Πρόλογος: Με το Χρήστο είχαμε γνωριστεί στον στρατό πριν 20 περίπου χρόνια, εγώ από Θεσσαλονίκη κι αυτός από Βόλο. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι και κρατήσαμε επαφές και μετά τη θητεία μας, όχι συχνές λόγω της απόστασης, αλλά τα πήγαινε - έλα στα εορταστικά τριήμερα και περισσότερο τα καλοκαίρια ήταν τακτικά.
- Που είναι ρε τα παιδιά;… ρωτάω τον Χρήστο.
- Μείνανε Βόλο, θα έρθουν αύριο το πρωί. Καλά φιλέ δε θα τα γνωρίσεις…
η απάντηση. Το υπόλοιπο της ημέρας κύλισε ήρεμα, χαλαρά με θάλασσα μέχρι το βραδάκι, και μετά κουβέντα μπόλικη στην βεράντα συνοδευόμενη από τσίπουρο και μεζέδες. Την επόμενη το πρωί, ξύπνησα λίγο αργούτσικα και μετά τους καφέδες και τα πρωινά, κατεβήκαμε πάλι στην παραλία. Με το που απλώνω πετσέτα στην άμμο το μάτι μου πέφτει στην ακροθαλασσιά σε μια καστανόξανθη κοπέλα να χαζεύει τη θάλασσα, ηλιοκαμένη, με πλούσιο σγουρό μαλλί, με άσπρο μπικίνι κι ένα κωλαράκι κόλαση. Κόλλησα για αρκετά δευτερόλεπτα, μέχρι που άκουσα τον Χρήστο να γελάει και να λέει:
- Τι έπαθες ρε μαλάκα, η Ιωάννα είναι, στο είπα δεν θα τα γνωρίσεις.
Η Ιωάννα στα 18 της πλέον, είχε μορφή μιγάδας καλλονής. Μόλις με βλέπει, τρέχει πάνω μου, πηδάει στην αγκαλιά μου τσιρίζοντας και αρχίζει να με φιλάει σ' όλο μου το πρόσωπο. Η αλήθεια είναι ότι τα έχασα και ντράπηκα, η κόρη του φίλου μου, το αγοροκόριτσο που ήξερα κι έπαιζα μαζί του, ήταν παρελθόν και στην αγκαλιά μου είχα τώρα ένα θηλυκό με χυμώδεις καμπύλες που με είχε ήδη καυλώσει. Πολύ γρήγορα για να "κρυφτώ", και με το πρόσχημα της ζέστης, βουτάω στη θάλασσα να ηρεμήσω και να βάλω σε μια τάξη τη σκέψη μου. Άδικος κόπος, η Ιωάννα με ακολούθησε και συνέχισε τα "αθώα" παιχνίδια της στο νερό. Τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο όταν τύλιξε σφιχτά τα πόδια της γύρω μου κι ένοιωθα το κορμί της πάνω μου, τα στήθη και οι ρώγες της πίεζαν το στήθος μου και το μουνάκι της τριβόταν στον πούτσο μου με τον ρυθμό των κυμάτων. Προσπαθούσα, με τρόπο, να την κρατήσω μακριά μου, αλλά μάταια. Δεν ξεκολλούσε από πάνω μου κι αναγκάστηκα, άκομψα τελείως, να την απομακρύνω και να βγω προς τα έξω, για να έρθει η ερώτηση:
- Τι έγινε, τι έπαθες, δεν είμαι πια η αδυναμία σου, όπως μου έλεγες πάντα;…
και σχεδόν μουτρωμένη βγήκε απ' τη θάλασσα και ξάπλωσε σε μια πετσέτα. Αφού περίμενα για να εξαφανιστεί το φούσκωμα στη βερμούδα μου, βγήκα κι εγώ και πιάσαμε την κουβέντα με τον μπαμπά και τον αδερφό της. Μετά από λίγη ώρα Χρήστος-Δήμητρα και Γιώργος βουτάνε και μένουμε οι δυο μας. Η αμήχανη σιωπή έσπασε με το…
- Θα μου βάλεις τουλάχιστον λίγο αντηλιακό;
συνοδευόμενο από ένα πονηρό χαμογελάκι. Δεν μπορούσα να αρνηθώ, δεν ήθελα να αρνηθώ, κι αυτό το "ανάρμοστο" μ' έκανε να ερεθίζομαι ξανά μπροστά στη θέα του ξαπλωμένου μπρούμυτα κορμιού της. Άρχισα να απλώνω την κρέμα στην πλάτη της και το μυαλό μου είχε ξεφύγει κι άρχισε να φτιάχνει σενάρια. Χάζευα το κωλαράκι της σαν υπνωτισμένος όταν μου ζήτησε να περιποιηθώ και τα μπουτάκια της. Η καύλα μου χτύπησε κόκκινο όταν χάιδευα το εσωτερικό των μηρών της κι αυτή άνοιξε όσο χρειαζόταν τα πόδια της για να με διευκολύνει, αλλά και για να εμφανιστούν τα "χειλάκια" της, σκουρόχρωμα, σαρκώδη και μουσκεμένα! Η ιεροτελεστία διακόπηκε απότομα με την επιστροφή της υπόλοιπης οικογένειας απ' τη θάλασσα. Προσπαθούσα να συνέλθω και να μαζευτώ καθισμένος σταυροπόδι, η μικρή στον κόσμο της, σαν να μην συμβαίνει τίποτα και η μάνα της έδειξε να ψυλλιάζεται κάτι προστάζοντας την να συμμαζευτεί. Ωστόσο τα χειρότερα ( καλύτερα ) ήρθαν αργότερα.
Επιστρέψαμε στο σπίτι αργά το απόγευμα και μπήκα για ένα ντουζάκι στο επάνω μπάνιο. Σκεπτόμενος τι έχει προηγηθεί, ο πούτσος μου σηκώθηκε κι άρχισα να τον παίζω απαλά, φανταζόμενος να είναι στο στοματάκι της Ιωάννας. Οι αναστολές μου όλες πλέον είχαν χαθεί και το μόνο που ήθελα ήταν να την κάνω δική μου, να τη γευτώ ολόκληρη, το κορμί της, τους χυμούς της. Ο θόρυβος έξω απ' το μπάνιο, διέκοψε απότομα τη φαντασία μου. Η πόρτα του μπάνιου μισάνοιχτη και απ' έξω η μυρωδιά της πρόδιδε την παρουσία της. Η μικρή έπαιρνε μάτι, όσο ήμουν στο μπάνιο. Είχε βραδιάσει πλέον και καθίσαμε για φαγητό. Εμφανίζεται και η Ιωάννα με σκαφτό κολλητό σορτσάκι, με φανελάκι θεάνοιχτο από τα πλάγια, χωρίς σουτιέν, με τα μαλλιά πιασμένα πάνω, φορώντας τα γυαλάκια της κι έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της και η πλάγια θέα των ολόστητων βυζιών της με είχε τρελάνει. Τα "αθώα" και "τυχαία" χάδια έδιναν κι έπαιρναν μεταξύ μας. Αστεία, γέλια, πειράγματα, κρασί και καλό φαγητό συνέθεταν το σκηνικό του τραπεζιού με την στύση μου να είναι μόνιμη και εμφανής στις συνεχείς κλεφτές ματιές της Ιωάννας.
Η ώρα είχε περάσει και τα εκατέρωθεν αγγίγματα κάτω απ' το τραπέζι είχαν γίνει χουφτώματα κανονικά, είχαμε ξεφύγει και οι δύο. Την ήθελα τρελά, δεν μ' ένοιαζε τίποτα, το ίδιο κι αυτή! Όλα αυτά μέχρι την πρώτη βροντή που ακούστηκε και τις πρώτες ψιχάλες που έπεσαν. Μαζέψαμε άρον-άρον το τραπέζι, ήταν αργά, ήμασταν και όλοι κουρασμένοι απ' τον ήλιο και τη θάλασσα, κι έτσι πήρε ο καθένας το δρόμο για το δωμάτιο του. Το ζευγάρι στο κάτω υπνοδωμάτιο, η Ιωάννα με τον αδερφό της στο ένα από τα δύο δωμάτια του επάνω ορόφου κι εγώ στο άλλο. Ξάπλωσα, προσπάθησα να κοιμηθώ, αλλά τίποτα. Οι καύλες μου απίστευτες, ήμουν σε υπερένταση. Μετά από λίγο, κι ενώ πλέον έξω γινόταν χαλασμός, ανοίγει η πόρτα του δωματίου και μπαίνει η Ιωάννα στις μύτες.
- Είσαι τρελή; της ψιθυρίζω.
- Δεν μπορώ να κοιμηθώ και φοβάμαι...
μου απαντά και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Το κορμάκι της έτρεμε κάτω απ' το κοντό νυχτικάκι. Την έσφιξα πάνω μου και με αργές κινήσεις και ξαπλώσαμε. Γύρισε με πλάτη σ' εμένα λέγοντας:
- Μη μ' αφήσεις απ' την αγκαλιά σου.
Μείναμε για λίγο έτσι αμίλητοι, μέχρι που άρχισε να τρίβει πολύ-πολύ αργά το σφιχτό της κωλαράκι στον πρησμένο μου πούτσο. Η ανάσα της βάρυνε και μόλις χάιδεψα με τα δάχτυλα μου τα γυμνά της πόδια ανατρίχιασε, γύρισε με κοίταξε μέσα στα μάτια και μου είπε χαμηλόφωνα.
- Θέλω να είμαι δική σου, δε με νοιάζει τίποτα άλλο!
Αυτό ήταν. Την έβαλα από κάτω μου και ξάπλωσα επάνω της. Έπιασα το πρόσωπο της με τα χέρια μου κι άρχισα να τη φιλάω αργά, να δαγκώνω απαλά τα χείλη της και το λαιμό της. Μ' έσφιγγε πάνω της, τύλιξε τα πόδια της γύρω μου και με φιλούσε όπου μπορούσε. Η δυνατή βροχή σκέπαζε τους ήχους μας, που μόνο οι δυο μας ακούγαμε. Το αμυδρό φως του δωματίου μας έκανε να φαινόμαστε σαν δυο σκιές. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε με απίστευτο πάθος, έχοντας πετάξει ότι περιττό φορούσαμε. Δάγκωνε ο ένας τον άλλο όπου έβρισκε, μέχρι που άρχισα να κατεβαίνω προς τα κάτω. Όταν άγγιξα με την γλώσσα μου τις θηλές της, ήταν σαν να την χτύπησε ρεύμα, τέντωσε το κορμί της προς τα πίσω και τίναξε τα χέρια της προς το κεφαλάρι του κρεβατιού. Συνέχισα να κατηφορίζω, φιλώντας και δαγκώνοντας τα πλευρά της και την κοιλίτσα της, ενώ τα χέρια μου ακολουθούσαν, αγγίζοντας κάθε πόντο του κορμιού της. Άνοιξε τα πόδια της όσο μπορούσε, μαζεύοντας ταυτόχρονα τα γόνατα της. Ήξερε τι θα επακολουθήσει και προετοιμάστηκε γι' αυτό περνώντας τα δάχτυλα του χεριού της στα μαλλιά μου και με το άλλο έτριβε τα βυζιά της και της ρώγες της. Δε βιαζόμουν κι αφού πρώτα γεύτηκα όλο το μήκος των ποδιών της, έφτασα μπροστά στα πρησμένα της μουνόχειλα... σκουρόχρωμα, μουσκεμένα, λαχταριστά!
Ακούμπησα τη γλώσσα μου πάνω τους, τα έγλειφα, τα γευόμουν, τα ρουφούσα. Η λεκάνη της άρχισε να κουνιέται ρυθμικά, καταλάβαινα ότι δεν θα άντεχε για πολύ. Βύθισα τη γλώσσα μου μέσα στο μουνάκι της χαϊδεύοντας απαλά την κλειτορίδα της που είχε πεταχτεί. Πνιχτές λέξεις και βογγητά έβγαιναν απ' το στόμα της που σκεπαζόταν απ' τη φασαρία της δυνατής βροχής. Μου κάρφωσε απότομα στο πρόσωπο το πρησμένο μουνάκι της κι άρχισε να το τρίβει με δύναμη. Πηχτά άσπρα χύσια πεταγόταν κι έρρεαν στο στόμα μου. Ρουφούσα και κατάπινα λαίμαργα το χυμό της. Πριν προλάβει να συνέλθει, ανεβαίνω πάνω της πιάνω τα χέρια ψηλά, και τρίβω το πουτσοκέφαλο μου στα μουσκεμένα της χείλια.
- Βαλ' το μου, μη με παιδεύεις άλλο...
είπε με τρεμάμενη φωνή. Ο πούτσος μου κόντευε να σκάσει απ' την καύλα, δεν άντεχα άλλο, της δίνω ένα γεμάτο φιλί και έμπηξα όλο το καυλί μου πόντο-πόντο μέχρι το τέρμα της. Έμεινα έτσι καρφωμένος για μερικά δεύτερα, αυτή ανασήκωσε τη λεκάνη της για να μπω όσο πιο βαθιά γινόταν, τυλίχτηκε πάνω μου και γαντζώθηκε με τα νυχάκια της απ' την πλάτη μου. Έμπαινα κι έβγαινα ολόκληρος αργά-αργά, ένοιωθα το στενό της μουνάκι να σφίγγεται και να μ' αγκαλιάζει, σχεδόν με ρουφούσε μέσα της. Τη φιλούσα και τη δάγκωνα παντού, στο στόμα, στο λαιμό, στα στήθη, στους ώμους, παντού... με είχε τρελάνει! Πέρασα τα χέρια μου πίσω απ' την πλάτη της, χούφτωσα σφιχτά τα κωλομάγουλα της κι άρχισα να καρφώνομαι δυνατά και βίαια μέσα της. Στηρίχτηκα στα γόνατά μου και την τραβούσα πάνω μου, έκλεισε ελαφρά τα πόδια της έβαλε τις γάμπες της στους ώμους μου και πιάστηκε γερά απ' την άκρη του στρώματος. Εκεί ξεκίνησε το σφυροκόπημα. Την έβλεπα να δαγκώνει τα χείλη της απ' την καύλα, να θέλει να τσιρίξει και να μην μπορεί, να τεντώνει το κορμάκι της, να σφίγγει και να γλείφει τα βυζιά της, να τρέχει το μουνάκι της σα ρυάκι. Είχε χαθεί ο έλεγχος, είχαμε παραδοθεί στις σεξουαλικές μας ορέξεις με τρελό πάθος.
- Μόνο εμένα θέλω να πηδάς, καμιά άλλη, εγώ θα είμαι ο έρωτας σου και το πουτανάκι σου...
ψέλλισε στο αυτί μου η Ιωάννα, παραδομένη και με μια κίνηση γυρίζει στα τέσσερα και τουρλώνει το κωλαράκι της με τα χέρια απλωμένα πέρα απ' το κεφάλι της. Δεν θυμάμαι τι σχολίασα μπροστά σ' αυτό το θέαμα, αλλά πραγματικά τα λόγια της και το στήσιμο της μ' έκαναν να θέλω να τη λιώσω. Θολωμένος, όπως ήμουν, δεν το πολυσκέφτηκα, της έχωσα την ψωλή μου άγρια, της άνοιξα τα κωλομέρια και άρχισα να προετοιμάζω τη σουφρίτσα της, φτύνοντας στην αρχή και μετά βάζοντας τον αντίχειρά μου μέσα. Μούγκριζε κι έσκουζε, ενώ το μουνάκι της είχε λιπάνει τον πούτσο μου για τα καλά. Ανατρίχιασε μόλις ένοιωσε το πουτσοκέφαλο μου να ακουμπάει την τρυπούλα της, άρχισα να πιέζω και να της τον χώνω λίγο-λίγο από πίσω, μέχρι που μπήκε όλο το κεφάλι μέσα. Έμεινα για λίγο έτσι, να το συνηθίσει, αλλά δεν άντεχα άλλο. Την έπιασα γερά από τη μέση και το κάρφωσα μέχρι το τέρμα του πάτου της. Της κόπηκε η ανάσα, γύρισε και με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και με το στόμα ανοιχτό. "ΠΟ-ΝΑ-Ω..." διάβασα τα χείλη της να συλλαβίζουν.
Δεν κουνήθηκα, έμεινα εκεί μαρμαρωμένος μέσα στον παρθένο κώλο της. Με πολύ αργές κινήσεις μπαινοέβγαινα, ενώ ο πούτσος μου είχε φουσκώσει τέρμα. Γύρισε και με ξανακοίταξε, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της και ψιθύρισε:
- Σκισ' το κωλαράκι μου, δικό σου είναι...
και ταυτόχρονα άρχισε να καρφώνει τον κώλο της επάνω στο καυλί μου. Ο πάτος της άρχισε να ανοίγει στα δύο και ο πόνος χανόταν. Μικρά βογγητά ηδονής της ξέφευγαν που μετατράπηκαν σε μουγκρίσματα απόλαυσης. Δεν κρατιόμουνα πλέον της ξέσκιζα τον σφιχτό της κώλο κι αυτή με παρακαλούσε να μη σταματήσω το γαμήσι. Άναρθρες φωνούλες έβγαιναν απ' το στόμα της μέχρι που άρχισε να τρέμει ολόκληρη, λευκές πιτσιλιές προηγήθηκαν και ακολούθησε ένα "κύμα" παχιάς κρεμούλας που έτρεχε στα μπουτάκια της. Δεν άντεξα άλλο, μόλις αντίκρισα αυτό το θέαμα κάρφωσα τον πούτσο μου όσο πιο βαθιά στην κωλότρυπα της, την τράβηξα απ' τα μαλλιά κι άρχισα να χύνω σαν τρελός μέσα της. Τραβήχτηκα και ξάπλωσα δίπλα της , κούρνιασε στην αγκαλιά μου, φιλώντας το στήθος μου. Η βροχή είχε κοπάσει και σιγά-σιγά βρίσκαμε τις ανάσες μας.
Μείναμε έτσι αγκαλιά, σαν ερωτευμένο ζευγάρι, μέχρι που αποκοιμήθηκε πάνω μου. Εγώ δεν έκλεισα μάτι, όλο το βράδυ την χάιδευα και συλλογιζόμουν ότι είχε προηγηθεί. Κατά τις 7 το πρωί, την ξύπνησα μ' ένα φιλί, την άφησα στο δωμάτιο της κι ετοιμάστηκα να φύγω, πριν σηκωθούν οι υπόλοιποι. Κάτι προσπάθησα να της πω, αλλά μου σφράγισε με το χέρι της το στόμα, λέγοντας μου.
- Μην το χαλάς, ήταν όπως το ονειρευόμουν.
Με φίλησε και με αποχαιρέτησε. Φεύγοντας, άφησα στο Χρήστο ένα μήνυμα δικαιολογίας για την πρωινή μου αποχώρηση, ευχαριστώντας τον για το υπέροχο διήμερο.
Υ.Γ. Ζητώ συγγνώμη για το μέγεθος του κειμένου, αλλά πραγματικά δεν ήθελα να το σπάσω σε 2 μέρη κι αν ήταν δυνατόν θα έγραφα άλλα τόσα για εκείνη τη μέρα.
(Copyright protected OW ref: 87569)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.