- «Αν είσαι σίγουρος πως το θέλεις ακόμη, το επόμενο Σάββατο στις επτά το απόγευμα να είσαι στο σπίτι μου».
Μου έδωσε σ’ ένα χαρτάκι τη διεύθυνση της και χωρίς να περιμένει να απαντήσω, συνέχισε…
- «Μόνο, έχε στο μυαλό σου: αν έρθεις, θα έρθεις για να με υπηρετήσεις κι εγώ θα σε χρησιμοποιήσω με όποιον τρόπο θέλω».
Έτσι τώρα στεκόμουν μπροστά στην πόρτα της και χτύπαγα το κουδούνι. Ήμουν τόσο νευρικός που σχεδόν άκουγα την καρδιά μου να χτυπά. Μου άνοιξε την πόρτα ντυμένη μ’ ένα μπουρνούζι.
- «Χαίρομαι που τελικά το τόλμησες. Πέρνα μέσα!», μου είπε χαμογελαστή.
Της χαμογέλασα μαγκωμένος απ’ το άγχος μου ακόμη και μπήκα μέσα. Πριν κάνω δυο βήματα μέσα στο σπίτι της, εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω μου, και με διέταξε:
- «Γδύσου!»
Δεν το περίμενα τόσο απότομο κι έμεινα μαρμαρωμένος στη θέση μου. Με πλησίασε, στάθηκε μπροστά μου και κοιτώντας με βαθιά στα μάτια, μου είπε με σταθερή σκληρή φωνή:
- «Ξέρω πως είναι η πρώτη σου φορά σκλάβε, αλλά πρέπει να ξέρεις πως ο σκλάβος μου πρέπει να είναι όλη την ώρα γυμνός. Εκτός αν εγώ διατάξω κάτι άλλο. Και τώρα γδύσου!»
Έβγαλα τα ρούχα μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα και τα άφησα σε μια καρέκλα που βρήκα κοντά στην πόρτα. Εκείνη, χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει, διέταξε:
- «Ακολούθα με σκλάβε!»
Και προχώρησε στο διάδρομο του σπιτιού.
- «Στάσου εδώ!», μου είπε έξω από μια κλειστή πόρτα και μου έδειξε το πάτωμα.
Γονάτισα, έτσι όπως ήξερα ήδη απ’ τις συνομιλίες μας στο chat, πως έπρεπε να κάνω, κι εκείνη άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Γύρισε πολύ γρήγορα και στα χέρια της κράταγε ένα κολάρο που από έναν κρίκο του ήταν ενωμένο με μια αλυσίδα. Στάθηκε από πάνω μου και μου είπε:
- «Η τελευταία σου ευκαιρία να φύγεις σκλάβε. Όταν σου φορέσω αυτό το κολάρο θα μου ανήκεις ολοκληρωτικά!»
Τρόμαξα αλλά ήμουν τόσο γοητευμένος από αυτή τη γυναίκα που δεν κουνήθηκα καν απ’ τη θέση μου. Διάλεξα να μείνω να την υπηρετήσω όσο πιο καλά μπορούσα και να την ικανοποιήσω σε ότι κι αν με διέταζε.
- «Ωραία σκλάβε!», είπε και μου έδεσε το κολάρο στο λαιμό μου.
Με διέταξε να φέρω τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου και μου τα έδεσε με χειροπέδες. Με τράβηξε απ’ την αλυσίδα του κολάρου και σηκώθηκα στα πόδια μου. Τρόμαξα και πάλι. Μήπως τελικά έκανα ένα τραγικό λάθος; Άνοιξα το στόμα μου και πήγα να τη ρωτήσω:
- «Αφέντρα, μπορώ….;»
Αλλά δεν πρόλαβα… Μου άστραψε μια σφαλιάρα και με παγερή φωνή μου είπε:
- «Οι σκλάβοι δε μιλάνε ηλίθιε, παρά μόνο αν εγώ τους ρωτήσω κάτι! Και τότε λένε: Μάλιστα Αφέντρα. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα Αφέντρα…», απάντησα κι έσκυψα το κοκκινισμένο μου πρόσωπο.
- «Μπράβο σκλάβε! Αλλά θα τιμωρηθείς έτσι κι αλλιώς που τόλμησες να μιλήσεις, όπως και για το ότι δε μπήκες γυμνός στο σπίτι μου!»
Να τιμωρηθώ; Τι εννοούσε; Τι σκόπευε να μου κάνει; Αλλά οι απορίες μου δεν έμειναν για πολύ αναπάντητες. Ήρθε κοντά μου και στα χέρια της κράταγε δύο κιλοτάκια της. Τα πλησίασε στο πρόσωπο μου κι απ’ τη μυρωδιά τους κατάλαβα πως ήδη τα είχε φορέσει.
- «Άνοιξε το στόμα σου σκλάβε!», διέταξε.
Και μόλις το έκανα, τα έσπρωξε και τα δύο μέσα. Με μπούκωσε και σα να μην έφτανε αυτό, με μια κολλητική ταινία μου έκλεισε το στόμα για να μη μπορώ να τα βγάλω.
- «Μμμμ… Τώρα είναι καλύτερα! Κι έτσι σίγουρα δεν πρόκειται να ξαναμιλήσεις!», και συνέχισε γελώντας: «Κι επειδή η τιμωρία σου δεν θα είναι ελαφριά, δεν θα ακούγεσαι κιόλας. Αλλά μετά απ’ αυτό είμαι σίγουρη πως θα υπακούς πολύ πιο πρόθυμα!»
Ξαναμπήκε στο δωμάτιο και γύρισε μ’ ένα μακρύ μαύρο δερμάτινο μαστίγιο με πολλές ουρές στα χέρια της. Με έπιασε απ’ τα μαλλιά και με ανάγκασε πάλι να γονατίσω κι εκείνη πήγε πίσω μου. Έτρεμα και μετάνιωνα μέσα μου την ώρα και τη στιγμή που διάβηκα την πόρτα της. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν σαν αιώνες και δεν γινόταν τίποτε… Ο φόβος μου μεγάλωνε και δεν ήξερα καν τι με περίμενε… Και τότε χιλιάδες καυτές βελόνες όργωσαν το κορμί μου. Είχε κατεβάσει το μαστίγιο με δύναμη πάνω στο στημένο γυμνό μου κώλο. Ούρλιαξα μέσα απ’ τα κιλοτάκια της που μου έπνιγαν τη φωνή, άλλα τρία απανωτά χτυπήματα ακόμη, το ίδιο δυνατά, μου έκοψαν την ανάσα και με πέταξαν κυριολεκτικά στο πάτωμα να προσπαθώ να συρθώ μακριά της. Εκείνη με άρπαξε απ’ την αλυσίδα και με ακινητοποίησε και συνέχισε να με οργώνει με το μαστίγιο στον κώλο και στην πλάτη μου. Κάποια στιγμή σταμάτησε ενώ εγώ όλη αυτή την ώρα βόγκαγα απ’ τον πόνο και δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια μου. Γονάτισε από πάνω μου και μου είπε σιγανά στ’ αφτί μου:
- «Αυτό ήταν ένα δείγμα για το τι σε περιμένει κάθε φορά που θα με παρακούς. Ξέρω πως θα είσαι πολύ υπάκουο σκλαβάκι στο εξής. Έτσι δεν είναι;»
Κούνησα γρήγορα και πολλές φορές το κεφάλι μου καταφατικά. Δε θα άντεχα με τίποτε άλλο τέτοιο μαστίγωμα. Γέλασε ικανοποιημένη κι έφυγε από κοντά μου. Γύρισε μετά από λίγη ώρα κι άρχισε η ασχολείται με το σώμα μου. Μου τσίμπησε δυνατά τις ρώγες, έπαιξε με το μαζεμένο απ’ τον πόνο καυλί μου και με γύρισε μπρούμυτα.
- «Μμμμ… Ωραίο σφιχτό κωλαράκι!», είπε και το έσφιξε δυνατά με τα χέρια της.
Ένιωσα ένα δάχτυλο της να παίζει με την τρυπούλα μου και μετά κάτι κρύο και υγρό να απλώνεται γύρω της και να μου το βάζει μαζί με τα δάχτυλα της μέσα μου. Τεντώθηκα ολόκληρος και κράτησα την ανάσα μου… και τότε τράβηξε το δάχτυλο της και στη θέση του έσπρωξε κάτι σκληρό κι αρκετά πιο χοντρό.
Με πίεζε, με άνοιγε και χωνόταν μέσα μου. Με έσκιζε. Ένιωθα την τρύπα μου να τεντώνεται και να πονάει. Ποτέ μου δεν είχα πάρει κάτι μεγαλύτερο από ένα δάχτυλο, κι αυτό μια - δυο φορές όλες κι όλες. Πίεζε μέχρι που αυτό το πράγμα μπήκε ολόκληρο μέσα μου κι η τρυπούλα μου χαλάρωσε κάπως, αλλά με γέμιζε ασφυκτικά και με πόναγε.
- «Τώρα σκλάβε κάτσε ακίνητος!», με διέταξε και σηκώθηκε. «Μείνε εκεί με γεμάτο το στόμα σου και τον κώλο σου. Εγώ πάω να κάνω μπάνιο!», και συμπλήρωσε γελώντας: «Μη φύγεις μέχρι να γυρίσω. Δεν θα αργήσω».
Γελώντας μόνη της με το αστείο της κλείστηκε στο μπάνιο αφήνοντας με στο διάδρομο δεμένο και φιμωμένο. Τότε ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκα πως ο πούτσος μου ήταν καυλωμένος, όχι σε όλη του την ένταση, αλλά παραξενεύτηκα κι εγώ πως με όσα πέρασα είχα αρχίσει να καυλώνω. Πάντως αν εξαιρούσα το φόβο μου για το τι θα ακολουθούσε, μου άρεσε που ήμουν το παιχνίδι της, μου άρεσε που ήμουν έρμαιο στις διαταγές της. Και σιγά - σιγά είχα αρχίσει και να συνηθίζω και τον εισβολέα στην παρθένα τρυπούλα μου.Μετά από κανένα τέταρτο που μου φάνηκε ατέλειωτο βγήκε απ’ το μπάνιο ντυμένη πάλι με το μπουρνούζι της κι ήρθε κοντά μου. Πήγε πίσω μου με αργά βήματα κι αντί να βγάλει την τάπα από μέσα μου, όπως περίμενα, μου ξεκόλλησε την ταινία απ’ το στόμα και μου τράβηξε από μέσα τα κιλοτάκια της.
- «Τι κάνει το σκλαβάκι μου;», με ρώτησε χαμογελαστή.
- «Πολύ καλά Αφέντρα, ευχαριστώ…», απάντησα χωρίς να σηκώσω το κεφάλι απ’ το πάτωμα.
Έπιασε πάλι την αλυσίδα και τραβώντας τη μια - δυο φορές, μου έδωσε να καταλάβω πως έπρεπε να σηκωθώ. Όπως μπορούσα με δεμένα ακόμη τα χέρια μου πίσω απ’ την πλάτη μου, κατάφερα και σηκώθηκα στα πόδια μου. Εκείνη μπροστά τραβώντας ελαφρά την αλυσίδα κι εγώ με μουδιασμένα πόδια και τον κώλο μου να πονάει, καθώς σε κάθε βήμα η τάπα χωνόταν πιο βαθιά, πήγαμε στο υπνοδωμάτιο της. Προχώρησε και στάθηκε στη άκρη του κρεβατιού, γύρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε για μερικές στιγμές βαθιά στα μάτια και με ρώτησε:
- «Ποιος είναι το αφεντικό;»
- «Εσείς Αφέντρα!», απάντησα και χαμογέλασε.
- «Σκλάβε, γονάτισε και φίλα μου τα πόδια!», με διέταξε.
- «Μάλιστα Αφέντρα…», είπα και γονάτισα πάλι στο πάτωμα.
Σύρθηκα με την κοιλιά μου κι έφτασα στα πόδια της. Άρχισα να τα φιλάω κι εκείνη κάθισε στο κρεβάτι, πέταξε τις παντόφλες που φορούσε και μου πρότεινε τα πόδια της με τα δάχτυλα τους βαμμένα κατακόκκινα. Με το ένα πόδι της μου πίεσε το κεφάλι πάνω στο άλλο πόδι της. Δεν είχα έτσι κι αλλιώς τη διάθεση να σταματήσω, ούτε και την τόλμη, αλλά μ’ αυτό τον τρόπο μου επέβαλε την εξουσία της πάνω μου.
- «Άνοιξε το στόμα σου σκλάβε και ρούφα τα δάχτυλα μου. Και φρόντισε να με ικανοποιήσεις!», με διέταξε κι υπάκουσα στη διαταγή της.
Άνοιξα το στόμα μου κι εκείνη έσπρωξε μέσα το πόδι της. Με μπούκωσαν τα δάχτυλα της, μου γέμισαν το στόμα κι έγλειφα και ρούφαγα όπως μπορούσα. Έχωνα τη γλώσσα μου ανάμεσα στα δάχτυλα της, τα πιπίλαγα, τα τσιμπούκωνα, έκανα ότι μπορούσα, γιατί στη σκέψη και μόνο πως θα ξανάπιανε το μαστίγιο, ανατρίχιαζα. Τράβηξε το πόδι της κάποια στιγμή απ’ το στόμα μου και μέχρι να πάρω μια ανάσα, μου έσπρωξε μέσα το άλλο. Το έγλειψα κι αυτό μέχρι που εκείνη ικανοποιημένη με άρπαξε απ’ το κολάρο και με ανασήκωσε.
- «Και τώρα πιο πάνω σκλάβε. Συνέχισε…»
Άνοιξε το μπουρνούζι της και ξάπλωσε πίσω στο κρεβάτι με ανοιχτά πόδια. Το μισάνοιχτο μουνάκι της ήταν ήδη υγρό, τα χειλάκια του γυάλιζαν κι οι ξανθές τριχούλες της με τρέλαναν και μόνο στη θέα τους. Εκείνη λες και διάβασε τις σκέψεις μου κι όσο έγλειφα τα μπούτια της με άρπαξε απ’ τα μαλλιά και μου έχωσε το πρόσωπο μου στο μουνί της.
- «Γλείφε μαλάκα σκλάβε! Κάνε με να χύσω!», φώναξε αγριεμένη και τρελαμένη απ’ την καύλα.
Έγλειψα την κλειτορίδα της, τη ρούφηξα, φίλησα απαλά τα μουνόχειλα της και την έβλεπα χαρούμενος να τινάζεται σε κάθε άγγιγμα μου. Έχωσα τη γλώσσα μου απαλά μέσα της, μεθούσα με τους χυμούς της, ρούφαγα τα υγρά της, κατάπινα και συνέχισα να τρυγώ το μουνάκι της, να το γεύομαι και να το ικανοποιώ. Τα βογκητά της που όλο και γινόταν πιο δυνατά μου έδειχναν πως ήμουν σε καλό δρόμο και πράγματα σε λίγο μ’ εμένα να γλείφω και να ρουφάω με τρελό ρυθμό το μουνάκι της, τινάχτηκε δυνατά, συσπάστηκε, έσφιξε το κεφάλι μου με τα μπούτια της κι έχυσε στο στόμα μου. Τα υγρά της με πλημμύρισαν κι εγώ ρούφαγα αχόρταγα μέχρι που εκείνη με μια σπρωξιά με έδιωξε απ’ το μουνάκι κι αποτραβήχτηκε αποκαμωμένη.
- «Δεν τα πήγες κι άσχημα σκλάβε…!», μου είπε μετά από λίγο κι ανασηκώθηκε.
Με τράβηξε στο πάτωμα και με ξάπλωσε ανάσκελα με τα χέρια μου να πονάνε λίγο έτσι όπως ήταν δεμένα τόση ώρα. Κάθισε στο στέρνο μου με ανοιχτά πόδια και γυρισμένη την πλάτη της στο πρόσωπο μου. Έτσι μπροστά μου είχα το σφιχτό κωλαράκι της.
- «Σου αρέσει αυτό που βλέπεις σκλάβε;»
- «Μάλιστα Αφέντρα».
- «Δείξε μου πόσο σου αρέσει σκλάβε!», είπε και πλησίασε κι άλλο το κωλαράκι της στο πρόσωπο μου.
Δεν είχα άλλο τρόπο να της δείξω πόσο μου άρεσε απ’ το να αρχίσω να τον γλείφω. Πρώτα το ένα κωλομάγουλο της και μετά το άλλο και σιγά - σιγά πλησίαζα με τη γλώσσα μου την κωλοτρυπίδα της. Δεν ήξερα αν το ήθελε αλλά κι εκείνη δεν έκανε καμιά κίνηση ούτε να με αποφύγει ούτε να με ενθαρρύνει. Που και που της ξέφευγε κάποιο σιγανό βογγητό και τίποτε περισσότερο. Ποτέ μου δεν είχα γλείψει την κωλοτρυπίδα μιας γυναίκας αλλά αφενός μύριζε μόνο αφρόλουτρο αφετέρου δεν ήμουν σε θέση να πω όχι κι έτσι άρχισα να γλείφω τη σούφρα της. Την ένιωσα να τρέμει στο άγγιγμα μου και να τινάζεται. Συνέχισα… Έγλειφα και στριφογύριζα τη γλώσσα μου. Την έκανα μυτερή και σιγά - σιγά την πίεζα μέσα της. Η τρυπούλα της άνοιξε ελαφρά κι η γλώσσα μου χώθηκε μέσα. Την μπαινόβγαζα τώρα και τη γάμαγα με τη γλώσσα μου. Εκείνη κάθισε πιο βαθιά στο στόμα μου και μου είπε με βραχνή φωνή:
- «Έτσι σκλάβε, συνέχισε…»
Τη γάμαγα όσο πιο βαθιά μπορούσα, γρήγορα, δυνατά, στριφογύριζα τη γλώσσα μου μέσα της κι η κωλότρυπα της είχε ανοίξει αρκετά. Εκείνη βόγκαγε πιο δυνατά και πίεζε τον κώλο της στο στόμα μου μέχρι που ξανάχυσε μέσα σε ουρλιαχτά και φωνές.
- «Βλέπω πως σου αρέσει ο κώλος μου σκλάβε!», είπε αποχαυνωμένη ακόμη. «Θα τον γλείφεις πολύ συχνά από δω και πέρα!»
Παρά τα όσα είχα περάσει, ένιωσα μια ικανοποίηση και μια περηφάνια να με πλημμυρίζει. Χάρηκα που την έκανα να χύσει δύο φορές μέσα σε τόσο σύντομο χρόνο, χάρηκα που την ικανοποίησα. Σηκώθηκε από πάνω μου και σα να ήξερε τι ένιωθα, με ρώτησε:
- «Θες να πας στο μπάνιο σκλάβε;»
- «Μάλιστα Αφέντρα…», απάντησα.
Και όντως εδώ και λίγη ώρα η τάπα μέσα μου με είχε αναστατώσει και με πίεζε δημιουργώντας μου την ανάγκη να πάω στην τουαλέτα. Μου έλυσε επιτέλους τα χέρια απ’ τις χειροπέδες και με διέταξε με αυστηρή φωνή:
- «Εμπρός μικρό μου σκυλάκι! Πάμε να σου δείξω που είναι το μπάνιο!»
Η λέξη σκυλάκι δεν ήταν ότι καλύτερο ήθελα η ακούσω εκείνη τη στιγμή, αλλά η ανάγκη μου να πάω στο μπάνιο ήταν μεγαλύτερη από τέτοιες λεπτομέρειες και πήγα να σηκωθώ.
- «Τα σκυλάκια περπατάνε στα τέσσερα!», με διέταξε το ίδιο απότομα.
Τότε κατάλαβα πως δεν ήταν καθόλου λεπτομέρεια ούτε τυχαία το είχε πει. Μπροστά εκείνη να κρατά την αλυσίδα μου και πίσω εγώ στα τέσσερα να βλέπω το κωλαράκι της μπροστά στα μάτια μου, την ακολούθησα στο μπάνιο.
- «Εδώ είμαστε σκλάβε. Σου δίνω την άδεια να βγάλεις την τάπα απ’ τον κώλο σου αλλά μετά να την πλύνεις πολύ καλά και να την αφήσεις εδώ να στεγνώσει. Το ίδιο καλά θα πλύνεις και τον κώλο σου και θα ξανάρθεις στο δωμάτιο στα τέσσερα κι εκεί θα με περιμένεις. Κατάλαβες;»
- «Μάλιστα Αφέντρα…», απάντησα.
Έβγαλα με ανακούφιση την τάπα από μέσα μου κι αφού την έπλυνα και πλύθηκα κι εγώ, γύρισα στα τέσσερα στο υπνοδωμάτιο της και το μόνο που με απασχολούσε ήταν τι άλλο με περίμενε άραγε. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό αυτή τη φορά και το μόνο φως ερχόταν από μερικά κεριά που είχε ανάψει. Σταμάτησα στη μέση του δωματίου και την περίμενα, πάντα στα τέσσερα. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στο δωμάτιο…
- «Στα γόνατα σκλάβε!», με διέταξε.
- «Μάλιστα Αφέντρα…», απάντησα κι αμέσως ανασηκώθηκα στα γόνατα μου.
Μου κόπηκε η ανάσα μόλις την είδα! Φορούσε λευκό σουτιέν δαντελένιο, ασορτί κιλοτάκι, ζαρτιέρες και κάλτσες και το ντύσιμο συμπλήρωναν ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες, λευκές κι αυτές, γόβες. Αλλά το πιο τρομακτικό κομμάτι δεν ήταν το ερωτικό ντύσιμο της αλλά ένα κατάμαυρο καυλί που είχε δεμένο στη μέση της. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον είκοσι πόντους και φτιαγμένο από μαύρο γυαλιστερό δέρμα.
- «Λοιπόν σκλάβε…», είπε χαμογελώντας. «Είσαι έτοιμος για το επόμενο μάθημα;»
Παγωμένος ακόμη απ’ το θέαμα κούνησα καταφατικά το κεφάλι κι απάντησα αμήχανα:
- «Μάλιστα Αφέντρα…», χωρίς να μπορώ να πάρω τα μάτια μου απ’ τον πούτσο της.
- «Ωραία!», είπε. «Και τώρα έλα να πάρεις μια πίπα στον πούτσο της Αφέντρας σου!»
Πλησίασα στα γόνατα κοντά της κι ήρθα αντιμέτωπος μ’ αυτό το τεράστιο μαύρο πράμα που είχε δέσει στη μέση της. Άνοιξα το στόμα μου και νιώθοντας την απόλυτη ξευτίλα που είχα νιώσει ποτέ μου, πήρα το πουτσοκέφαλο της μέσα μου.
- «Ρούφα το πουτάνα!», με διέταξε κι έσπρωξε τη λεκάνη προς το μέρος μου χώνοντας το βαθιά μέσα στο στόμα μου.
Άρχισα να το γλείφω πιο γρήγορα και να το μουσκεύω με τα σάλια μου. Εκείνη μου έπιασε το κεφάλι με το ένα χέρι της κι άρχισε να μου δίνει ρυθμό και να μου γαμάει το στόμα με κοφτές κινήσεις.
- «Έτσι πουτάνα. Παρ’ το! Ρούφα το ξεφτιλισμένη! Τσιμπούκωσε με μωρό μου. Γλείψε τον πούτσο μου!»
Βόγκαγε σα να ήταν άντρας που του έγλειφε μια γκόμενα το καυλί του. Κάποια στιγμή σταμάτησε κι αποτραβήχτηκε απ’ το στόμα μου με το κατάμαυρο παλούκι της να γυαλίζει απ’ τα σάλια μου.
- «Τι καλή τσιμπουκλού που είσαι μικρή μου! Θα γίνεις πολύ υπάκουη σκλάβα στα χέρια μου…!»
Εδώ και λίγη ώρα μου μιλούσε σα να ήμουν εγώ η γυναίκα κι όχι εκείνη κι αυτό έκανε τη ντροπή μέσα μου να φουντώσει ακόμη πιο πολύ.
- «Είσαι έτοιμη να γίνεις η πουτανίτσα μου, αγοράκι;», με ρώτησε και με κοίταξε με λάγνο βλέμμα.
Ευτυχώς το μόνο που έπρεπε να απαντήσω ήταν: «Μάλιστα Αφέντρα», γιατί το στομάχι μου ήταν κόμπος και δεν έβγαινε μίλια απ’ τα χείλη μου.
- «Ήρθε η ώρα να ολοκληρώσουμε τη σχέση μας. Θα γαμηθούμε μωράκι μου…», είπε με σιγανή σχεδόν ερωτική φωνή. «Αλλά δε θα με γαμήσεις εσύ, εγώ θα σε γαμήσω! Κατάλαβες τσούλα;»
- «Μάλιστα Αφέντρα…», απάντησα.
Ήδη ήξερα τι με περίμενε αλλά πια ήταν πολύ αργά να κάνω πίσω…
- «Ανέβα στο κρεβάτι τσούλα! Σήκωσε το κωλαράκι σου ψηλά και στήσου!», με διέταξε κι εκτέλεσα αμέσως τη διαταγή της.
Ήμουν νευρικός κι αγχωμένος γι’ αυτό που θα γινόταν όταν μια δυνατή σφαλιάρα χτύπησε τον στημένο κώλο μου.
- «Πιάσε τον κώλο σου κι άνοιξε τον μαλάκα!», με διέταξε με σκληρή φωνή.
- «Μάλιστα Αφέντρα…», ξαναείπα.
Έφερα πίσω τα χέρια μου κι άνοιξα τα κωλομάγουλα μου αποκαλύπτοντας την παρθένα τρύπα μου. Τώρα πια ήμουν στημένος με τον κώλο μου ψηλά ορθάνοιχτο και το κεφάλι στα σεντόνια του κρεβατιού. Ένιωσα το στρώμα να μετακινείται απ’ το βάρος της. Είχε ανεβεί στο κρεβάτι πίσω μου, κι αμέσως μετά την ένιωσα ανάμεσα στα πόδια μου. Μου έπιασε τα μπούτια μου και τα άνοιξε πιο πολύ.
- «Έτσι σκύλα! Άνοιξε τα μπουτάκια σου!»
Κάτι υγρό ένιωσα πάλι στην κωλοτρυπίδα μου, μου ξανάβαζε κάποιο λιπαντικό ζελ, και τα δάχτυλα της, ένα στην αρχή και δεύτερο στη συνέχεια, χώθηκαν μέσα μου, περιστράφηκαν στην τρυπούλα μου, με γάμησαν για λίγο και μετά βγήκαν. Τώρα πίεζε το πουτσοκέφαλο της στην τρύπα μου αλλά δεν το έχωνε, έπαιζε μαζί μου, το ανεβοκατέβαζε, το έσπρωχνε λίγο και το τράβαγε. Εγώ βόγκαγα από προσμονή και φόβο ανακατεμένα.
- «Παρακάλα με τσούλα!», με διέκοψε απ’ τις σκέψεις μου.
Όχι απλά με έκανε σκλάβο, τώρα με αντιμετώπιζε σαν πουτάνα. Δεν της έφτανε αυτό, ήθελε να με ταπεινώσει κι άλλο, να την παρακαλέσω να με γαμήσει.
- «Σε παρακαλώ Αφέντρα, πάρε με…», είπα με τρεμάμενα χείλη.
Μου έριξε άλλη μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα στα κωλομάγουλα μου.
- «Καλύτερα να με παρακαλέσεις πιο πολύ πουτάνα!»
- «Σε παρακαλώ Αφέντρα, πάρε με… Γάμα τον κώλο μου!», ξαναείπα μήπως και ικανοποιηθεί.
Αλλά εκείνη μου έριξε άλλη μια σφαλιάρα κι έμεινε ακίνητη πίσω μου.
- «Αφέντρα σε παρακαλώ, σε ικετεύω… Γάμα τον κώλο μου με την ψωλάρα σου. Γάμα με σαν πουτάνα που είμαι…»
Αυτό την ικανοποίησε και μου είπε χωρίς και πάλι να μπει μέσα μου:
- «Πιο δυνατά!»
- «Σε παρακαλώ Αφέντρα… γάμα με την πουτάνα σου! Ξέσκισε την τσούλα σου. Μου αξίζει τέτοια πουτάνα που είμαι!», φώναξα δυνατά αυτή τη φορά.
- «Ήμουν σίγουρη πως θα γινόσουν πολύ καλή πουτανίτσα!», μου είπε.
Και ρίχνοντας μου άλλο ένα χαστούκι στον κώλο μου άρχισε να σπρώχνει το καυλί τις μέσα μου. Σιγά αλλά χωρίς να σταματήσει το έχωνε μέχρι που μπήκε ολόκληρο. Με ξεκώλιασε, με άνοιξε στα δύο, ένιωθα την κωλοτρυπίδα μου έτοιμη να σκιστεί απ’ την πίεση και τον πόνο.
- «Βλέπω το πήρες καριόλα! Για παρθένα καλά τα πήγες. Τώρα που σου πήρα την παρθενιά σου είσαι έτοιμη να μάθεις τη γλύκα της πούτσας πουτανάκι μου!»
Ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω απ’ τον πόνο όταν εκείνη σταμάτησε να σπρώχνει κι έμεινε ακίνητη μέσα μου. Ένιωθα την τρύπα μου οριακά τεντωμένη να πάλλεται και να σφίγγεται γύρω απ’ τον πούτσο της. Άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει τρελά και ένιωθα το καυλί μου σκληρό και καυλωμένο. Είχε αρχίσει να μου αρέσει και η ταπείνωση αλλά και το γαμήσι, κι όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, το καυλί μου σηκωμένο αλλά έλεγε.
Εκείνη το ίδιο ξαφνικά άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου. Στην αρχή απαλά και στη συνέχεια όλο και πιο γρήγορα και δυνατά. Μου έχωνε ολόκληρο το παλούκι της, το τράβαγε και το ξανάχωνε… τα μπουτάκια της χτύπαγαν στα δικά μου κι η κοιλιά της στον κώλο μου.
- «Έτσι πουτάνα! Παρ’ τον! Παρ’ τον γαμημένη σκύλα! Παρ’ τον ξεκωλιάρα!», μου έλεγε και με γάμαγε.
Είχα καυλώσει, είχα τρελαθεί και κουνιόμουν στο ρυθμό της. Καρφωνόμουν μόνος μου πάνω στον πούτσο της. Γέλασε ικανοποιημένη.
- «Έτσι μουνί μου. Γαμήσου στο καυλί μου πουτάνα. Έτσι…»
Έπεσε με το βάρος της πάνω μου και με έριξε στα σεντόνια χωρίς να σταματήσει να με γαμάει.
- «Χύσε πουτάνα. Χύσε γαμιόλα σκλάβα. Χύσε για την Αφέντρα σου!», μου έλεγε και με γάμαγε.
Έχυσα πάνω στα σεντόνια της κι εκείνη έχυσε ακόμη μια φορά κι έπεσε πάνω μου χαϊδεύοντας και φιλώντας την πλάτη μου. Αργότερα, αγκαλιασμένοι ακόμη στο κρεβάτι, μου ψιθύρισε με τρυφερή φωνή μέσα στ’ αφτί μου.
- «Τώρα μου ανήκεις σκλάβα μου. Κοιμήσου τώρα. Ξεκουράσου τσουλίτσα μου γιατί από αύριο πρωί αρχίζει η εκπαίδευση σου!»
- «Μάλιστα Αφέντρα…», απάντησα, εντελώς παραδομένος πια κι αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά της.
(Copyright protected OW ref: 8301)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.