Το ακόλουθο χρονικό είναι πραγματικό και ακόμη και σήμερα η αναπόληση αυτής της εμπειρίας μου δημιουργεί ηδονικά ρίγη κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης από τα νεφρά μέχρι τα γεννητικά όργανα... Λόγοι διακριτικότητας με αναγκάζουν, ωστόσο, να αλλάξω τα ονόματα των χαρακτήρων...
Το καλοκαίρι του 1337 μ.Χ. ξεκίνησα να εργάζομαι ως μαθητευόμενος στον γέρο-Φράνκο, έναν από τους καλύτερους τεχνίτες του μετάλλου όχι μόνο στο Μεδιόλανο αλλά σε ολόκληρη την Λομβαρδία. Το μανιώδες κυνήγι όμως των αιρετικών από την δυτική εκκλησία, με αιχμή του δόρατος τους Δομινικανούς, τον είχε αναγκάσει να καλύπτει προσεκτικά την αγαπημένη του ενασχόληση με την αλχημεία πίσω από την βιτρίνα του έμπειρου μεταλλουργού.
Ήμουν τότε είκοσι ετών, παντρεμένος με την Ιρένε, την κόρη του Φράνκο. Η λατρεμένη της μορφή με ερεθίζει ακόμα καθώς ανακαλώ από την αραχνιασμένη μνήμη μου τα υγρά γαλάζια μάτια της, τις μακριές πυρρόξανθες κοτσίδες, το γλυκοβύζαχτο πλούσιο στήθος της. Ήμασταν ευτυχισμένοι με την δεκαεννιάχρονη πληθωρική κυρά μου και σκεφτόμασταν πως ήταν καιρός να χαρίσουμε ένα εγγονάκι στον καλόκαρδο πατέρα της, όταν...
...Ο πειρασμός ήρθε με τη μορφή της Ορνέλλα, της εικοσιπεντάχρονης εξαδέλφης της γυναίκας μου, η οποία ήρθε από την Παβία μ’ ένα νόθο νεογέννητο στην αγκαλιά για να μείνει μαζί μας, αποφεύγοντας έτσι την έντονη κοινωνική κατακραυγή του περίγυρου. Μόλις την είδα ξετρελάθηκα, έμοιαζε αρκετά στην Ιρένε, μόνο που ήταν καστανή, πιο κοντή, και είχε ακόμα μεγαλύτερα στήθη από της γυναίκας μου. Για λίγες ημέρες η γυναίκα μου με τον πατέρα της έλειψαν για μια επίσκεψη σε συγγενείς στην Παβία. Δεν ήταν παρά μια ακόμη προσπάθεια συμβιβασμού και μεσολάβησης στην οικογένειά της, μήπως και εξομαλυνθούν οι σχέσεις μετά τους τελευταίους τσακωμούς.
Κάποιο μεσημέρι, μέσα σε αφόρητη ζέστη και υγρασία, η Ορνέλλα καθόταν στην αυλή και θήλαζε το μωρό. Όταν την είδα πηγαίνοντας για το χυτήριο, τα μάτια μου καρφώθηκαν στο ογκώδες αριστερό της στήθος που πρόβαλε γυμνό από το ξεκουμπωμένο πανωφόρι της. Στην άκρη του, κολλημένο το νεογέννητο πάλευε μάταια να πάρει και να συγκρατήσει στο στοματάκι του την χοντρή ρώγα και όσο μπορούσε από τον τεράστιο κόκκινο κύκλο γύρω της, καθώς και προσπαθούσε μάταια να καταπίνει όλη την ποσότητα του άφθονου γάλακτος που ξεχείλιζε και έσταζε από το πηγουνάκι του. Μετά από λίγο, έβαλε αυτό το στήθος μέσα και έβγαλε έξω το δεξί δίνοντάς το στο μωρό. Ένιωσα περίεργα, σαν πεινασμένο μοσχαράκι, αλλά και ταυτόχρονα σαν καυλωμένος ταύρος, που αντικρίζει αγελάδα. Κατάλαβε την αμηχανία και ταραχή μου και με πείραζε.
- «Καλησπέρα. Τι κάνεις; Πάλι για δουλειά;», μου είπε με ήρεμη γλυκιά φωνή.
Πέρασε πολλά τελευταία και ψυχικά ήταν αρκετά ταλαιπωρημένη από τότε που την παράτησε έγκυο εκείνο το βενετσιάνικο κάθαρμα. Όμως ο θηλασμός την γαλήνευε.
- «...Καλησπέρα... Εεεε, ναι, ξέρεις, πρέπει να τελειώσω μερικά κράματα για τον κύριο Φράνκο...», κατάφερα να τραυλίσω προσπαθώντας να μην κοιτάζω το βυζί της.
- «Έλα μωρέ, κάτσε λίγο να τα πούμε! Η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Ο θείος είναι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, είμαι σίγουρη πως δεν θα τον πειράξει καθόλου μια μικρούλα καθυστέρηση!», παρακάλεσε με νάζι χαμογελώντας.
- «Εντάξει...», απάντησα ξεροκαταπίνοντας.
Ως τότε ήμουν σαν εκκρεμές ανάμεσα στην συνείδηση που μου έφερνε την αγαπημένη εικόνα της Ιρένε, και στον πόθο που με καλούσε να ορμήσω στην εξαδέλφη της. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, κατάλαβα πως δεν υπήρχε σωτηρία από τον πόθο που σιγόβραζε μέσα μου. Η προετοιμασία των κραμάτων πραγματικά δεν ήταν και τόσο χρονοβόρα. Μια ατυχής δικαιολογία ήταν που όμως δεν έπιασε.
- «Συγνώμη δυο λεπτά...», μου είπε καθώς το μωρό είχε αποκοιμηθεί πάνω της με την κοιλίτσα του πρησμένη.
Χωρίς να καλύψει το γυμνό στήθος, σηκώθηκε και έβαλε το νεογέννητο στην κούνια δίπλα μας. Το στήθος της, σκορπίζοντας σταγόνες γάλα από την ρώγα, κρέμονταν και ταλαντεύονταν σε κάθε της κίνηση σαν βαρύ μαστάρι. Το θέαμα με τρέλανε. Ξαναέκατσε χωρίς να το καλύψει και με ρώτησε με μια ευθύτητα και πρόκληση που δεν άφηναν πολλά περιθώρια:
- «Σου αρέσει; Θέλεις φρέσκο γαλατάκι;»
- «Ορίστε;!», ανταπάντησα έκπληκτος.
- «Το μαστάρι μου λέω, σου αρέσει; Έχω προσέξει πως με κοιτάς από τότε που ήρθα. Θες να με βυζάξεις; Εγώ πάντως δεν έχω πρόβλημα, απεναντίας το θέλω πολύ. Κατεβάζω πολύ περισσότερο γάλα απ’ όσο χρειάζεται το μωρό και θα με ξαλαφρώσεις από το επιπλέον βάρος αντί να το αντλήσω με τα χέρια όπως συνήθως. Δεν είναι ανάγκη να μάθει τίποτα η ξαδερφούλα μου, πρόκειται μόνο για έναν αθώο θηλασμό...», μου είπε ανασηκώνοντας με τα χέρια της το στήθος για να μου το προσφέρει γελώντας.
Τα λόγια της αντήχησαν περίεργα στα αφτιά μου, σταμάτησα πλέον να σκέφτομαι και άρπαξα στο στόμα μου όσο χωρούσε από το υπέροχο στήθος της. Της το βύζαξα με μανία καταπίνοντας αχόρταγα το γάλα της. Τα τραγίσια χείλια μου και τα δόντια μου είχαν κολλήσει στον πελώρια κόκκινο κύκλο ξεχειλώνοντάς τον ρυθμικά, ενώ κάθε τράβηγμα της ρώγας της έκοβε την ανάσα. Τα μάτια της είχαν γυρίσει προς τα πάνω, μισόκλειστα και δάγκωνε τα χείλη της. Η βαριά ανάσα της έγινε βογκητό, και το βογκητό έγινε μουγκρητό.
Μετά από μερικά λεπτά και αμέτρητα μουγκρητά, το στήθος της άδειασε αλλά συνέχισα να την βυζαίνω ανελέητα για μερικά λεπτά ακόμη. Η ηδονή ήταν απερίγραπτη! Το στήθος της ήταν μαγευτικό, λίγο μεγαλύτερο από της γυναίκας μου, λίγο πιο μαλακό και οι ρώγες λίγο πιο χοντρές. Την Ιρένε την βύζαινα συχνά, της άρεσε όσο κι εμένα. Όμως η αίσθηση του ζεστού γάλακτος ήταν πέρα από κάθε περιγραφή.
Έπειτα, τα χέρια μου έψαξαν μέσα στα ρούχα για το άλλο της στήθος και της έβγαλα έξω. Το στόμα μου ξεκόλλησε από την ξεχειλωμένη της ρώγα και άρπαξε την άλλη, γεμίζοντας την κοιλιά μου με το γλυκό της γάλα, συνεχίζοντας το δυνατό βύζαγμα, στραγγίζοντάς την μέχρι σταγόνα.
Η κατάσταση είχε ξεφύγει, φυσικά, από τα όρια ενός «αθώου θηλασμού». Ενώ την βύζαινα, άπλωσε το χέρι της και μου έπιασε το διάπυρο καυλί μου. Άρχισε να μου το παίζει στον ρυθμό που την βύζαινα. Κατέβηκε και μου το πήρε στο στόμα. Ήταν απίστευτη, πιο έμπειρη από την γυναίκα μου. Η γλώσσα και τα χείλη της ανεβοκατέβαιναν γλύφοντας και ρουφώντας από το κατακόκκινο κεφάλι μέχρι τα φουσκωμένα μου αρχίδια. Δεν άντεξα και πολύ και άρχισα να εκσπερματώνω στο λαίμαργο στόμα της που κατάπινε κάθε σταγόνα. Μουδιασμένοι και οι δύο, ανασηκωθήκαμε και ντυθήκαμε.
- «Σ’ ευχαριστώ πολύ», της είπα χαϊδεύοντας και χουφτώνοντας τα πελώρια γενναιόδωρα στήθη της πάνω από τα ρούχα.
- «Εγώ σ’ ευχαριστώ γλυκό μου βυζανιάρικο αρσενικό. Το βύζαγμά σου είναι το κάτι άλλο... εξαίσιο! Η ξαδερφούλα μου είναι πολύ τυχερή! Είχα πολύ καιρό να ακουμπήσω άντρα λόγω εγκυμοσύνης. Θέλω να το ξανακάνουμε. Όσο γάλα περισσεύει από το μωρό, και απ’ ότι διαπίστωσες είναι πολύ, είναι δικό σου... Θα είμαι η άτακτη αλλά διακριτική παραμάνα σου...», μου απάντησε όλο λαγνεία.
Πήγε στο δωμάτιό της κι εγώ στο χυτήριο. Δεν είχα πια όρεξη για δουλειά. Έξω στα σοκάκια ακούγονταν βήματα κι οπλές αλόγων. Από τις φωνές κατάλαβα πως κάποιον άτυχο είχε συλλάβει η Ιερά Εξέταση με την κατηγορία της αίρεσης. Ο φόβος της πυράς εκτόπισε την γλυκιά ηδονική αίσθηση που μου είχε αφήσει η ξαδέρφη της γυναίκας μου κι έτρεξα αμέσως να κρύψω τα σπάνια κι επικίνδυνα βιβλία περί αλχημείας, αστρολογίας και φιλοσοφίας που είχε ο γερο-Φράνκο στην βιβλιοθήκη...
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.