Παρατηρήσεις αποστολέα: Με πρόσταξε να φοράω μόνο το κολάρο μου στο λαιμό όταν γυρίσει σπίτι κι όταν μπει μέσα να με βρει σε στάση προσκύνησης μπροστά στην πόρτα να τον περιμένω. Έτσι κι έγινε.
Η ιστορία:
Παρακολουθούσα το ρολόι επίμονα, μετρούσα τα λεπτά. Μόλις είδα ότι πλησιάζει η ώρα να έρθει γδύθηκα κι έπιασα πάνω τα μαλλιά μου. Πέρασα το κολάρο μου στο λαιμό αφού πρώτα έβαλα λίγη ενυδατική κρέμα για να φροντίσω το σημάδι που είχε μείνει από τη μία συνεχόμενη εβδομάδα που το φορούσα, ακόμα και στη δουλειά, κάτω από το ζιβάγκο μου. Φρόντισα ο κρίκος να είναι στο σβέρκο μου, μπορεί ο κύριος να ήθελε να με δέσει ή να με πάει βόλτα με το λουρί μου. Κοίταξα το ρολόι ξανά, σε πέντε λεπτά θα έφτανε. Πήγα αμέσως και στήθηκα μπροστά στην πόρτα, αν ερχόταν πιο νωρίς δεν ήθελα να τον απογοητεύσω. Γονάτισα και περίμενα υπομονετικά με το κεφάλι σκυμμένο.
Άκουσα τον ήχο των κλειδιών στην πόρτα, αναθάρρησα κι ένιωσα το χαρακτηριστικό σφίξιμο ανυπομονησίας στο στομάχι. Άνοιξε και μπήκε μέσα.
- Τι κάνει η σκυλίτσα μου;… ρώτησε.
Ήξερα ότι δεν έπρεπε να απαντήσω, τα σκυλιά δε μιλάνε ούτως ή άλλως. Άφησε τα πράγματά του στο τραπέζι και πήγε αμέσως στο νεροχύτη. Γέμισε ένα μπολάκι με νερό, το άφησε δίπλα στον καναπέ όπου και κάθισε.
- Για να έρθει να την δω.
Πλησίασα μπουσουλώντας με χαρά που με προσκάλεσε. Με έπιασε από το κολάρο και αφού μου έλυσε τα μαλλιά μου τα χάιδεψε.
- Έλα να σε χαϊδέψει ο κύριος κούκλα μου,
μέσα μου έλαμπα. Άρχισε από τα μαλλιά μου και έφτασε μέχρι την πλάτη μου, τα χέρια του εκεί πάντα με τρέλαιναν. Απόλαυσα λίγο το άγγιγμά του και στη συνέχεια άρχισα να χαϊδεύομαι στα πόδια του. Έσκυψε και άπλωσε τα χέρια να χουφτώσει τα βυζιά μου, τα ζούληξε. Έκλεισε τα μάτια του, έχει αρχίσει να καυλώνει. Το μουνί μου ήταν ήδη υγρό.
- Όμορφα είναι τα βυζάκια σου σκυλίτσα, ειδικά μελανιασμένα, είπε.
Ανασήκωσε λίγο το κολάρο να δει το σημάδι. Με άφησε και ξεκούμπωσε τη ζώνη του, άφησε το παντελόνι να σωριαστεί άτσαλα στο πάτωμα αλλά δεν το έβγαλε, μαζί και το εσώρουχό του. Με φτιάχνει αυτή η εικόνα του γρήγορου κατεβάσματος, με κάνει να νιώθω σαν πουτάνα της ξεπέτας.
- Δείξε μου πόσο σου έλειψα» μου είπε.
Ήξερα τι ήθελε. Έβρεξα τη γλώσσα μου στο μπολάκι πίνοντας νερό με το στόμα, την άπλωσα και ακούμπησα τη δεξιά του γάμπα. Άρχισα να τη γλύφω σα σκυλί που κάνει χαρές. Έβρεχα τη γλώσσα μου ξανά και ξανά και έγλυφα. Έπιασε τον πούτσο του και τον χούφτωσε απαλά. Μ’ αρέσει να τον βλέπω έτσι καθιστό κι εγώ στα γόνατα μπροστά του, καταλαβαίνω ποια είναι η θέση μου. Μου έδωσε το χέρι του να το γλείψω και ρούφηξα τα δάχτυλα ένα προς ένα με πάθος.
- Γύρνα… με διέταξε.
Γύρισα, στήθηκα στα τέσσερα και προέταξα τις τρύπες μου προσφέροντάς ‘τες στις ορέξεις του. Άπλωσε το χέρι και έλεγξε το μουνί μου. Έλιωσα νιώθοντας το χέρι του, την καταδίκη μου, τη σωτηρία μου. Τέντωσε τα μουνόχειλά μου και βόγκηξα από ευχαρίστηση.
- Σ’ αρέσει βρωμόμουνο ε;
Δεν αποκρίθηκα.
- Πες μου σκύλα, με πρόσταξε.
- Μάλιστα κύριέ μου, του απάντησα.
Έχωσε βίαια ένα δάχτυλο στο μουνί μου και με έπαιξε λίγο και μετά έσκυψε και έφτυσε την κωλοτρυπίδα μου, με φόρα σα να φτύνει στο χώμα. Έχωσε ένα δάχτυλο κι εκεί. «Καργιόλα» μου είπε και χτύπησε το ένα μου κωλομάγουλο δυνατά. Κρατήθηκα, δε βόγκηξα. Ήθελα κι άλλο. Μ’ άρεσε να με χτυπάει, ότι και να μου έκανε μου άρεσε. Με το άλλο χέρι πήδηξε την τρύπα μου πάλι. Όσο με μαλάκιζε βαρούσε τον κώλο μου. Το μουνί μου έτρεχε ποτάμια. Με χτύπησε ξανά και ξανά και ξανά, δεν ξέρω για πόση ώρα. Δε μετρούσα, το μυαλό μου είχε φύγει αλλού. Σκέψεις και αισθήσεις είχαν γίνει ένα, μία μάζα που έβγαζε φωτιές και έκαιγε το μυαλό και το κορμί μου. «Είμαι η σκύλα του» ξεχώριζε μέσα από τη θολούρα. Με κάθε χτύπημα με κάνει όλο και πιο δικιά του, του χεριού του, της καύλας του. Θέλω να μου αφήσει σημάδια, να τα βλέπω και να θυμάμαι ότι του ανήκω.
Με άφησε. Σηκώθηκε και γονάτισε πίσω μου βγάζοντας τη ζώνη από τα θυλάκια του παντελονιού. Ήξερα τι θα ακολουθούσε, το πρόσμενα με ανυπομονησία. Μπήκε μέσα μου απότομα. Βόγκηξα, βόγκηξε κι αυτός. Ο κύριός μου βογκάει για την σκύλα του. Ο πόνος στον τράχηλό μου, μου ψιθύρισε «Σε σκίζει». «Ναι με σκίζει» αποκρίθηκα νοερά «Είμαι δικιά του και με ξεμουνιάζει». Άρχισε να με γαμάει, αργά και βαθιά. Ένιωθα μέχρι και το τελευταίο εκατοστό μου να γεμίζει σε κάθε του σπρώξιμο, όχι μόνο του μουνιού μου αλλά και του μυαλού. Τα αρχίδια του γλύκαιναν την κλειτορίδα μου σε κάθε ακούμπημα. Έσκυψα καλύτερα, τον ήθελα να μπει όσο πιο μέσα μου γινόταν. Το στήθος μου ακούμπησε κάτω και πιεζόταν. Με είδε, άπλωσε το χέρι του και πάτησε το πρόσωπό μου στο χαλί. Δε μ’ άφηνε να κλείσω το στόμα μου.
- Έτσι σου αξίζει να σέρνεσαι καργιόλα, κάτω για την καύλα του κυρίου σου. Πάρ’ τον ως τη μήτρα σου σκύλα.
Άρχισε να σπρώχνει πιο δυνατά και πιο γρήγορα.
- Μπορώ να χαϊδευτώ λίγο κύριε;
- Όχι… μου είπε.
Με καύλωσε αυτό το όχι. Πλέον ένιωθα τον πόνο του σκισίματος σε κάθε του ώθηση. Για πολλή ώρα ένιωθα μόνο αυτό και το χέρι του να προσπαθεί να μαδήσει τις ρώγες μου κάνοντας τις να με βασανίζουν. Άρχισα να κλιμακώνω. Το πρόσωπό μου πήρε την έκφραση του βασάνου και της προσμονής του θανάτου που μου προκαλεί κάθε φορά. Κάθε φορά με σκοτώνει και με ανασταίνει. Το κατάλαβε ότι πάω να χύσω, μάλλον από το μουνί μου που σφίχτηκε.
- Πας να χύσεις χωρίς άδεια πόρνη;
Μου ρίχνει μία βουρδουλιά με τη ζώνη του στην πλάτη, τόσο δυνατή που δάκρυσα και κόπηκε η αναπνοή μου. Ανασαίνω με πολύ κόπο.
- Συγγνώμη κύριε, Συγγνώμη.
Μου ρίχνει κι άλλη, σφαδάζω. Υγραίνομαι.
- Θα το ξανακάνεις;…
ρωτάει και πιέζει το κεφάλι μου κάτω πιο δυνατά.
- Όχι κύριέ μου, ποτέ, του απαντώ.
Με τραβά από τα μαλλιά, κάθεται στον καναπέ, με γονατίζει και μου τον δίνει στο στόμα.
- Ρούφα βρωμιάρα πόρνη.
Ρουφάω. Τον καταπίνω με λαιμαργία. Κρατάει τα μαλλιά και μου γαμάει το στόμα δυνατά και για ώρα. Πνίγομαι. Δακρύζω, βήχω, δεν τον νοιάζει. Μου το γαμάει ξανά και ξανά. Ξαφνικά τεντώνεται, σφίγγεται, μου τον καρφώνει στο λαιμό και με κρατάει εκεί καρφωμένη.
- Μην κουνηθείς θα το πληρώσεις.
Η φωνή του είναι βαθιά, αυστηρή και τρέμει. Βρυχάται και με σφίγγει… «χύνω… παρ’ τα σκύλα». Αφήνει τα υγρά του στο λαιμό μου, μου αφήνει ενδιάμεσα λίγο χώρο να αναπνεύσω, οι τελευταίες ριπές πέφτουν στο στόμα μου. Τα γεύομαι, έχουν τη γεύση του, την πιο όμορφη που υπάρχει.
- Μην τα πιεις, διατάζει. Μόνο παίξ’ τα.
Τα παίζω στο στόμα κι αυτός με κοιτάει με λάγνο ύφος, μου το πιέζει να ανοίξει με το χέρι του και φτύνει μέσα. Και στο πρόσωπό μου.
- Τώρα πιες τα, λέει.
Τα πίνω με περισσή δίψα. Δεν αφήνω σταγόνα. Του φιλάω τα χέρια και τις γάμπες.
- Να χύσω κύριε, σας ικετεύω.
- Χύσε…
μου δίνει την άδεια. Καβαλάω το πόδι του και τρίβομαι πάνω σαν σκυλίτσα. Αυτός βρίζει… «Ψωλού, πόρνη». Όσο τον ακούω τρελαίνομαι, στάζω, σφίγγομαι. Κοντεύω και μαλακίζομαι πιο δυνατά, συνέχεια, δεν ξεκολλάω την κλειτορίδα μου από το πόδι του. Την ώρα που μου λέει «Τρίψου καργιολίτσα μου, τρίψε το μουνάκι σου» και μου χάιδεψε τα μαλλιά άδειασαν τα πάντα από το μυαλό μου, η μιλιά μου κόπηκε και το στήθος μου εξερράγη μαζί με ένα χείμαρρο καύλας μέσα μου. Νιώθω ότι θα σβήσω και διαλύομαι. Χύνω πάνω του, γι αυτόν μόνο. Βογκάω λαχανιασμένη, το δηλώνω με παράπονο και καύλα «Τελειώνω». Πέφτω ξέπνοη πάνω στο πόδι του, περνάει λίγη ώρα να συνέλθω και οι σπασμοί διαπερνούν ακόμα τα μουνόχειλά μου. Σηκώνει το κεφάλι μου από το σαγόνι και με τρυπάει με το βλέμμα του: τον κοιτώ με ευγνωμοσύνη.
- Ευχαριστώ.
(Copyright protected OW ref: 63157)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.