Το e-mail μου είναι το:
Είχα τις επιτυχίες μου, αλλά το έριχνα πολύ στο ρομάντζο και έχανα ευκαιρίες. Δεν πήγαινε το μυαλό μου ότι οι... ευαίσθητες συνομήλικες μου είχαν το νου τους στο γρήγορο γαμήσι. Και κυρίως, πού να πάει το μυαλό μου ότι θα με «ξέβγαζε» η γυναίκα που θα σας πω.
Λίγες μέρες πριν πάω φαντάρος, το 1992, 19 ετών τότε , αραχτός στο εξοχικό μας κάπου στην Ραφήνα. Σάββατο πρωί, όπως συνήθως, σκάει η κουμπάρα μας για το διήμερο. Πώς έγινε η κουμπαριά; Η Ελένη, οικογενειακή φίλη των γονιών μου, τότε 40 χρονών, που όταν ήμουν στα έξι μου είχαν αποφασίσει να βαφτίσω το παιδί τους. Με τους γονείς ουσιαστικά η κουμπαριά, απλά δια δικών μου χεριών.
Πολύ ωραία γυναίκα, μελαχρινή, καλό κορμί, σοβαρή επαγγελματίας και στο ντύσιμό της. Μαζί με τον άντρα της, αλλά όχι αγαπημένοι, τυπική συμβίωση, έτσι κι αλλιώς ο τύπος έλειπε πολλούς μήνες έχοντας ανοίξει επιχείρηση κάπου στην Στερεά Ελλάδα κι έμενε εκεί.
Το πώς έσβηνε τις μοναξιές της, δεν με είχε απασχολήσει. Άκουγα κάτι σούσουρο, για σχέσεις με ένα μεγάλο κεφάλι της δουλειάς της, αλλά στην τελική δεν μου έπεφτε και λόγος. Εγώ πάντα την γούσταρα σαν ένα άπιαστο όνειρο, τον έπαιζα για πάρτη της, αλλά μέχρι εκεί. Είπαμε, αρκετά απονήρευτος και «κότα», δεν είχα σκεφτεί καν κάτι παραπάνω.
Μπαίνει στο σπίτι, εγώ ύπνο του καλού καιρού. Οι δικοί μου για μπάνιο από νωρίς, λες και... έκλεινε η θάλασσα. «Άντε κοιμήσου τώρα, γιατί στον στρατό έχει πρωινά» ακούω την φωνή της και νιώθω το τυπικό φιλί της για την «καλημέρα». «Θα τα πούμε το μεσημέρι». Εξαφανίστηκε, πήγε για μπάνιο. Εγώ αργότερα και σε άλλη παραλία, με τους κολλητούς μου. Το μεσημέρι γύρισα την ώρα που κοιμόντουσαν. Οι γονείς μου δηλαδή, γιατί η Ελένη ήταν στο δωμάτιο που μοιραζόμασταν όποτε ερχόταν εκεί (εξοχικό σπιτάκια με δύο υποτυπώδη δωμάτια) και διάβαζε.
Μπλουζάκι, σορτσάκι και εσώρουχα όπως διέκρινα κάτω από τα λευκά ρούχα. «Γύρισες τόσο νωρίς; Πάνω που ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ» μου λέει. «Άντε καλή ξεκούραση της λέω» και πάω για ντους. Στην επιστροφή, πρώτη έκπληξη. Είχε βγάλει την μπλούζα, κοιμόταν με ένα λευκό, τυπικό σουτιέν και τα κάτω τα φορούσε όλα. «Ρε πούστη, παίζει με τον πόνο μου» σκέφτηκα. Ξάπλωσα με ένα μποξεράκι, χάζευα μια αθλητική εφημερίδα, αλλά μετά από κάθε λέξη, τα μάτι μου εκεί. Καύλωσα σε χρόνο μηδέν «ούτε μαλακία δεν μπορώ να παίξω» σκέφτηκα με εκείνη εκεί.
Γύριζε στο κρεβάτι, μία τούρλωνε τον κώλο, μία από την άλλη έβλεπα το βυζί να ξεχειλίζει από το σουτιέν. Τέντα εγώ στο μποξεράκι. Με τα πολλά, λαγοκοιμήθηκα.
«Εμείς φεύγουμε», άκουσε στη νιρβάνα μου μετά από καμιά ώρα. Ήταν οι γονείς μου. «Θα τα πούμε το βραδάκι» την άκουσα να λέει. Έφυγαν αυτοί, ήρθε εκείνη. «Άντε τεμπελάκο, θα πιούμε καφεδάκι ή θα αφήσεις μόνη της την καλεσμένη»; Έκανα να σηκωθώ, αλλά είχε ξεχάσει την... επίδρασή της. Με κοίταξε, γέλασε, δεν κώλωσε (αφού το ήθελε όπως φάνηκε). «Τι έβλεπες στον ύπνο σου ρε συ;» με ρώτησε. «Εσένα» της είπα ξερά και χαμογέλασα. «Μια χαρά το βρίσκω τον κουμπάρο, θα καλοπερνάει η γκόμενα» ξαναείπε. «Ναι, να είχα κιόλας», απάντησα. Το τελειώσαμε εκεί. Αυτή δηλαδή, γιατί εγώ τελείωσα λίγο αργότερα. Στο μπάνιο. Με το κάτω μέρος του μαγιό της να το γλύφω και να τον παίζω. Αρρώστια με είχε πιάσει. Και κώλωνα ο μαλάκας.
Το βράδυ βγήκα, ως συνήθως ξημερώθηκα. Γύρισα πιωμένος στα όρια του φτιαγμένου, όταν είχε φέξει. «Και νόμιζα ότι έφυγες», μου λέει. Την ξύπνησα. «Πού να πάω ρε κουμπάρα; Άσε λίγες μέρες που μου έμειναν. Γδύθηκα με την μία, έμεινα με το μπόξερ, πήγα να ξαπλώσω. «Να σου πω», μου λέει και κάνει νεύμα προς τα εκεί. «Έλα να μην φωνάζουμε και ξυπνήσουμε τους δικούς σου μου λέει».
Πήγα. «Τι θες μωρέ μέσα στον ύπνο σου»; Τι ήταν να ρωτήσω. «Αυτό το έχωσες πουθενά απόψε»; ρωτάει και... πιάνει. Κοκκίνισα, πρασίνισα, πάει λέω, πολύ ήπια και ονειρεύομαι όρθιος. Στα δύο λεπτά που το χάιδευε πάνω από το μπόξερ, έχυσα. Έβαλε μέσα δυο δάχτυλα, πήρε λίγο υγρό, το έγλυψε. «Άντε κοιμήσου τώρα. Εγώ δεν θα το αφήσω έτσι το κουμπαράκι μου να πάει στρατό», μου λέει.
Σε 1-2 ώρες τα ίδια. «Ελένη πάμε για μπάνιο», οι γονείς μου. «Θα έρθω μετά, θέλω λίγο ύπνο ακόμα», αυτή. Πλησίαζε η ώρα και εγώ είχα μείνει. Έφυγαν. Σηκώθηκε και σα να μην συμβαίνει τίποτα γδύθηκε. Το στήθος τέλειο όπως φαινόταν από το σουτιέν. Το μουνί περιποιημένο, όχι τελείως ξυρισμένο. Τα πόδια το δυνατό της σημείο. Ήρθε κάθισε δίπλα μου και άρχισε να με χαϊδεύει. «Κάνε εσύ παιχνίδι» της είπα. «Εγώ μάλλον ξέρω λίγα μπροστά σου». Γέλασε και έσκυψε. Πίπα από την Θεά. Αλλά δύο λεπτά άντεξα. «Σόρρυ» είπα. «Μπα, καλύτερα, να φύγουν τα χοντρά», γέλασε. «Μετά σε θέλω καλό».
Με σήκωσε, ξάπλωσε και μου είπε να την γλύψω. Άρχισα άγαρμπα, σαν πεινασμένος, ειδικά στο μουνί την δάγκωσα και ούρλιαξε, πριν βάλει τα γέλια. «Κάνε ό,τι σου έρχεται, μου αρέσει», είπε.
Αν δεν έλεγε ψέματα, έχυσε δυο φορές με γλείψιμο. Κώλο έγλυφα, μουνί, έβαζα δάχτυλα, σαν ζώο έκανα. Της άρεσε, αυτό ήταν εμφανές. Ξαφνικά με μια... λαβή, με καβάλησε. Πάνω - κάτω, μου ήρθε πάλι.
Το ένιωσε, σιγά και δεν θα καταλάβαινε. «Μέσα, όλα μέσα», είπε και δεν της χάλασα χατίρι. Δεν άντεχα άλλο, το ουίσκι κόντευε να βγει από την μύτη μου. Το απόγευμα έφυγε. Αλλά από την ζωή μου, άργησε να φύγει έξι - εφτά χρόνια. Μάλλον από το... καυλί μου, γιατί αυτή ήταν η αρχή ενός ιδιόρρυθμου δεσμού.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.