.
Ρούφηξε τη μύτη της και είπε «ευχαριστώ».
Τα μανίκια της έπεφταν τεράστια, όπως και η νιτσεράδα. Το προσωπάκι της χανόταν κάτω απ’ τη μαύρη κουκούλα κάνοντάς την να μοιάζει με μικροκαμωμένη καλόγρια σε πρόστυχο μοναστήρι - το μυαλό μου έτρεχε πιο γρήγορα κι απ’ τα δάκρυά της, που τώρα που τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της βρέθηκαν στα στεγνά, διαγράφονταν πεντακάθαρα.
-Θέλεις να πάμε κάπου στεγνά; τη ρώτησα. Είσαι καλά;
-Όχι, μου απάντησε.
-Όχι, να μην πάμε, ή όχι δεν είσαι καλά;
-Όχι, το δεύτερο.
Χωρίς κουβέντα, πλησίασα τη μηχανή και κατέβασα τα μαρσπιέ. Με ακολούθησε και καβάλησε πίσω μου, κάτω απ’ τη βροχή που άρχιζε να δυναμώνει.
Σε λίγα λεπτά, ήμασταν στο καφέ που έπαιζα dj τα βράδυα.
Παράγγειλε μια σοκολάτα κι εγώ έναν ελληνικό με ολίγη. Με το ζόρι, ζήτησα να της φέρουν μια δαμασκηνόπιτα και μια καθαρή πετσέτα από το πλυντήριο. Τα παιδιά ξηγήθηκαν άψογα.
Σιγά σιγά, σταμάταγε να κλαίει – η ζεστή σοκολάτα βοηθούσε σε αυτό.
-Γλυκιά, είπα.
-Ε;
-Η σοκολάτα σου, λέω, είναι τόσο γλυκιά όσο κι εσύ;
-Καλή είναι.
-Φαντάζομαι ότι δεν σου συμβαίνει συχνά αυτό που είδα σήμερα… της είπα αμήχανα.
-Όχι, ψιθύρισε αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν έχει σταματήσει κάποιος να μου μιλήσει, όπως εσύ.
-Εννοούσα τον τύπο που σε άφησε, αναθάρρησα. Όχι εμένα.
-Να πάει να γαμηθεί. Με χτύπησε.
-Θα πρέπει να τον αγαπάς, για να το ανέχεσαι αυτό.
-Σου μοιάζω να το ανέχτηκα; με κοίταξε με τα κατάμαυρα, ολοστρόγγυλα μάτια της. Kαι δεν είμαι γλυκιά.
Φορούσε ένα σκασμό βραχιόλια και δαχτυλίδια, κομποσκοίνι, έντονο eyeliner που είχε ξεβάψει απ’ τη βροχή και το ρίμελ είχε κολλήσει στις βλεφαρίδες της, κάνοντάς την αξιολύπητη. Ήταν όμορφη σαν διάβολος που το’σκασε απ’ την κόλαση, με τα μαύρα βαμμένα νύχια της να τονίζουν ένα ζευγάρι λεπτοδάχτυλα χεράκια.
Την έλεγαν Κ., πίστευε στο θεό, στον Ville Valo και στον ελεύθερο έρωτα. Για την ακρίβεια, δεν έβρισκε καμία διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα τρία.
Στη συνέχεια, γνωριστήκαμε καλύτερα. Πώς γίνεται και έρχεσαι κοντά με ανθρώπους που όλα θα έδειχναν πως δεν έχεις τίποτε κοινό; Τι κάνει τις ορμόνες μας να χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου απέναντι στο ανέφικτο; Τι κάνεις εσύ τότε;
Εγώ αντιστάθηκα, πάντως. Η Κ. ήταν πολύ μικρή για να μοιραστώ οποιαδήποτε περιπέτεια μαζί της. Εκτός αν γινόταν η ίδια, περιπέτεια.
Με φλέρταρε και της αντιστάθηκα, γιατί ήξερα τον κίνδυνο τού να την ερωτευτώ. Έκανα αυτό που κορόιδευα πάντα, λέγοντας, «τι νόημα έχει να αντιστέκεσαι σε αυτό που επιθυμείς;» και δεν άντεξα και πολύ, ευτυχώς.
Ύστερα από μια ζεστή χορτόσουπα στο σπίτι μου και μεθυστικές μουσικές που ακούσαμε ξαπλωμένοι στις μαξιλάρες, το χέρι μου γλίστρησε κάτω από τις βαμβακερές μου πιζάμες που της είχα δώσει να φορέσει όσο τα ρούχα της στέγνωναν πάνω στα καλοριφέρ.
Το δέρμα της ήταν λευκό και έκανε τέλεια αντίθεση με τα μαύρα μαλλιά της και τα βαριά βαμμένα μάτια. Την έγλυψα στο στήθος, σχετικά μεγάλο για τα κυβικά της – σαν μια goth Λούμπνα – το κορίτσι του RanΧerox που αναστήθηκε χάρη σε μένα.
Τα δαχτυλίδια και τα βραχιολάκια της δεν τα έβγαζε ποτέ, όπως με πληροφόρησε, ούτε αυτά που φορούσε στο λαιμό της. Τα πρώτα με πόναγαν ευχάριστα όταν ήρθαν σε επαφή με τον πούτσο μου, τα άλλα απλώς με παίδευαν όταν πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο, ή όταν με χάιδευε με δύναμη.
Τέλειωσε χωρίς να το περιμένω, τέλειωσα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο λίγο μετά.
Βαριανασαίνοντας πάνω μου, με αγκάλιασε και έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό μου. Όταν αισθάνθηκα κάτι υγρό να κυλά στον ώμο μου, κατάλαβα ότι έκλαιγε.
-Σσσ… της ψιθύρισα χαϊδεύοντάς την απαλά στην πλάτη. Είσαι υπέροχη, δεν αξίζει να κλαις όταν είσαι υπέροχη… και όταν υπάρχει κάποιος να στο λέει, όπως εγώ.
-Γιατί δεν είμαστε ποτέ με αυτούς που θέλουμε, Σαμ; Με ρώτησε δακρυσμένη. Γιατί ο έρωτας είναι πιο ωραίος από εμάς τους ανθρώπους;
-Δεν θέλω να ξέρω, της είπα. Θες εσύ;
-Δεν είμαι μαζί σου τώρα γιατί μου αρέσεις. Είμαι μαζί σου γιατί μου άρεσε αυτό που έκανες, είπε.
-Εννοείς αυτό που έκανα τώρα ή νωρίτερα, στο δρόμο;
-Στο δρόμο.
-Κι αν συνεχίσω να κάνω κάτι που σου αρέσει, θα συνεχίσεις να είσαι μαζί μου, εννοείς; ρώτησα - όχι φρικαρισμένος, ελάχιστα πράγματα με φρικάριζαν πια – ακόμη και αν αυτά περιλάμβαναν μια απόρριψη μετά από φανταστικό έρωτα.
-Ναι. Κάνε ότι καλύτερο μπορείς, είπε, χαμογελώντας επιτέλους.
-Αυτό δεν χρειάζεται να το προσπαθήσω και πολύ, απάντησα. Βλέπεις, εμένα μου αρέσεις όπως είσαι. Και μου άρεσες απ’ την αρχή, δεν περίμενα να κάνουμε έρωτα για να το καταλάβω.
-Για μένα, δεν σημαίνει τίποτα αυτό που έγινε, είπε.
-Αυτό που λες, σημαίνει πολλά, προσπάθησα να αστειευτώ.
-Ήταν απλώς κάτι που το είχαμε κι οι δυο ανάγκη.
-Για μένα, πάντως, δεν ήταν υποκατάστατο, άρχισα να τα παίρνω στο κρανίο αργά αλλά σταθερά. Μη μου λες τι είναι και τι δεν είναι, για μένα. Δεν ξέρεις. Μίλα για τον εαυτό σου.
Έκανα να σηκωθώ. Δεν έκανε καμία απόπειρα να με κρατήσει.
-Καλώς ήρθες στην κόλαση των σχέσεων, είπε.
Σηκώθηκα…
Πήγα γυμνός μέχρι την κουζίνα. Σκέφτηκα ότι ήταν πολύ μικρή για να μου κάνει κήρυγμα περί σχέσεων αλλά και γαμημένα ενδιαφέρουσα για να την αγνοήσω. Στάθηκα λίγο στο νεροχύτη και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Γέμιζα ένα ποτήρι όταν ήρθε και με αγκάλιασε από πίσω, περνώντας τα χέρια της μπροστά μου.
-Συγνώμη για πριν, ψιθύρισε και προσπάθησε να με δαγκώσει στην πλάτη.
-Συγχωρεμένη, απάντησα ο ανέμπνευστος. Δεν μ’ άρεσε το παιχνιδάκι σου. Το ίδιο μόνος θα αισθανόμουν και χωρίς αυτό.
Έχοντας κολλήσει πάνω μου, με χάιδεψε στα αρχίδια με τα δαχτυλίδια της.
-Έλα μέσα, είπε παρακλητικά.
-Γιατί; ρώτησα.
-Για check in, γέλασε.
-Δεν μας τα λες καλά, της είπα κοροϊδευτικά. Είμαι σπίτι μου, δεν χρειάζεται να κάνω check in για πουθενά.
-Η κόλαση δεν μπορεί να περιμένει, μου είπε και μου τράβηξε τον πούτσο προς τα πίσω. Το μυαλό μου θέλει να ξέρει αν θα είμαστε μαζί και αύριο.
-Πάλι καλά, της είπα ακολουθώντας την σαν σκύλος που μυρίστηκε φαγητό. Σήμερα, κι εγώ, μόνο στην κόλαση πιστεύω. Όσο για το μυαλό σου, γάμα το. Εμπιστέψου το κορμί σου, που δείχνει να ξέρει καλύτερα.
-Δείξε μου, είπε.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.