Το e-mail μου είναι το:
Όταν πέρασα στο Μαθηματικό της Θεσσαλονίκης, νοίκιασα ένα διαμέρισμα λίγο πιο κάτω από το Διοικητήριο επί της Αγίου Δημητρίου. Ιδιοκτήτης ήταν ο κύριος Απόστολος, έμπορος στο επάγγελμα. Με τον πατέρα μου βρήκαν αμέσως κοινά σημεία,...
αφού είχαν το ίδιο επάγγελμα. Ο πατέρας μου τον παρακάλεσε να με προσέχει και σε όποια περίπτωση χρειαζόμουν κάτι έκτακτο να με βοηθά οικονομικά και μετά θα τακτοποιούσε ο ίδιος την εκκρεμότητα.
Στην ίδια οικοδομή που νοίκιασα, ο κύριος Απόστολος είχε άλλο ένα λίγο μεγαλύτερο διαμέρισμα και ένα ακόμη πολύ μεγάλο στο οποίο κατοικούσε ο ίδιος.
Ήταν μεσημέρι και έπρεπε να φύγει ο πατέρας μου, ο κύριος Απόστολος του είπε να καθίσει να πάμε στο σπίτι του, για να μας γνωρίσει την οικογένειά του. Κατεβήκαμε στον τρίτο όροφο, που ήταν το σπίτι του και μας υποδέχθηκε η κυρία Κατερίνα, που φαινόταν μια καλοσυνάτη γυναίκα. xΌπως υπολόγισα ήταν στην ίδια ηλικία με τους γονείς μου.
Ο κύριος Απόστολος είπε στην γυναίκα του να ετοιμάσει τραπέζι. Έστρωσε η κυρία Κατερίνα και μετά από λίγο κτύπησε το κουδούνι.
- «Η Εύη θα είναι» είπε η κυρία Κατερίνα και πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα.
Σε λίγο εμφανίστηκε μια χαριτωμένη κοπέλα. Ήταν η Εύη, όπως μας σύστησε ο κύριος Απόστολος και ήταν η κόρη τους, και πήγαινε στην πρώτη Λυκείου.
Την ώρα που τρώγαμε η κυρία Κατερίνα ρώτησε:
- «Κωνσταντίνε, όπως άκουσα πέρασες στο Μαθηματικό».
- «Ναι κυρία Κατερίνα».
- «Ήταν η προτίμησή σου;»
- «Ναι κυρία Κατερίνα. Η πρώτη μου προτίμηση».
- «Άρα είσαι καλός στα μαθηματικά…»
- «Όλοι έλεγαν ότι είμαι πολύ καλός».
- «Αν χρειαστεί καμιά φορά η Εύη κάποια βοήθεια, πιστεύω να της δείχνεις…»
- «Μα και βέβαια!!! Μπορώ να της κάνω από την αρχή μερικά μαθήματα. Πώς τα πας Εύη με τα μαθηματικά;»
- «Αν δεν υπήρχαν στο πρόγραμμα θα ήταν καλύτερα…»
- «Ποια σχολή έχεις βάλει στόχο;»
- «Λέω για ιατρική, μου αρέσει πολύ η γυναικολογία».
- «Μα η Ιατρική θέλει καλά μαθηματικά!!!»
- «Το ξέρω… Θα δούμε στην συνέχεια».
- «Όταν θελήσεις μπορώ να σου βάλω μερικές ασκήσεις, να δω πως τα πας».
- «Πολύ ένθερμο σε βλέπω Κωνσταντίνε».
- «Εγώ Εύη, δεν σήκωσα κεφάλι απ’ το διάβασμα τρία χρόνια».
- «Το άκουσες αυτό Εύη; Όχι μόνο βόλτες, θέλει διάβασμα», είπε ο κύριος Απόστολος.
Πρόσεξα από την γκριμάτσα ότι η μικρή νευρίασε με αυτό που είπε ο πατέρας της. Για να μη είμαι η αιτία λόγω των απόψεων που ανέφερα είπα στο κύριο Απόστολο.
- «Όλα χρειάζονται και διάβασμα και βόλτα και καφεδάκι. Εγώ δεν στερήθηκα τίποτα».
Λέγοντας αυτά είδα την μικρή να μου σκάει ένα χαμόγελο και να μου κλείνει το μάτι. Γέλασα διακριτικά και της έκλεισα κι εγώ το μάτι.
Τελείωσε το φαγητό και φύγαμε. Ο πατέρας μου αμέσως αναχώρησε για τον τόπο μας. Του υπενθύμισα την υπόσχεσή του για τον υπολογιστή που ήθελα. Μόλις είχε κυκλοφορήσει ο 3/86 και τα περιβόητα windows ήταν κάτι μαγικό τότε.
Πέρασε περίπου ένας μήνας και τακτοποιήθηκα πολύ καλά. Είχαν αρχίσει και τα μαθήματα στην Σχολή. Μέχρι τότε, η κυρία Κατερίνα με κάλεσε στο σπίτι της δύο φορές για φαγητό. sΗ συζήτηση στο τραπέζι είχε τα ίδια. Ερωτήσεις για τα μαθήματα κλπ. Ο κύριος Απόστολος επανέλαβε αν ήθελα κάτι, να μη ντρέπομαι.
Ένα απόγευμα άκουσα το κουδούνι της πόρτας μου. Άνοιξα και είδα μπροστά μου την Εύη.
- «Γεια σου Κωνσταντίνε, τι κάνεις;»
- «Καλά βρε Εύη, εσύ πώς τα πας;»
- «Καλά, μια από τα ίδια…»
- «Έλα πέρασε, μη καθόμαστε στην πόρτα!»
- «Όχι ρε συ, δεν έχω ώρα. Μπορείς να κατέβεις λίγο στο σπίτι μου ή έχεις δουλειά;»
- «Όχι δεν έχω τίποτα σοβαρό. Πότε θέλεις να έρθω;»
- «Μπορείς τώρα;»
- «Ναι, πάμε».
Κατεβαίνοντας με το ασανσέρ μου είπε ότι έχει κάποιες δύσκολες ασκήσεις και ήθελε να την βοηθήσω. Μπήκαμε στο σπίτι και με οδήγησε στο δωμάτιό της, όπου είχε ένα καλά οργανωμένο γραφείο. Τράβηξε ένα σκαμπό από το τραπεζάκι και το έβαλε δίπλα στην περιστρεφόμενη καρέκλα της. Κάθισε στην καρέκλα και μου είπε να καθίσω στο σκαμπό. Εμφανίστηκε η κυρία Κατερίνα και είπε:
- «Κωνσταντίνε τι να σου προσφέρω αγόρι μου;»
- «Τίποτα κυρία Κατερίνα ευχαριστώ».
- «Έλα καλέ μη ντρέπεσαι πάρε κάτι έχω πολλές ασκήσεις!!!»
- «Όχι δεν ντρέπομαι, άσε να δούμε τι έχουμε και μετά…»
Έφυγε η κυρία Κατερίνα και η Εύη μου έδειξε τις ασκήσεις που είχε να κάνει. Με μια ματιά που έριξα, διαπίστωσα ότι για μένα ήταν παιχνιδάκι. Της εξήγησα μερικά πράγματα και άρχισε να προχωρά στην λύση των ασκήσεων. Το σκαμπό ήταν αρκετά χαμηλό και δυσκολευόμουν να προσέχω εύκολα αυτά που έγραφε. Κάθε τόσο την σταματούσα και έφερνα κοντά μου το τετράδιο για να βλέπω. tΤα πήγαινε περίφημα. Πέρασε καμιά ωρίτσα και η Εύη τελείωσε τις ασκήσεις της δείχνοντας μεγάλη ικανοποίηση.
- «Είδες ήταν εύκολα» της είπα.
- «Ναι καλά, ας μη μου εξηγούσες στην αρχή εκείνες τις λεπτομέρειες και πολύ θα καταλάβαινα τι έπρεπε να κάνω».
- «Τώρα όμως κατάλαβες, έτσι δεν είναι;»
- «Ναι και σ’ ευχαριστώ».
Πήγα να φύγω αλλά με σταμάτησε.
- «Πού θα πας;»
- «Επάνω…»
- «Έχεις κάτι να κάνεις;»
- «Όχι κάτι ιδιαίτερο…»
- «Τότε κάτσε να πιούμε ένα καφέ. Θέλεις;»
- «Χμ… αν τον κεράσεις εσύ θα το δεχτώ;», είπα γελώντας.
- «Ναι βρε. Τι καφέ θέλεις;»
- «Ότι θα πιεις κι εσύ».
- «Αααα, έφεραν στην μαμά μου ένα ωραιότατο σπιτικό λικέρ, θέλεις να το δοκιμάσεις;»
- «Πας να με μεθύσεις;»
- «Άντε βρε τρελέ, μια γουλίτσα θα σου βάλω σ’ εκείνα τα μικρά ποτηράκια».
- «Εντάξει, φέρε για να το δοκιμάσουμε».
- «Οk! Πάω να πω την μαμά να ετοιμάσει. Μη το κουνάς από εδώ, κι όταν φέρει τους καφέδες, θα πεις ότι ακόμα δεν τελειώσαμε. Το κατάλαβες;», είπε χαμογελώντας και κοιτάζοντας πονηρά μου έκλεισε πάλι το μάτι.
Το κλίμα χαλάρωσε και ζεστάθηκε. Η μικρή ήθελε κουβεντούλα όπως φάνηκε. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς και σκέφτηκα να μη αναλάβω καμιά πρωτοβουλία. Η συμπεριφορά της Εύης θα έδειχνε τι ακριβώς ήθελε.
Μετά από λίγο η κυρία Κατερίνα έφερε τους καφέδες και ένα μικρό ποτηράκι του λικέρ που είχε μέσα ένα σκούρο ποτό.
- «Πώς τα πάτε Κωνσταντίνε, σε δυσκολεύει η Εύη;»
- «Μια χαρά κυρία Κατερίνα, είναι καλή και προχωράμε εύκολα. Έχουμε ακόμα μερικές ασκήσεις και τελειώνουμε…»
- «Μήπως σε απασχολούμε αγόρι μου;»
- «Μα τι λέτε κυρία Κατερίνα… είναι χαρά μου!!»
- «Ευχαριστούμε πολύ αγόρι μου».
Έφυγε η κυρία Κατερίνα και πήρα να πιω λίγο καφέ, ήταν νες αχτύπητος. Μόλις τον έβαλα στο στόμα μου δηλητηριάστηκα. Δεν είχε σταλιά ζάχαρη. Έκανα μια γκριμάτσα. Η μικρή θέλησε να μου κάνει πλάκα και μου έδωσε τον δικό της λέγοντας ότι, ίσως η μαμά της έκανε λάθος στα φλιτζάνια. Δοκίμασα τον άλλον και ήταν μία από τα ίδια. Η μικρή έβαλε τα γέλια.
- «Καλά ρε, δεν είδες την ζαχαριέρα;»
- «Τώρα τι να σου πω…»
- «Τι να μου πεις βρε, αφού μου είπες θέλεις ό, τι καφέ πίνω εγώ. Η καημένη η μαμά όμως σου έφερε την ζαχαριέρα».
- «Καλά… Θα έρθει και η σειρά μου!»
- «Έλα δοκίμασε λίγο από το λικέρ και βάλε μετά στον καφέ όσο ζάχαρη θέλεις».
Έβαλα μια γουλιά λικέρ στο στόμα μου και μου άρεσε πολύ. Έγλυψα τα χείλη μου και είπα:
- «Υπέροχο…!!! Μου άρεσε πολύ!»
- «Το κατάλαβα που έγλυψες τα χείλη σου».
- «Τι ποτό είναι;»
- «Δεν ξέρω, το έκανε μια θεία μου και έφερε λίγο στη μαμά. Και μένα μου άρεσε».
- «Αυτό ξέρεις τι θέλει;»
- «Για πες…»
- «Να κάθεσαι κοντά στο τζάκι με την κοπέλα σου, να βρέχεις λίγο με αυτό τα χείλη σου και μετά να σου τα γλύφει μέχρι να στεγνώσουν».
- «Μμμμμ… Πολύ ωραίο!! Το έκανες καμιά φορά;»
- «Όχι…»
- «Μου άρεσε πάρα πολύ και θα προσπαθήσω να το δοκιμάσω».
- «Τυχερός αυτός που θα το απολαύσει…»
- «Για να δούμε…»
Λέγοντας αυτά περιέστρεψε το κάθισμά της και τα πόδια της ακούμπησαν τα δικά μου. Ήμουν όμως χαμηλότερα και τα πόδια μου μπήκαν μέσα στα δικά της. Πίναμε σε αυτή την στάση τον καφέ μας και κάθε λίγο βρέχαμε εκ περιτροπής τα χείλη μας με το λικέρ. rΛες και ο ένας προκαλούσε τον άλλον να εφαρμόσει το στέγνωμα με γλύψιμο. Με ρωτούσε συνέχεια για την ζωή μου. Πως τα πέρασα σαν μαθητής, πως αισθάνομαι τώρα που είμαι φοιτητής και τέτοια. Είχε ένα τέλειο λόγο και μια γλυκιά φωνούλα. Πολύ έξυπνο και τσαχπίνικο κορίτσι. Όπως μιλούσε κινούσε σιγανά την καρέκλα της δεξιά και αριστερά με αποτέλεσμα, σε κάθε κίνηση να μετακινεί τα πόδια μου από εδώ και από εκεί. Έβαλα τα χέρια μου και της έπιασα τα πόδια λίγο πάνω από τα γόνατα και την συγκράτησα. Φορούσε παντελόνι φόρμας και από πάνω ένα φούτερ. Όπως την συγκράτησα επόμενο ήταν να μη μπορεί να περιστραφεί. Γέλασε και μου είπε:
- «Ζαλίστηκες από το λικέρ;»
- «Όχι».
- «Τότε γιατί έπιασες τα πόδια μου;»
- «Αυτά ήταν πιο κοντά μου».
- «Άσε, μ’ αρέσει όταν μιλάω να κουνιέμαι».
Τράβηξα τα χέρια μου από τα πόδια της.
- «Δεν είπα να πάρεις τα χέρια σου. Είπα ότι μ’ αρέσει να κουνιέμαι όταν μιλάω».
Έβαλα πάλι τα χέρια μου στα πόδια της αγγίζοντάς τα απαλά. Άρχισε πάλι να περιστρέφεται και να με ρωτά. Οι κινήσεις τώρα ήταν πιο έντονες και όπως είχα αγγιγμένα τα χέρια μου, τα άφηνα να ακολουθούν εκ περιτροπής την περιστροφική κίνηση. Τώρα τα χέρια μου κινούταν πάνω στα μπούτια της μια από δω και μια από κει. Σε μια στιγμή η μικρή είπε:
- «Να σου βάλω κι εγώ καμιά δύσκολη άσκηση;»
- «Τι άσκηση;»
- «Είπα δύσκολη!»
- «Για να ακούσω…»
- «Έχεις κοπέλα;»
- «Χμ… πολύ δύσκολη άσκηση…»
- «Έλα λέγε. Θα πάμε και στα πιο δύσκολα».
- «Ok. Τα χαλάσαμε».
- «Άρα είχες».
- «Ναι».
- «Και γιατί τα χαλάσατε;»
- «Είναι τώρα τρίτη Λυκείου και νευρίασε που ήρθα στην Θεσσαλονίκη».
- «Τι ήθελε να κάνεις δηλαδή;»
- «Να χάσω μια χρονιά και μετά να πάμε μαζί».
- «Καλάαααααααα… τόσο μαλακισμένη κοπέλα είχες; Δεν το πιστεύω!!! Δεν μου λες, κάνατε σεξ;»
Δεν πρόλαβα να πω λέξει. Εκείνη την στιγμή άνοιξε διακριτικά την πόρτα η κυρία Κατερίνα. Το γραφείο της Εύης ήταν στην αντίθετη πλευρά από το άνοιγμα της πόρτας. Έτσι, πρόλαβα και έσπρωξα στην θέση της την Εύη και γύρισα κι εγώ τα πόδια μου και είπα:
- «Κλείσε τώρα τα τετράδια. Το μυαλό είναι κουρασμένο και δεν θα καταλάβεις. Άλλωστε, είναι κάτι που θα κάνετε πολύ αργότερα».
- «Τι έγινε Κωνσταντίνε σε δυσκολεύει;» είπε η κυρία Κατερίνα
- «Όχι, ίσα - ίσα, τα πάει περίφημα. Απλά είπα να της δείξω κάτι που θα το κάνουν αργότερα».
- «Πότε θα ξανάρθεις Κωνσταντίνε;», ρώτησε η Εύη.
- «Όποτε με χρειαστείς. Δεν έχω πρόβλημα».
- «Μα έχουμε σχεδόν κάθε μέρα μαθηματικά!!»
- «Εύη!!! Σταμάτα. Ο Κωνσταντίνος δεν θα γίνει υπάλληλός σου. Έχει κι αυτός τις υποχρεώσεις του. Σε παρακαλώ!» είπε η μαμά της.
- «Τώρα εσύ τι ανακατεύεσαι μαμά;»
- «Κυρία Κατερίνα, δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να μιλάμε για πράγματα που είναι παιχνιδάκι για μένα. Πότε θέλεις Εύη;»
- «Θα δω τι θα γίνει αύριο και θα έρθω να σου πω».
- «Έγινε, αύριο το απόγευμα θα περιμένω».
Τους χαιρέτησα και ανέβηκα στο σπίτι. Σκεφτόμουν αυτό που με ρώτησε η Εύη για το σεξ, την ώρα που άνοιξε η μάνα της και γελούσα. Γεγονός πάντως είναι ότι η εμπειρία μου στο σεξ, προερχόταν από μία μεγάλη γυναίκα στην γειτονιά, την κυρία Έλενα, που με έκανε ξεφτέρι σε όλα, όταν ακόμη ήμουν στην πρώτη Λυκείου. Με την κοπέλα μου ή κάποια άλλη συμμαθήτρια δεν είχα καμιά εμπειρία. eΠιο απλά δηλαδή δεν είχα πάρει καμιά παρθενιά, αλλά στην ουσία ήμουν κι εγώ παρθένος. Η πόσθη μου δεν είχε πιεσθεί ποτέ από ένα στενό και σφικτό μουνάκι.
Την επόμενη μέρα το απόγευμα περίμενα να κτυπήσει το κουδούνι. Σκέφτηκα να κάνω καμιά πλάκα και να εμφανιστώ με το σλιπάκι, αλλά δεν το έβρισκα σωστό. Ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Η ώρα έφτασε και στις έξι και δέκα κτύπησε το κουδούνι. Ήταν η Εύη. Πήγαμε στο σπίτι της και ακολουθήσαμε το ίδιο πρόγραμμα.
Η απογευματινή αυτή συνάντηση καθιερώθηκε σε καθημερινή βάση. Έτσι απέκτησα μια μεγαλύτερη οικειότητα με τους γονείς της Εύης. Με την μικρή βέβαια είχαμε γίνει κολλητοί. Οι συζητήσεις μας είχαν φουντώσει σχετικά με το σεξ. Μου είπε ότι έχει κάποιο φίλο, αλλά είναι ακόμα στα σαλιαρίσματα. Αν και θα ήθελε να κάνει σεξ, ο φίλος της δεν ήταν αυτός που θα ήθελε να την ξεπαρθενέψει. Της μίλησα κι εγώ για την σεξουαλική μου εμπειρία. Όταν με ρώτησε αν αυτό που έκανα με γέμισε σαν άνδρα της απήντησα ως εξής:
- «Όχι δεν είμαι ικανοποιημένος σαν άνδρας. Η κυρία Έλενα μου έμαθε το σεξ. Πιστεύω όμως ότι όταν θα κάνω έρωτα θα πονέσω».
- «Τι μου λες τώρα ρε Κωνσταντίνε, ποια είναι η διαφορά;»
- «Το σεξ κούκλα μου είναι ορμέμφυτο στο άνθρωπο. Έτσι προκαλεί στιγμιαία ικανοποίηση. Ο έρωτας όμως χρειάζεται συναίσθημα και το συναίσθημα είναι αυτό που προκαλεί τον πόνο».
Η μικρή με κοίταξε περίεργα και είπε:
- «Όταν δοκιμάσω θα σου πω την άποψή μου. Κοίταξε να βρεις κι εσύ καμιά, για να επαληθεύσεις την άποψή σου».
- «Αυτό που λέω το αισθάνομαι και δεν θέλει επαλήθευση».
- «Και τι θα κάνεις ρε συ, έτσι… θα κάθεσαι;»
- «Θα δούμε… δεν βιάζομαι. Θέλω κάποια που να με σαγηνέψει!!!»
Έτσι λοιπόν περνούσαν αρκετά ευχάριστα οι δύο και πλέον ώρες, που βρισκόμουν κάθε απόγευμα με την Εύη. Το ευχάριστο ήταν ότι τα πήγαινε πολύ καλά με το μάθημα και τελείωνε γρήγορα τις υποχρεώσεις της. Αλλά και γενικά ήταν μια άριστη μαθήτρια. Έτσι είχαμε πολύ χρόνο στην διάθεσή μας για να μιλάμε. Βέβαια, οι χειρονομίες μας είχαν θεριέψει, κάτι που με φούντωνε κάθε φορά και όταν πήγαινα σπίτι ξεσπούσα στην μαλακία. Ήταν κάτι που το είχε καταλάβει η Εύη, όταν κάποια μέρα με ρώτησε:
- «Δεν μου είπες αν σε σαγήνεψε καμιά φοιτήτρια».
- «Όχι ακόμα…»
- «Καλά ρε και πώς την βγάζεις… τελικά;»
- «Έλα ρε Εύη, εσύ πώς την βγάζεις δηλαδή;»
- «Εγώ ακόμα…», γέλασε.
- «Εεεεε… το ίδιο κι εγώ ρε Εύη».
- «Τι δηλαδή… για πες, τι ντρέπεσαι;»
- «Τι θέλεις να σου πω ότι έχω αφανιστεί στην μαλακία;»
Ήταν η πρώτη φορά που με αγκάλιασε και μου έδωσε στα γρήγορα ένα σκαστό φιλί στα χείλη. Πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να εμφανιστεί η κυρία Κατερίνα, κάτι που το έκανε κάθε μέρα, αλλά πάντα διακριτικά.
Κάπου στα μέσα Νοεμβρίου, ήρθε ο πατέρας μου και αγοράσαμε ένα υπολογιστή 3/86. Μεγάλη τρέλα με τις δυνατότητες που είχε και τις δοκίμαζα πρώτη φορά.
Τελείωνε ο Νοέμβριος και το μοτίβο δεν άλλαξε καθόλου. Άρχισα να εκνευρίζομαι λιγάκι που όλο αυτόν τον καιρό δεν έτυχε να μείνουμε μόνοι, έστω και για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα. Μια μέρα της είπα:
- «Ρε συ, γιατί δεν καθόμαστε μια φορά να κάνουμε μάθημα σε μένα;»
- «Γιατί δεν γίνεται».
- «Έλα ρε, τι δεν γίνεται. Τώρα με τον υπολογιστή θα υπάρχει μια δικαιολογία…»
- «Σου είπα δεν γίνεται. Άστο θα δούμε…»
- «Εύη, είναι κάτι που πρέπει να το βάλουμε σε κάποια τάξη».
- «Κωνσταντίνε, σε παρακαλώ μη με στενοχωρείς σου είπα δεν γίνεται».
- «Να υποθέσω δηλαδή ότι δεν με γουστάρεις. Αν είναι πες το να δω κι εγώ τι…»
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση και όπως καθόταν, όρμησε επάνω μου, κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου και με ξελίγωσε μ’ ένα γλωσσόφιλο διαρκείας λέγοντας στην συνέχεια κάπως αυστηρά:
- «Αν τολμήσεις άλλη φορά, όχι να πεις, αλλά και να σκεφτείς μόνο καμιά τέτοια μαλακία, θα σε καθαρίσω!»
Ήταν ολοφάνερο ότι η μικρή ήταν τσιμπημένη μαζί μου, όπως άλλωστε κι εγώ. Έβαλα τα χέρια μου ανάμεσα στα μπούτια της και την χάιδεψα, πιο τρυφερά από κάθε άλλη φορά. Δεν ήταν δυνατό να κάνω κάτι περισσότερο. Πάντα υπήρχε ο κίνδυνος μιας ξαφνικής εισόδου της κυρίας Κατερίνας.
Πέρασαν μερικές μέρες. Ήταν πέντε Δεκεμβρίου. Όπως κάθε μέρα περίμενα να έρθει η Εύη να με ειδοποιήσει. Πέρασε όμως η ώρα και δεν φάνηκε. Κόντευε επτά όταν αποφάσισα να πάω κάτω στο σπίτι να δω τι γίνεται. Το ασανσέρ ήταν κατειλημμένο και το βέλος έδειχνε άνοδο. Πάτησα το κουμπί και περίμενα. Σε μερικά δευτερόλεπτα σταμάτησε το ασανσέρ στον όροφό μου και άνοιξε η πόρτα. Από μέσα βγήκε η Εύη.
Έμεινα με το στόμα ανοικτό μόλις την είδα. Φορούσε ένα μίνι φόρεμα και μια μπλούζα εφαρμοστή. Ήταν ελαφρά βαμμένη στο πρόσωπο, με μια απαλή σκιά στα μάτια. Ένα τέλειο κουκλάκι. a«Μπουκιά και συχώριο!», όπως έλεγε ένας θείος μου. Ήταν πρώτη που την έβλεπα έτσι. Ήταν μια κοπελάρα.
Για αρκετά λεπτά την έβλεπα και δεν έλεγα τίποτα. Σκεφτόμουν ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνω μια πλάκα. Δεν πρόλαβα όμως.
- «Γεια σου Κωνσταντίνε. Συγνώμη ρε που άργησα, αλλά έπρεπε να πάω κάπου…», είπε ναζιάρικα.
- «Γιατί μου ζητάς συγνώμη που άργησες, είχαμε ραντεβού;»
- «Έλα ρε συ, άσε την πλάκα και στεναχωρήθηκα. Έλα πάμε κάτω. Ακόμα δεν γύρισα και με περίλαβαν και οι δύο».
Είδα ότι δεν σήκωνε πλάκα και της έδωσα γρήγορα ένα φιλάκι. Κατεβήκαμε στο σπίτι της. Εκεί περίμεναν οι γονείς της λίγο εκνευρισμένοι και όπως παρατήρησα ντυμένοι για έξοδο. Μόλις με είδε ο κύριος Απόστολος είπε λίγο στεναχωρημένος:
- «Συγνώμη Κωνσταντίνε γι’ αυτό που έγινε. Η μικρή όμως είναι λίγο κακομαθημένη. Έκανε αυτό που ήθελε και μόλις γύρισε μας είπε ότι έχει να λύσει κάποιες δύσκολες ασκήσεις».
- «Τα είπαμε αυτά κύριε Απόστολε. Μη στεναχωριέστε άδικα».
- «Μα ήξερε ότι εμείς έχουμε στις επτάμισι μια υποχρέωση και πρέπει να φύγουμε. Έπρεπε να έρθει πιο γρήγορα. Δεν μπορεί να δεσμεύεσαι βραδιάτικα για την Εύη».
- «Κύριε Απόστολε μη στεναχωριέστε σας είπα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Σας παρακαλώ στενοχωριέμαι έτσι που σκέφτεστε!»
- «Τι να πω; Ένα μεγάλο ευχαριστώ μόνο. Θα σας αφήσουμε τώρα, συγνώμη. Είναι του Αγίου Σάββα σήμερα και γιορτάζει ένας εξάδελφός μου. Μας κάλεσε για τραπέζι».
- «Παρακαλώ κύριε Απόστολε, σας είπα μη στεναχωριέστε και δεν χρειάζεται να μου ζητάτε συγνώμη».
Η μικρή δεν είχε βγάλει λέξη από το στόμα της. Έφυγαν οι γονείς της και μείναμε για πρώτη φορά μόνοι, χωρίς κανένα φόβο. Ρώτησα την Εύη τι είχε γίνει και αυτή γέλασε. Μου είπε να καθίσω στον καναπέ και θα μου εξηγήσει. Έφερε ένα ποτηράκι λικέρ και κάθισε στα γόνατά μου. Το μίνι της είχε ανεβεί ψηλά και τα όμορφα μπούτια της φάνηκαν μπροστά μου. Έβαλα το χέρι ανάμεσα στα μπούτια της και άρχισε να μου λέει στα γρήγορα, ότι πήγε στον θείο της να του πει χρόνια πολλά για να έχει μια καλή δικαιολογία που καθυστέρησε, αλλά και για να μη συνοδέψει στη συνέχεια τους γονείς της, όπως γινόταν κάθε φορά.
Κατάλαβα το μεγάλο σχέδιο της Εύης και γέλασα με την καρδιά μου. Έσυρα το χέρι μου πιο πάνω και ακούμπησε λίγο το κιλοτάκι της. Η Εύη έσφιξε δυνατά τα μπούτια της γελώντας. Ήπιε μια γουλίτσα λικέρ και έφερε το πρόσωπό της μπροστά στο δικό μου και μου είπε:
- «Θα μου στεγνώσεις τα χείλη μου αγόρι μου;»
Δεν χρειάστηκε άλλη κουβέντα. Αφεθήκαμε στο παιχνίδι αυτό για αρκετή ώρα. Η αίσθηση ήταν τρομερή και πρωτόγνωρη. Της έγλυφα τα χείλη και όλο της το πρόσωπο. Με είχε αγκαλιάσει σφικτά και μόλις την έδινα την σειρά, έκανε και αυτή το ίδιο. Τα χέρια μου είχαν μπει ανάμεσα στα μπούτια της και τα χάιδευα προχωρώντας σιγά - σιγά προς το κωλαράκι της. Με μια κίνηση έβγαλε την μπλούζα της και αντίκρισα για πρώτη φορά τα δυο πορτοκαλάκια της, κριμένα κάτω από το σουτιέν. mΤα απελευθέρωσα και άρχισα να τα γλύφω. Ήταν πολύ σκληρά, σαν δυο αλαβάστρινα μπολ που στο κέντρο τους είχαν για διάκοσμο δυο μικρές ροζακί μπίλιες. Ο πούτσος μου έγινε πολύ σκληρός και πιεζόταν από το κωλαράκι της.
Σε μια στιγμή σηκώθηκα και πήγα να βγάλω το παντελόνι μου. Με σταμάτησε. Σηκώθηκε κι αυτή με έπιασε από το χέρι και με οδήγησε στο δωμάτιό της. Με έβαλε όρθιο μπροστά στο κρεβάτι της. Πέταξε την φούστα της και έμεινε μόνο με το κιλοτάκι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και με κοίταξε στα μάτια, λέγοντας με φωνή που μόλις έβγαινε από μέσα της:
- «Με «σαγήνεψες» πρώτος παλικάρι μου. Μπορείς να φανταστείς τι θέλω;»
- «Πες μου κούκλα μου, έχω τρελαθεί όλο αυτόν τον καιρό!»
- «Θέλω να τραβήξεις την τελευταία μαλακία της ζωής σου, τώρα εδώ μπροστά μου. Είμαι σίγουρη ότι με σκεφτόσουν κάθε μέρα την ώρα που τον έπαιζες και θέλω να το δω. Το ίδιο έκανα κι εγώ αγόρι μου, κάθε βράδυ σ’ αυτό το κρεβατάκι. Έλα να χύσουμε για τελευταία φορά μόνοι, αλλά μαζί».
Έβαλε το χέρι της μες το κιλοτάκι της, κάρφωσε τα μάτια της επάνω μου και άρχισε να παίζει το μουνάκι της. Την έβλεπα και τρελαινόμουν από την καύλα. Ο πούτσος μου ήταν έτοιμος να σπάσει. Πέταξα γρήγορα τα ρούχα από πάνω μου και άρχισα να τον παίζω αργά και ρυθμικά. Το μυαλό μου ήταν θολωμένο από το θέαμα και την τρομακτική αίσθηση.
Σε λίγο άπλωσε το χέρι της και μου έπιασε τον πούτσο, τον έπαιξε λίγο και με φωνή που έτρεμε μου είπε κοφτά:
- «Κωνσταντίνε θα χύσω».
Πήδηξα στο κρεβάτι και γονάτισα από πάνω της σε σχήμα 69. Δεν ήθελα πολύ, κρατιόμουν για να χύσουμε μαζί. Της πέταξα με μια κίνηση το κιλοτάκι και το μουνάκι της φάνηκε μπροστά μου γυαλιστερό και ξυρισμένο. Το άνοιξα όσο μπορούσα και άρχισα να το γλύφω ρουφώντας με τα χείλη μου ότι υπήρχε εκεί μέσα. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκα να μου γλύφει τον πούτσο και να τον χώνει μέσα στο στόμα της παίζοντας με το χέρι τα αρχίδια μου...
Χύναμε και οι δύο. Δεν θυμάμαι να φωνάξαμε. Απλά τα σώματά μας σπαρταρούσαν σαν το ψάρια, που μόλις έχεις βγάλεις από το νερό. Μείναμε για λίγο έτσι λαχανιασμένοι. Μόλις συνήλθαμε γύρισα κανονικά την φίλησα τρυφερά στα μάτια και της είπα:
- «Θα το θυμάμαι σε όλη μου την ζωή!!!»
- «Κι εγώ αγοράρα μου!!!»
- «Έφτασε η μεγάλη μας στιγμή κουκλάρα μου».
- «Ναι παλικάρι μου, αυτό περίμενα. Θα με ξεπαρθενέψεις και θα σε ξεπαρθενέψω. Είναι η πιο μεγάλη στιγμή μας. Έλα!!!»
Όπως ήταν ανάσκελα, σήκωσε και άνοιξε τα πόδια της πάρα πολύ. Το μουνάκι της τεντώθηκε και ίσα - ίσα που φαινόταν η λεπτή σχισμή του, ανάμεσα στα ροδαλά της μουνόχειλα. Στην σκέψη ότι θα έμπαινα μέσα της άρχισα να τρελαίνομαι. Ακούμπησα το πουτσοκέφαλο στα μουνόχειλά της και άρχισα να πιέζω σιγά. Με έβλεπε μες στα μάτια και δεν μίλαγε. Στην επόμενη πίεση έκλεισε τα μάτια και έβγαλε από τα σπλάχνα της ένα κοφτό «Αχχ!!». Ήταν η σειρά της «χαριστικής βολής». Πίεσα δυνατά και ο πούτσος μου αισθάνθηκα ότι έφτασε βαθιά μέσα πιέζοντας την μήτρα της. Εκείνη την στιγμή τσίριξε και έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη μου λέγοντας.
- «Πονάω αγόρι μου, πονάω πολύ. Πόσο δίκιο είχες!! Με έσκισες, με έκανες γυναίκα!!!» και συνεχίζοντας να τσιρίζει.
Είδα από τα μάτια της να κυλάν δυο δάκρυα, ήταν δάκρυα χαράς, ηδονής και ερωτικού πόνου. Το ίδιο ακριβώς που αισθανόμουν κι εγώ όταν πιέζοντας τόσο δυνατά τον πούτσο μου βαθιά στο μουνάκι της, αισθάνθηκα ότι εκείνη την ώρα ξεσκιζόταν η πόσθη μου.
Αυτή την φορά την ώρα που χύναμε μαζί, βγάλαμε δυνατές κραυγές ικανοποίησης. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα νιώσει τέτοια ηδονή!
Μείναμε αγκαλιασμένοι αρκετή ώρα. Προσέξαμε το ρολόι του γραφείου, που έδειχνε δέκα παρά τέταρτο. Είχαν περάσει δυόμισι ώρες ανεπανάληπτες. Γνώριζε ότι, εκτός απροόπτου, οι γονείς της θα επέστρεφαν αργά τα μεσάνυχτα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και μου είπε να πάμε να καθίσουμε στις θέσεις μας στο γραφείο. Μόλις καθίσαμε, όπως πάντα ο ένας δίπλα στον άλλον, γύρισε την καρέκλα της λέγοντας να κάνω κι εγώ το ίδιο. Αυτή την φορά έβαλε τα πόδια της μες τα δικά μου. Ήταν κάτι αντίστροφο όπως είχαμε κάνει την πρώτη φορά. Άνοιξε λίγο τα δικά μου και με τα γόνατα έσφιξε τον πούτσο μου. Άρχισε να περιστρέφεται πολύ σιγά, κάνοντας ένα απαλό μασάζ με τα γόνατά της. Το πουτσοκέφαλο ήταν πάνω από τα γόνατά της. Έβαλε το χέρι της και άρχισε να το γαργαλάει με τα δάκτυλα. Έπιασα τα πόδια της και την σταμάτησα.
- «Τι έπαθες; Ζαλίστηκες πάλι;» είπε γελώντας.
- «Όχι».
- «Τότε γιατί με σταμάτησες;»
- «Προηγουμένως είπες ότι θα είναι η τελευταία μας φορά που χύνουμε με μαλακία. Έτσι που πας θα με κάνεις να χύσω».
- «Βρε χαζό, τελευταία φορά εννοούσα να μαλακιζόμαστε μόνοι μας. Εμένα μου αρέσει και θα στον παίζω όποτε θέλω και όσο θέλω».
Λέγοντας αυτά γονάτισε μέσα στα πόδια μου και μου έκανε ένα καλό τσιμπούκι. Μετά από λίγο σηκώθηκε κάθισε στο γραφείο, με σήκωσε και έβαλε τα πόδια της στους ώμους μου. Έπιασα τους γλουτούς της και την τράβηξα με δύναμη καρφώνοντας τον πούτσο μου στο μουνάκι της. Απολαύσαμε για μια ακόμη φορά ένα θεσπέσιο χύσιμο. Ήταν κάτι που συντάραζε όλο μας το κορμί.
Η ώρα είχε περάσει τις έντεκα. Παρά την μεγάλη λαχτάρα και επιθυμία που είχαμε, ήταν παρακινδυνευμένο να συνεχίσουμε. Τακτοποιήσαμε τα πάντα και όταν αγκαλιαστήκαμε για να φύγω, την έσφιξα τόσο δυνατά που της κόπηκε η ανάσα.
Την επόμενη μέρα, την ώρα που λύναμε κάποιες ασκήσεις, η κυρία Κατερίνα έφερε τα καφεδάκια μας. Και όπως πάντα ευγενική ρώτησε πως τα πάμε. Το δαιμόνιο μυαλό της Εύης είχε καταστρώσει ένα νέο σχέδιο. Είπε λοιπόν αμέσως:
- «Καλά βρε Κωνσταντίνε, πολλά μας τα έκοψες με τον νέο σου υπολογιστή. Αυτό το excel που λες, μπορεί να λύσει τέτοιες ασκήσεις;»
Δεν χρειαζόταν δα και πολύ μυαλό για να καταλάβω τι έλεγε η Εύη! Έτσι απήντησα:
- «Σου είπα κι άλλες φορές ότι είναι κάτι καταπληκτικό».
- «Πάμε τότε να μου δείξεις. Μαμά θα πάμε με τον Κωνσταντίνο λίγο επάνω, να δω αν λέει αλήθεια!»
- «Καλά κοπέλα μου. Πάρτε και τα καφεδάκια σας μη παν άδικα!!!»
Όταν μπήκαμε στο σπίτι, μου είπε με νόημα:
- «Το συναίσθημα δεν πρέπει να θολώνει το μυαλό. Είδες που ήρθε στην ώρα του και η σειρά του υπολογιστή;»
- «Αχ αυτό το μυαλό σου κοπελάρα μου!!»
Αυτή τη φορά θέλησε να κάνουμε το αντίστροφο απ’ αυτό που κάναμε εχθές το βράδυ την ώρα που χύσαμε για πρώτη φορά. Με ξάπλωσε στο κρεβάτι και μου ζήτησε να τραβήξω μια μαλακία, όπως έκανα όταν ήμουν μόνος. Πέταξα τα ρούχα μου και ξάπλωσα παίζοντας ρυθμικά το σκληρό πούτσο μου. Τράβηξε την καρέκλα του γραφείου κάθισε βάζοντας τα πόδια της πάνω στο κρεβάτι. Δεν γδύθηκε, κατέβασε το παντελόνι της φόρμας και έβαλε το χέρι της μέσα στο κιλοτάκι της, αρχίζοντας να παίζει το μουνάκι της. Σε λίγο είπα κι εγώ το ίδιο κοφτά όπως κι εκείνη εχθές:
- «Εύη θα χύσω!»
Σηκώθηκε, πέταξε τα ρούχα της και ήρθε από πάνω μου, κάνοντας με την σειρά της το 69. Χύσαμε χωρίς να φωνάξουμε και πάλι. Το ίδιο κάναμε και στην συνέχεια, όταν επανειλημμένα μπήκα βαθιά στο μουνάκι της και έχυσα άλλες δύο φορές. Η γλώσσα του σώματος ήταν πολύ πιο κατανοητή. Άλλωστε, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος μιας απρόοπτης επίσκεψης και η όποια άναρθρη κραυγή ερωτικού πόνου και πάθους, θα έφερνε σε τρομακτικά δύσκολη θέση την Εύη.
Έτσι ο υπολογιστής είχε γίνει το άλλοθί μας και κάθε φορά που δήθεν δυσκολευόμασταν, ο 3/86, ας είναι καλά ο εφευρέτης, μας έβγαζε ασπροπρόσωπους!! Παρά το αχαλιναγώγητο πάθος μας, μερικές φορές, για να μη το διακινδυνεύσουμε, θυσιάζαμε την επιθυμίας μας.
Από την επόμενη χρονιά τα πράγματα έγιναν πολύ πιο απλά και εύκολα. Η Εύη είχε μεγαλώσει και είχε περισσότερη ελευθερία.
Ίσως φανεί περίεργο που δεν έγραψα αν της γάμησα το στρογγυλό και πανέμορφο κωλαράκι της. Δύο όμως φορές που προσπάθησα, διαπίστωσα την σθεναρή αντίθεσή της με αυτό. Δεν είχα κανένα λόγο να επιμένω. Ήμουν πολύ γεμάτος…!
Η Εύη τελικά πέρασε στην Ιατρική Θεσσαλονίκης. Καθυστέρησα τρεις χρονιές μέχρι να τελειώσει για να είμαστε μαζί.
Όταν η Εύη έφυγε στην Αγγλία για δεύτερη ειδικότητα, ήταν επόμενο να χωρίσουμε.
Όμως, μέχρι και σήμερα δεν χαθήκαμε…!!!
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.