Το Φθινόπωρο προχωρούσε και τίποτε τα συνταρακτικό δεν είχε συμβεί με την αδελφή μου. Εξακολουθούσα να την παίρνω μάτι και να αυνανίζομαι για πάρτη της κανονικά, αλλά δεν είχαμε κάποια στενότερη «επαφή». Ένα μουντό απόγευμα, γύρισα σπίτι απ’ το φροντιστήριο και βρήκα τον πατέρα μου να με περιμένει. Το ύφος του δεν προμήνυε τίποτα καλό και αυτό αποδείχτηκε άμεσα.
- «Τι είναι αυτό Στέφανε;», ρώτησε απειλητικά, απλώνοντας μου το χέρι που κρατούσε το διαβόητο Άρλεκιν.
Χλόμιασα! Μέσα στις σελίδες του είχα καταχωνιάσει τις σέξι φωτογραφίες της Κικής... Περιμένοντας το τέλος του κόσμου που -σχεδόν- ήρθε με την συγκρατημένη οργή του γέρου μου:
- «Αν το μάθει η μάνα σου θα σε ευνουχίσει! Είσαι τρελός; Ανώμαλος; Θέλεις να διαλύσεις την οικογένεια;»
Με κατεβασμένο κεφάλι άκουγα το λιβανωτό, μη προσπαθώντας καν να ψελλίσω κάποια δικαιολογία. Κάποια αιωνιότητα μετά μαλάκωσε και αφού δήλωσα ότι δεν πρόκειται να ξανακοιτάξω (ερωτικά) την αδελφή μου, με άφησε μόνο μου να παλαντζάρω ανάμεσα στις τύψεις και τις ορμόνες που τόσο όμορφα είχε ξεσηκώσει η αγαπημένη αδελφούλα μου. Προφανώς κάποιο αντίστοιχο λογύδριο πρέπει να είχε υποστεί και η Κική, γιατί η αμφίεσή της έγινε λιγότερο προκλητική και το βλέμμα της απέφευγε το δικό μου όποτε συναντιόμαστε.
Το ‘ριξα στο διάβασμα... Σχολείο, φροντιστήριο, σπίτι! Αργά και που, κανένα καφεδάκι στη πλατεία με τα μπακούρια της συνομοταξίας μου... Μαλακίες δηλαδή...
....................................................
Στο φροντιστήριο, η «γκόμενα» της τάξης ήταν η Ντέπι. Ψιλοξέκωλο και εμφανώς καυλιάρα, «έπαιζε» με όλα τα λιγούρια της τάξης, ώσπου ήρθε και η σειρά μου! Νομίζοντας το βόδι (εγώ δηλαδή), ότι μπορούσα να γαμήσω επιτέλους, της τα έριξα χοντρά και -προς μεγάλη μου έκπληξη- είπε «ναι» όταν της πρότεινα να πάμε για καφέ.
Αφού ήπιαμε το καφεδάκι μας στη πλατεία Ηρακλείου και είπαμε όλες τις χαζομάρες που λένε οι έφηβοι, μαζί με όλα τα βλακώδη υπονοούμενα, της πρότεινα βολτούλα και ξεκινήσαμε να περπατάμε στα μονοπάτια πλάι στις γραμμές του ηλεκτρικού. Της έπιασα το χέρι χωρίς να προβάλει αντίσταση, βρήκαμε κι ένα παγκάκι απέναντι σε μια καμένη λάμπα κι αρχίσαμε τα φιλάκια.
Ακολούθησαν τα χαμουρέματα και τότε η Ντέπι μου ‘πιασε τον πούτσο! Ακόμα και στο σκοτάδι κατάλαβα την αλλαγή του ύφους της, ότι μάλλον ψιλοαπογοητεύτηκε.
- «Κομψό και χαριτωμένο...», μουρμούρισε.
Κόντευε να μου πέσει στο άκουσμα της δήλωσης Αλλά η Ντέπι τον κράταγε γερά! Άρχισε να μου τον παίζει, σχεδόν άγρια με κινήσεις γρήγορες και κοφτές... Έχυσα σε τρία λεπτά, αλλά εκείνη συνέχισε. Με το χέρι της γεμάτο χύσια προσπαθούσε να τον ξανακάνει σκληρό, αλλά μάταια. Δεν μου ξανασηκωνόταν με τίποτα. Ξαφνικά σηκώθηκε, έβγαλε την κιλότα της, σκουπίστηκε και μου την πέταξε στα μούτρα.
- «Στεφανάκη αγόρι μου, τα ξαναλέμε όταν... μεγαλώσεις...», είπε και έφυγε με γρήγορα βήματα προς το σταθμό.
Έμεινα σαν άγαλμα με τα παντελόνια κατεβασμένα να κρατάω μια λερωμένη κιλότα και να κοιτάω το σκοτεινό ουρανό. Δεν μου ‘φτανε η κατσάδα του γέρου μου, ο «αποκλεισμός» από το αντικείμενο του πόθου μου (την αδελφή μου), είχα και το σημερινό. «Θεέ μου! τι άλλο θα μου συμβεί;» αναρωτήθηκα. Και τότε, άρχισε να βρέχει.
......................................................
Ήμουνα χάλια! Στο φροντιστήριο οι γκόμενες με κοιτούσαν συγκαταβατικά (σίγουρα η Ντέπι είχε ανοίξει το στόμα της), στο σπίτι η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, τέλος πάντων, τίποτε δεν πήγαινε καλά. Εκτός από το διάβασμα.
Οι βδομάδες περνούσαν και η κατάσταση παρέμενε σκατά. Οι ορμόνες μου όμως (που τις είχα σε ψυχολογική καταστολή) ξαναξύπνησαν! Τα πράγματα σπίτι είχαν χαλαρώσει λιγάκι και πρόσεξα τα αδιόρατα μειδιάματα της Κικής, όποτε με κοιτούσε... Το ίδιο βράδυ, η ψωλή μου «τραγούδησε» για πάρτη της και αισθάνθηκα πολύ καλύτερα.
Το πρωί μάζεψα ότι χαρτζιλίκι είχα και κατέβηκα στον Πειραιά. Πήγα σ’ ένα διάσημο κοσμηματοπωλείο κοντά στο Δημοτικό Θέατρο και αγόρασα ένα λευκόχρυσο δαχτυλίδι 18 καράτια με ζαφειράκια... 47.500 δραχμές (τότε)! Οι οικονομίες εξαμήνου.
Με ανεβασμένο το ηθικό και με ύφος 30άρη, πήγα στο Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών που δούλευε η αδελφή μου (στη γραμματεία). Ξαφνιάστηκε που με είδε, αλλά μου χαμογέλασε κάπως πονηρά. Της είπα ότι ήθελα να βρεθούμε μόνοι και μου απάντησε ότι σε καμιά ώρα θα τα κατάφερνε να την κοπανήσει.
Περίμενα στο καφενείο του κυλικείου. Ήρθε σε μιάμιση ώρα, πάνω που είχα αρχίσει να απογοητεύομαι. Αφού είπαμε από κοινοτυπίες έως και τα σοβαρά θέματα που είχαν προκύψει, της είπα την περιπέτειά μου με την Ντέπι. Ήμουν ταραγμένος και βουρκωμένος. Η Κική με αγκάλιασε και με φίλησε τρυφερά στα χείλη. Πήγε στο πάγκο του κυλικείου και πήρε ένα τηλέφωνο. Δεν άκουγα τι έλεγε, αλλά σε λίγο γύρισε και μου είπε να φύγουμε. Δεν ρώτησα καν.
Πήραμε ένα ταξί και πήγαμε Φρεαττύδα. Μπήκαμε σε μια πολυκατοικία και η Κική κτύπησε ένα κουδούνι. Μας άνοιξε η Έφη, μια φίλη της αδελφής μου. Μετά τις χαιρετούρες κλπ., η Έφη πήρε τη τσάντα της και μας χαιρέτησε. Μόλις έκλεισε η εξώπορτα, συνειδητοποίησα ότι ήμουν μόνος με την αδελφή μου. Μια απίστευτη χαρά με πλημμύρισε και ο πούτσος μου άρχισε να στριφογυρίζει κάτω από το τζιν μου.
Δίχως να πούμε λέξη, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε με πάθος. Την έγδυσα και με έγδυσε χωρίς να σταματήσουμε να φιλιόμαστε. Τελείως γυμνοί, κοιταχτήκαμε και ξαναγκαλιαστήκαμε. Ο πούτσος μου ήταν πέτρα και κοντράριζε τη τρυφερή κοιλίτσα της. «Έτσι πρέπει να είναι ο Παράδεισος…», σκέφτηκα.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι της Έφης και αρχίσαμε τα χάδια. Με απαλές κινήσεις, η αδελφή μου με αυνάνιζε (όχι πως το ‘χα ανάγκη) και εγώ της έγλειφα τις απίστευτα ορθωμένες ρώγες της. Μου τον πήρε μαλακά στο στόμα και με τη γλώσσα της μ’ έστειλε στον έβδομο ουρανό. Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Έχυσα και νόμιζα πως δεν θα σταματούσα να χύνω. Εκείνη χαμογέλασε και σκούπισε τα χείλη της. Ξαπλώσαμε ανάσκελα χέρι - χέρι για λίγο. Δεν σκεφτόμουν, δεν είχα καμία ανάγκη, δεν ήθελα τίποτα. Μόνο να της κρατάω το χέρι.
Μετά από -δεν ξέρω πόση ώρα, αλήθεια- κάποιο χρονικό διάστημα, αρχίσαμε να φιλιόμαστε πάλι. Όχι άγρια αυτή τη φορά, αλλά με τρυφερό πάθος. Δεν ξέρω πως να το περιγράψω. Ήταν απλά τέλεια. Η ψωλή μου ήταν όρθια, περήφανη και έτοιμη. Η Κική γύρισε «σκαμνάκι» κι εγώ κόντεψα να πεθάνω από την έκσταση. Μου προσέφερε το μουνάκι της. Θεέ μου σ’ ευχαριστώ! Προσευχήθηκα και μπήκα τρυφερά μέσα της.
Αν υπάρχει μια στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου που μπορεί να πει ότι ακούμπησε την απόλυτη ευτυχία. Εκείνη η στιγμή ήταν η δική μου. Κάναμε έρωτα ξανά και ξανά. Κάθε φορά όλο και καλύτερα ο πούτσος μου έμπαινε στο γλυκύτερο μουνί του κόσμου, το εξερευνούσε και το ύγραινε, το θεοποιούσε και το λάτρευε.
Είχε νυχτώσει πια όταν ντυθήκαμε. Έτσι! Άπλυτοι, καλυμμένοι απ’ τους χυμούς του έρωτα. Ένα ζωντανό έργο τέχνης φτιαγμένο από τα υγρά μας πάνω στα σώματά μας. Καθίσαμε στο σαλόνι της Έφης και έβγαλα το δαχτυλίδι. Χωρίς να πω λέξη, της το πέρασα στο δεξί παράμεσο. Φιληθήκαμε μ’ ένα φιλί που κράτησε για πάντα. Σε λίγο ήρθε η Έφη και αφού την ευχαρίστησε η Κική, φύγαμε. Γυρίσαμε χωριστά σπίτι, αλλά ήμασταν πια ανδρόγυνο.
...................................................
Έχουν περάσει χρόνια από τότε.. Η Κική είναι παντρεμένη κι εγώ επίσης, αλλά το πραγματικό ζευγάρι είμαστε εμείς και δεν χάνουμε ευκαιρία να το αποδεικνύουμε... Εξάλλου η Κική δεν έχει βγάλει ποτέ το δαχτυλίδι..
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.