Η Μαίρη ήταν μια μικροκαμωμένη σέξι ξανθούλα, τα μαλλιά της μάλλον ήταν βαμμένα και έπεφταν ακατάστατα τριγύρω στο νόστιμο προσωπάκι της με τα σαρκώδη χείλια. Η Ελίζα αντίθετα ήταν μελαχρινή, με μακριά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της και μια γνήσια αριστοκρατική ομορφιά που ήταν τελείως αντίθετη με το φτηνό επαρχιώτικο παρουσιαστικό της φίλης της. Η Ελίζα είχε και μια καταπληκτική κορμάρα με μακριά ψηλά καλοφτιαγμένα πόδια και δυο βυζάρες που τέντωναν απειλητικά το ύφασμα του φορέματός της και κουνιόντουσαν ρυθμικά σε κάθε κίνησή της.
Η Μαίρη φορούσε ένα εφαρμοστό μπλουζάκι και κολλητό τζιν παντελόνι, ενώ η Ελίζα ένα περισσότερο στενό φόρεμα. Ύστερα από πολλά παρακάλια το προηγούμενο βράδυ η Μαίρη είχε πείσει την Ελίζα να κοντύνει το φόρεμα και έτσι τώρα μόλις που έφτανε στη μέση των μπουτιών της. Πολλά αντρικά βλέμματα είχαν καρφωθεί στα πόδια της Ελίζας μέχρι να φτάσουν και να μπουν στο μαγαζί. Προχώρησαν στο τμήμα με τα γυναικεία εσώρουχα. Εξέταζαν προσεκτικά τα λεπτοκαμωμένα νυχτικά, τα σλιπ και τα σουτιέν. Η Ελίζα έτρεμε από το φόβο της. Είχε σχεδόν παραλύσει.
- «Ηρέμησε», της ψιθύρισε η Μαίρη «Ποιο απ’ όλα σ’ αρέσει;»
- «Εε... να, αυτό εδώ», είπε η Ελίζα δείχνοντας ένα μικρό άσπρο δαντελωτό σλιπάκι μ’ ένα σετ ζαρτιέρες απ’ το ίδιο ύφασμα.
- «Κανείς τριγύρω;», ψιθύρισε πάλι η Μαίρη.
Η Ελίζα έριξε μια βιαστική ματιά γύρω της.
- «Όχι…», απάντησε με την ψυχή στο στόμα απ’ την αγωνία της.
Η Μαίρη έβγαλε το σλιπάκι από την κρεμάστρα του και έκανε πως το εξετάζει καλύτερα. Μετά γύρισε απότομα και το σλιπάκι της έπεσε στο πάτωμα. Έσκυψε να το πιάσει και με μια γρήγορη κίνηση το έχωσε μέσα στη μεγάλη τσάντα που είχε κρεμασμένη απ’ τον ώμο της. Η Ελίζα έπρεπε τελικά να παραδεχτεί πως η φίλη της είχε ενεργήσει έξυπνα και είχε δίκιο. Ήταν πολύ απλό!
Η Μαίρη εξακολουθούσε να ψάχνει τριγύρω σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Διάλεξε για τη ίδια ένα διάφανο μπέιμπι ντολ και κάνοντας τις ίδιες κινήσεις το πέταξε κι αυτό στην τσάντα της. Ύστερα από λίγη ώρα ακόμα που πέρασαν ψάχνοντας τα εσώρουχα, οι δύο κοπέλες κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Ακριβώς μπροστά στην πόρτα ένας άντρας τους έκλεισε το δρόμο και τις σταμάτησε. Τους έδειξε μια ταυτότητα αστυνόμου.
- «Ας ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτή την τσάντα δεσποινίς».
- «Τρέχα!», φώναξε η Μαίρη στη φίλη της ενώ ταυτόχρονα εκσφενδόνισε την τσάντα της στο πρόσωπο του αστυνομικού.
Εκείνος δεν έχασε την ψυχραιμία του. Απέφευγε με μια κίνησή την τσάντα και άρπαξε απ’ το μπράτσο την Μαίρη. Με την Ελίζα δεν δυσκολεύτηκε σχεδόν καθόλου γιατί είχε παγώσει ακίνητη στη θέση της. Ο αστυνομικός έπιασε απ’ τα μπράτσα αποφασιστικά τις δύο κοπέλες και τις τράβηξε ξοπίσω του.
- «Από εδώ παρακαλώ...»
- «Ω θεέ μου!», ψέλλισε η Ελίζα και έβαλε τα κλάματα καθώς ο αστυνομικός την οδήγησε έξω από το μαγαζί και μετά κατευθύνθηκε προς το πίσω μέρος του κτιρίου.
Τις πέρασε μέσα από τις αποθήκες και τελικά έφτασαν σε ένα μικρό γραφείο. Έσπρωξε τις δυο μαθήτριες στον τοίχο κι εκείνος κάθισε σ’ ένα γραφείο που ήταν ανάμεσα στα κορίτσια και την πόρτα.
- «Λοιπόν...», άρχισε να μιλάει. «Ώστε έτσι ε; Κλέβουμε τα μαγαζιά!»
Άνοιξε την τσάντα που την είχε μαζέψει απ’ το πάτωμα, έβγαλε από μέσα τα κλεμμένα εσώρουχα και τα πέταξε πάνω στο γραφείο του.
- «Συγγνώμη, κύριε…», ψέλλισε η Ελίζα. «Δεν ξέραμε τι κάναμε…»
- «Σωστά!», είπε εκείνος. «Δώστε μου τώρα τους αριθμούς των τηλεφώνων σας. Πρέπει να ενημερώσω τους γονείς σας για όλα αυτά».
- «Η μητέρα μου θα λείπει ολόκληρο το Σαββατοκύριακο. Έτσι ατύχησες! Δεν θα ειδοποιήσεις κανέναν!», του είπε προκλητικά η Μαίρη.
- «Αλήθεια;», είπε ειρωνικά ο άντρας. «Κι εσύ;»
- «Εγώ, εγώ απλώς μένω με την Μαίρη για το Σαββατοκύριακο…», ψέλλισε φοβισμένα η Ελίζα.
«Καλά, αλλά δεν μου είπες το τηλέφωνό σου. Έλα για δώσε μού το».
- «Μη, σας παρακαλώ. Μην πείτε τίποτε στους γονείς μου. Θα με σκοτώσουν αν το μάθουν. Στ’ αλήθεια θα με σκοτώσουν!»
- «Για να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση…», είπε ο αστυνομικός με πιο ήρεμη φωνή τώρα. «Εσύ μένεις μαζί της για το Σαββατοκύριακο και η μητέρα της λείπει. Σωστά;»
- «Ναι…», είπε η Ελίζα.
Ο αστυνόμος έκατσε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του και στο φαλακρό κεφάλι του γυάλισαν μερικές σταγόνες ιδρώτα.
- «Πολύ καλά λοιπόν!», είπε. «Απλώς θα πάμε μαζί στο αστυνομικό τμήμα και θα το αναφέρω...»
- «Αχ όχι! Σας παρακαλώ!», κλαψούρισε η Ελίζα. «Σας παρακαλώ! Δεν θα το ξανακάνουμε ποτέ! Θα τα πληρώσουμε αυτά και δεν θα το ξανακάνουμε. Θα κάνουμε τα πάντα, φτάνει να μην το πείτε σε κανέναν!»
Ο άντρας γέλασε.
- «Τα πάντα;»
Η Μαίρη δεν είχε ιδέα τι εννοούσε ο άντρας αλλά κι αυτή μαζί με την Ελίζα είπε ναι. Ο άντρας πήρε κάποιο τηλέφωνο χωρίς να πάρει ούτε δευτερόλεπτο τα μάτια του από πάνω τους.
- «Ναι Τάσο, αυτό εδώ είναι πραγματικά διαβολική τύχη. Τι; Ναι δύο... Μια ξανθιά και μια μελαχρινή. Και σου λέω κούκλες. Εντάξει; Θα σε δω. Γεια!»
Έκλεισε το ακουστικό.
- «Ίσως τελικά να είστε τυχερές. Ίσως τα καταφέρετε να ξεμπλέξετε χωρίς να χρειαστεί να σας καταγγείλω και να σας κλείσουν μέσα όλο το Σαββατοκύριακο».
- «Αχ ναι!», είπε η Ελίζα. «Ότι πείτε εσείς κύριε και δεν θα το ξανακάνουμε ποτέ πια!»
Ο άντρας έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου του μερικά χαρτιά. Έγραψε κάτι σε δύο χαρτιά και τα έσπρωξε πάνω στο γραφείο προς το μέρος των κοριτσιών.
- «Αυτά εδώ γράφουν ότι θα κάνετε οτιδήποτε σας ζητήσουμε σαν αντάλλαγμα για το πρόστιμο της κλοπής. Υπογράψτε».
Η Ελίζα διάβασε το ένα χαρτί. Έμοιαζε αρκετά επίσημο. Ο άντρας έδειχνε ανυπόμονος. Η κοπέλα χωρίς να το πολυσκεφτεί, υπόγραψε το χαρτί και το ίδιο έκανε και η Μαίρη.
- «Πολύ καλά!», είπε ο αστυνομικός «Τώρα πια και να το μετανιώσετε είναι αργά. Ακολουθείστε με».
Τα κορίτσια τρομοκρατημένα από τις τελευταίες λέξεις του τον ακολούθησαν σαν υπάκουα σκυλάκια. Τις οδηγούσε μέσα από έναν μακρύ διάδρομο σε ένα ασανσέρ για εμπορεύματα. Κατέβηκαν σ’ ένα υπόγειο που ήταν γεμάτο σωλήνες και μπάζα. Στη συνέχεια μπήκαν σ’ ένα μεγαλύτερο δωμάτιο που μέσα υπήρχε ένα τραπέζι και αρκετές καρέκλες. Δεν υπήρχαν καθόλου παράθυρα. Μέσα σε μια ενοχλητική ησυχία τα δύο κορίτσια στέκονταν φοβισμένα κοιτώντας η μια την άλλη με απορία. Ακούστηκε ήχος βημάτων έξω από το δωμάτιο. Άνοιξε η πόρτα του δωματίου και δυο θεόρατοι αστυνομικοί με στολή μπήκαν μέσα.
- «Όχι!», φώναξε η Ελίζα. «Μας είπες ότι δεν...»
- «Σκασμός!», φώναξε κοφτά ο ένας από τους δυο μπάτσους.
Τις πλησίασε και τις κοίταξε εξονυχιστικά από την κορυφή ως τα νύχια.
- «Βρε! βρε! Λοιπόν Ρόναλντ έκανες πολύ καλή δουλειά. Μπράβο φίλε!»
- «Σας ευχαριστώ παιδιά!», είπε ο φαλακρός που τον φώναζαν Ρόναλντ. «Πότε θα αρχίσει το πάρτι;»
- «Όχι πριν από δύο ώρες…», είπε ο άλλος αστυνομικός.
- «Θα πρέπει να γυρίσω πάνω στο μαγαζί….», είπε ο Ρόναλντ. «Γι’ αυτό δώστε μου για λίγο την ξανθιά για ένα στα όρθια!»
- «Μα και βέβαια Ρόναλντ!», είπε ο πρώτος αστυνομικός.
Στράφηκε προς τα φοβισμένα κορίτσια.
- «Λοιπόν δεσποινιδούλες μου... Δεν μου είπατε τα ονοματάκια σας ακόμα...»
- «Εμένα με λένε Μαίρη κι αυτή είναι η φίλη μου η Ελίζα».
- «Υπέροχα! Να με υπακούτε σε ότι λέω και θα περάσουμε όλοι μας μια χαρά. Εγώ είμαι ο Τάσος κι αυτός είναι ο Τάκης. Αλλά ειδικά εσείς ο δυο θα μας φωνάζετε «Κύριε». Το καταλάβατε;»
- «Κύριε!», είπαν με μια φωνή οι δυο μαθήτριες ενώ ο φόβος τις είχε παραλύσει.
- «Μπράβο! Επειδή όμως ο φτωχός γερο-Ρόναλτ πρέπει να γυρίσει πίσω στη δουλειά του δεν πρέπει να καθυστερήσουμε…»
Έδειξε με το δάχτυλό του την Μαίρη.
- «Βγάλε το τζιν σου ομορφούλα»
- «Τι;», ψέλλισε έκπληκτη η Μαίρη. «Αχ θεέ μου όχι! Όχι αυτό το πράγμα!»
Ασυναίσθητα πισωπάτησε μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε στον παγωμένο τοίχο. Ο αστυνομικός χαμογέλασε άσχημα.
- «Δεν υπέγραψες κάποιο χαρτί;», ρώτησε, ενώ ταυτόχρονα πλησίασε την Μαίρη που έτρεμε.
- «Ναι...», ψιθύρισε αυτή.
- «Τότε θα κάνεις αυτό που σου λέω. Βγάλε αμέσως αυτό το κωλοπαντέλονο!»
- «Όχι, όχι δεν θα με αναγκάσεις να το κάνω αυτό... Μηηηηη!! Όχι! Άσε με να φύγω!»
Ο μπάτσος έπιασε την Μαίρη με τα δυο του χέρια και την σήκωσε ψηλά στους ώμους του. Ο Ρόναλντ άνοιξε ένα συρτάρι κάτω απ’ το τραπέζι και έβγαλε έξω μια κουλούρα σχοινί.
- «Όχι! Μη!», ούρλιαξε πανικόβλητη η Μαίρη.
Προσπάθησε να παλέψει αλλά ο μπάτσος ήταν πολύ πιο δυνατός. Την ακινητοποίησε και ο Ρόναλντ με γρήγορες επιδέξιες κινήσεις έδεσε τους καρπούς των χεριών της με το σχοινί. Αμέσως μετά πέρασε το σχοινί από μια σωλήνα που περνούσε ψηλά στο ταβάνι και το τέντωσε τόσο ώστε η Μαίρη βρέθηκε κρεμασμένη με τις μύτες των ποδιών της μόλις να ακουμπάνε στο πάτωμα. Η μαθήτρια γρήγορα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να αλλάξει την κατάσταση.
Ο Τάσος δεν έχασε καθόλου χρόνο. Ξεκούμπωσε το παντελόνι της Μαίρης και με μια απότομη κίνηση το κατέβασε χαμηλά στα πόδια της. Ο Τάκης τράβηξε το σχοινί που κρεμόταν η κοπέλα και το κορμί της σηκώθηκε ψηλότερα. Η Μαίρη ούρλιαζε απ’ τον πόνο και ο Τάσος ανενόχλητος της έβγαλε τελείως το παντελόνι και το πέταξε μακριά. Η Μαίρη στριφογύρισε στον αέρα καθώς κρεμόταν από το σωλήνα του ταβανιού και τα ξανθά μαλλιά της ανέμισαν τα νεανικά βυζάκια της τρεμοπαίξανε κάτω από την μπλούζα της, μιας και η νεαρή μαθήτρια δεν φορούσε ποτέ της στηθόδεσμο. Απόμεινε φορώντας το μπλουζάκι της, το μικροσκοπικό κιλοτάκι της και τα παπούτσια της.
Η Ελίζα το ίδιο τρομοκρατημένη με τη φίλη της ζάρωσε σε μια γωνιά. Καταλάβαινε ότι αυτά που πάθαινε η Μαίρη θα μπορούσε πολύ εύκολα να συμβούν και στην ίδια. Κάρφωσε το βλέμμα της στην πόρτα και άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα κατάφερνε να το σκάσει από ‘κει μέσα.
- «Γλύκα μου, ήρθε η ώρα να σου μάθουμε τι σημαίνει σωστή συμπεριφορά…»
Η Μαίρη γούρλωσε τα μάτια της από τρόμο και ούρλιαξε καθώς είδε τον Τάσο να βγάζει την δερμάτινη ζώνη του από το παντελόνι και να τυλίγει στο χέρι του απειλητικά την μια άκρη της.
- «Μη! Όχι αυτό! Θεέ μου! Όχι!»
Ο άντρας την πλησίασε, σήκωσε το χέρι του ψηλά και κατέβασε με δύναμη τη ζώνη στον κώλο της κρεμασμένης μαθήτριας. Το λεπτό κιλοτάκι δεν πρόσφερε καμιά προστασία και μια λεπτή κόκκινη γραμμή φάνηκε πάνω στα κάτασπρα κωλομάγουλα της ξανθιάς.
- «Αααχχχ!» το ουρλιαχτό τη Μαίρης αντήχησε ολόγυρα στο δωμάτιο.
Η κοπέλα ούρλιαξε ξανά καθώς η ζώνη έπεσε και πάλι αδίστακτα στον τρυφερό πισινό της. Στη σάρκα της φάνηκε άλλη μια κόκκινη γραμμή.
- «Ααααχχχ! Μη! Σε παρακαλώ! Σταμάτα! Άστε μας να φύγουμε!!»
Η Μαίρη στριφογύρισε στα σχοινιά που την κρατούσαν κρεμασμένη, αλλά αυτό δεν την γλίτωσε από το νέο δυνατό χτύπημα της δερμάτινης λουρίδας που προσγειώθηκε μανιασμένα στην σάρκα της που ζεματούσε.
- «Νιώθεις έτσι μη να υπακούσεις τώρα;», ρώτησε ο Τάσος.
- «Ναι, ναι, ναι!», ούρλιαζε η Μαίρη.
- «Ναι τι;», ρώτησε άγρια ο Τάσος ξαναχτυπώντας την.
- «Ναι, κύριε!», ούρλιαζε η Μαίρη.
Η Ελίζα την ίδια στιγμή έτρεξε μ’ όλη την δύναμη που της έδινε η απελπισία της προς την πόρτα. Την έσπρωξε και η πόρτα άνοιξε αμέσως. Άρχισε να τρέχει πανικόβλητη. Δεν κατάφερε όμως να πάει πολύ μακριά. Σ’ ένα λεπτό χάθηκε στο τεράστιο υπόγειο. Προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από ένα σωρό σωλήνες αλλά την ίδια στιγμή ένα στιβαρό χέρι άρπαξε τον ώμο της.
- «Ηλίθιο πουτανάκι!», είπε ο Τάκης βουτώντας την και σηκώνοντας την στον αέρα την ξαναέφερε πίσω στο δωμάτιο.
- «Κάτσε εδώ και κοίτα!»
Η Ελίζα τρομοκρατημένη και τρέμοντας απόμεινε ακίνητη εκεί που την άφησε ο Τάκης. Ο Τάσος είχε ξεκρεμάσει την ξανθιά φίλη της από την σωλήνα. Η Μαίρη έτριβε τα πονεμένα κωλομέρια της και τους καρπούς της που την πονούσαν φριχτά.
- «Γονάτισε!», την πρόσταξε ο Τάσος.
Αμέσως η Μαίρη έκανε αυτό που της ζήτησε. Ο Ρόναλντ ήρθε και στάθηκε ακριβώς μπροστά στο φοβισμένο κορίτσι.
- «Άνοιξε το παντελόνι του!», είπε ο Τάσος.
Η Μαίρη τρέμοντας άπλωσε το χέρι της και κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του Ρόναλντ.
- «Βγάλε του πούτσο του έξω!», είπε ο Τάσος.
Ακούμπησε με την πλάτη του πίσω στον τοίχο και άναψε τσιγάρο απολαμβάνοντας το θέαμα. Η Μαίρη με χέρια που έτρεμαν ακόμα έψαξε μέσα στο βρακί του Ρόναλντ και βρήκε το καυλί του. Το έβγαλε έξω και ο φόβος της μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Μπροστά στα τρομαγμένα της μάτια παρουσιάστηκε ένα πελώριο χοντρό και σκληρό καυλί με το πουτσοκέφαλο του τεράστιο και πρησμένο. Στην άλλη γωνιά του δωματίου η Ελίζα ένιωσε ότι θα λιποθυμούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχανε μπλέξει σ’ αυτή την παγίδα. Η Ελίζα ήταν παρθένα και κόντευε να πάθει κρίση υστερίας στην σκέψη ότι θα την βίαζαν. Η Μαίρη της είχε πει ότι εκείνη δεν ήταν παρθένα.
- «Εντάξει Ρόναλντ!», ακούστηκε η φωνή του Τάσου. «Τώρα μπορείς να της κάνεις ότι γουστάρεις!»
- «Γλείψε τον μου!», διέταξε ο Ρόναλντ.
- «Αχ! Όχι!», πήγε να ψιθυρίσει η Μαίρη αλλά ο άντρας έσπρωξε προς τα μπρος τον πούτσο του και της τον ακούμπησε στα χείλια.
- «Ρούφηξε τον στο στόμα σου!», είπε ο Ρόναλντ.
- «Όχι, όχι!», κλαψούρισε η Μαίρη.
Ο Ρόναλντ αγριεμένος την βούτηξε από τα ξανθά μαλλιά και την ανάγκασε να γυρίσει προς τον Τάσο. Εκείνος βαριεστημένα πλησίασε και χωρίς να πει λέξη κατέβασε την δερμάτινη λουρίδα με δύναμη πάνω στα βυζιά της Μαίρης σημαδεύοντας την άσχημα. Το ουρλιαχτό της κοπέλας γέμισε το δωμάτιο και η Ελίζα έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και έβαλε τα κλάματα.
- «Τι είπαμε ότι θα κάνεις όταν σου λέμε κάτι;», την απείλησε ο Τάσος».
Ο Τάσος στριφογύρισε πάλι την ξανθιά μαθήτρια προς το μέρος του και έσπρωξε ξανά τον πούτσο του πάνω στα χείλια της. Την τράβηξε γερά απ’ τα μαλλιά και την ανάγκασε να ανοίξει τα χείλια της για να χώσει το χοντρό καυλί του βαθιά μέσα στο στόμα της. Η Μαίρη κόντεψε να πνιγεί καθώς το τεράστιο παλούκι του αστυνομικού της μπούκωσε το στόμα. Χωρίς να βιάζεται ο Ρόναλντ έσπρωξε πίσω το ξανθό κεφάλι της μαθήτριας μέχρι που ένιωσε τα καυτά χείλια της να βρίσκονται γύρω από το πουτσοκέφαλο του.
- «Τώρα τσουλάκι, όταν εγώ θα σου λέω γλείψε τον, εσύ τι θα απαντάς;», την ρώτησε άγρια.
«Μα... Μάλιστα κύριε…», ψέλλισε μπουκωμένη η Μαίρη.
- «Μπράβο! Και τώρα πάρε μου μια πίπα στα γρήγορα γιατί πρέπει να γυρίσω και στη δουλειά μου. Και πρόσεξε να κάνεις καλή δουλειά γιατί αλλιώς την έβαψες. Θα τα ρουφήξεις όλα με το υπέροχο στοματάκι σου. Μην τυχόν σου ξεφύγει καμιά σταγόνα ψωλόχυμα όταν θα σε χύσω γιατί τότε πραγματικά θα ‘χεις πολλούς μπελάδες!»
Η Ελίζα παρακολουθούσε τρομαγμένη την φίλη της να παίρνει στο στόμα της τον θεόρατο πούτσαρο του άντρα. Η νεαρή ξανθιά κλαίγοντας με τον πισινό της κατακόκκινο από τα βίαια χτυπήματα της λουρίδας, είχε κλείσει τα μάτια της και ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της υποταγμένη, ρουφώντας στα τρεμάμενα χείλια της το πελώριο κρεάτινο παλαμάρι του Ρόναλντ που τώρα βογκούσε σιγανά από την καύλα του. Ο Τάσος πλησίασε την Ελίζα που είχε κουλουριάστηκε σε μια γωνιά και της είπε:
- «Σήκω πάνω και κοίτα καλά την φίλη σου. Γρήγορα θα κάνεις κι εσύ τα ίδια. Γι’ αυτό κοίτα την καλά να μαθαίνεις».
- «Μάλιστα κύριε…», ψέλλισε έντρομη η Ελίζα.
- «Ξεκούμπωσε το φόρεμά σου πιτσιρίκα. Θέλω να δω αυτά τα βυζάκια!», είπε ξεδιάντροπα ο Τάσος.
- «Αααχχ, σας παρακαλώ κύριε, σας ικετεύω!», ψέλλισε η Ελίζα αλλά γρήγορα άλλαξε γνώμη καθώς ο άντρας σήκωσε απειλητικά τη λουρίδα στον αέρα.
- «Όχι! Όχι! Θα το κάνω!», ούρλιαξε φοβισμένα για να αποφύγει το χτύπημα.
Ο άντρας κατέβασε το χέρι του και περίμενε. Τα δάχτυλα της Ελίζας τρέμοντας πήγαν στα κουμπιά που ξεκινούσαν πίσω ψηλά στο σβέρκο της. Διστακτικά άνοιξε το πρώτο κουμπί κι ύστερα το επόμενο. Το φόρεμα άνοιξε και φάνηκε το λευκό σουτιέν της.
- «Βγάλε αυτό το γαμημένο το σουτιέν!», είπε ανυπόμονα ο Τάσος.
Η Ελίζα ήταν τόσο φοβισμένη και έτρεμε τόσο πολύ που δεν κατάφερνε να ξεκουμπώσει το σουτιέν της. Ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν οι λυγμοί της Μαίρης καθώς εξακολουθούσε να γλείφει το καυλί του Ρόναλντ. Το κούμπωμα του σουτιέν άνοιξε τελικά και τα υπέροχα βυζάκια της Ελίζας ξεγυμνώθηκαν μπροστά στα πεινασμένα μάτια των αντρών. Είχαν τέλειο σχήμα σαν μεγάλο αχλάδι με τις ρώγες να πετάνε ελαφρά προς τα πάνω.
- «Αμάν!», φώναξε ο Τάσος. «Ει Τάκη, για ρίξε μια ματιά εδώ…»
- «Πω πω! θεούλη μου! Τι βυζάρες είναι αυτές;», ψέλλισε ο Τάκης φανερά εντυπωσιασμένος από το θέαμα.
Οι δυο άντρες γέλασαν και γύρισαν και πάλι να δουν την Μαίρη που τσιμπούκωνε τον φίλο τους. Η Ελίζα στεκόταν ακίνητη χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει. •Έτρεμε από το φόβο της και με αργές κινήσεις προσπάθησε να ανεβάσει το φόρεμά της πάλι στους ώμους της έτσι ώστε να σκεπάσει τα βυζιά της.
- «Σου είπα εγώ να το κάνεις αυτό;», της είπε ο Τάσος.
- «Όχι, κύριε…», ψέλλισε η Ελίζα.
Ο Ρόναλντ βογκούσε από ικανοποίηση. Κουνούσε τώρα ρυθμικά τους γοφούς του σπρώχνοντας το καυλί του βαθιά στο λαιμό της μαθήτρια. Την κρατούσε από τα ξανθά μαλλιά της και την τραβούσε με τόση δύναμη μπρος πίσω, μέχρι που η Μαίρη βογκούσε από τον πόνο.
- «Έτσι πουτανάκι.. γλείψε το καυλί μου! Πρόσεχε τα γαμημένα τα δόντια σου τσούλα γιατί έτσι και με πονέσεις θα σε σκίσω! Θα σε μαστιγώσω μέχρι να σε κόψω φέτες σκύλα!», φώναξε ο άντρας βογκώντας ταυτόχρονα από ηδονή.
Άνοιξε περισσότερο τα πόδια του για να στηρίζεται καλύτερα και έχωσε το παλούκι του στο αβοήθητο στόμα της Μαίρης πιο δυνατά και πιο γρήγορα.
- «Ναι! Έτσι!», βόγκηξε ο Ρόναλντ γαμώντας ξέφρενα τα χείλια της Μαίρης.
- «Αχ! Έτσι μπράβο πουτανάκι! Θα σε χύσω μουνάρα μου! Πρόσεχε! Να τα ρουφήξεις όλα τσούλα! Ααλαχχχχ! Τι καύλα ένιαι αυτή!»
Ο πούτσος του πρήστηκε κι άλλο και καρφώθηκε βαθιά στο λαιμό της ανήμπορης να αντιδράσει μαθήτριας. Το κεφάλι της σπρώχτηκε προς τα πίσω καθώς το θεόρατο παλούκι του χωνόταν στο λαρύγγι της αλλά τα χέρια του άντρα το τράβηγμα στα μαλλιά της για να την κρατήσουν στη θέση της. Εάν από το στόμα της Μαίρης καθώς το κατακόκκινο πουτσοκέφαλο του άντρα χωνόταν σαν έμβολο μέσα στο στόμα της που είχε μουδιάσει από την αφόρητη πίεση.
- «Έλα! Έτσι! Ααααχχχ! Ναι!!!», ούρλιαξε ο άντρας καθώς τα πόδια του σφίχτηκαν και η ψωλάρα του άρχισε να χύνει στο στόμα της ξανθιάς μαθήτριας.
Η Μαίρη ούρλιαζε καθώς καυτό σπέρμα τινάχτηκε από το πουτσοκέφαλο του άντρα και γέμισε το στόμα της. Το κορμί της τρεμούλιασε από αηδία καθώς τα χύσια κύλησαν στα χείλια της.
- «Ρούφα τα όλα πουτάνα!», ούρλιαξε θολωμένος από την καύλα ο Ρόναλντ. «Γαμότο! Χύνωωω! Πάρτα όλα στη στοματάρα σου μάνα μου! Αααχχχ! Ρούφα τα χύσια μου μωρό μου!»
Η ψωλάρα του τινάχτηκε και νέες ποσότητες καυτού άσπρου σπέρματος ξεχύθηκαν πλημμυρίζοντας το στόμα της Μαίρης και κύλησαν στα χείλια της και από ‘κει μερικές σταγόνες έπεσαν στο βρώμικο τσιμεντένιο πάτωμα. Μερικές σταγόνες τινάχτηκαν στο παντελόνι του καθώς εξακολουθούσε να τινάζεται η ψωλή του και να αδειάζει τα χύσια του στο στόμα της Μαίρης.
- «Παλιοσκατό! Δεν σου είπα να προσέξεις;», φώναξε εξαγριωμένος και τραβήχτηκε λίγο πίσω.
Το παλούκι του βγήκε απ’ το ταλαιπωρημένο στόμα της μαθήτριας και άδειασε τις τελευταίες σταγόνες ψωλόχυμα στα μάγουλά της και κάτω στα βυζιά της αλλά αρκετό έπεσε και στο πάτωμα. Η Μαίρη έτρεμε από αηδία και φόβο καθώς ένιωθε τον άντρα να σκουπίζει την ψωλή του με τα ξανθά μαλλιά της!
- «Πουτανάκι! Βρωμοτσούλα!», φώναξε ο άντρας και έσπρωξε ε την Μαίρη μακριά του.
Η κοπέλα κύλησε στο πάτωμα. Ο Ρόναλντ έβγαλε από τη τσέπη του ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε πολύ προσεκτικά τα χύσια από το παντελόνι του.
- «Γαμότο! Έτσι και δει τίποτε η γυναίκα μου, την έβαψα!»
- «Μην ανησυχείς…», είπε καθησυχαστικά ο Τάσος.
- «Τηλεφώνησε μου την Κυριακή. Σου υπόσχομαι ότι η πιτσιρίκα τότε θα σου κάνει ένα αληθινά επαγγελματικό τσιμπούκι να το ευχαριστηθείς καλύτερα».
«Τι θα γίνει με το πάρτι Τάσο; Μου υποσχέθηκες ότι θα τους μιλήσεις…», είπε ο Ρόναλντ.
- «Γαμότο. Το έκανα φίλε, αλλά ξέρεις αυτό το κλαμπ είναι πολύ κλειστό. Δεν δέχονται κανέναν που να μην τον ξέρουν. Θα προσπαθήσω ξανά, στο υπόσχομαι. Την Κυριακή θα έχεις την συναρπαστικότερη εμπειρία της ζωής σου. Κάνε μου ένα τηλέφωνο και θα δεις».
- «Εντάξει. Σίγουρα θα σε πάρω. Σ’ ευχαριστώ Τάσο!», είπε ο Ρόναλντ και έφυγε βιαστικά κουμπώνοντας το παντελόνι του.
Ο Τάκης έκλεισε την πόρτα στο δωμάτιο μόλις βγήκε ο Ρόναλντ και κλείδωσε.
- «Τι μαλάκας!», είπε.
- «Ει! Έλα τώρα, αφού ξέρεις ότι κάνει τη δουλειά του πολύ καλά. Αυτές εδώ είναι η τρίτη σοδειά αυτό το μήνα γαμότο. Τι άλλο ήθελες να κάνει;»
- «Ναι, σωστά!», συμφώνησε ο Τάκης.
Ο Τάσος πλησίασε την Μαίρη που.. έτρεμε ακόμα.
- «Βλέπεις αυτά τα χύσια στα βυζιά σου; Πάρ’ τα όλα στα δάχτυλά σου και γλείψε τα. Τώρα αμέσως! Γλείψε όλα τα χύσια κοριτσάκι!», της είπε χαμογελώντας.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.