Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Νέος στο σώμα, μόλις βγήκα από τη Σχολή, 23 χρονών παλικαράκι. Αυτή πολιτικός υπάλληλος στο ΥΠΠ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη). Ήμουν αποσπασμένος στη ΓΑΔΑ, στο Τμήμα Αλλοδαπών. Αυτή στο Πολιτικό Προσωπικό. Η κοπέλα ήταν μοναχικό άτομο, επιμελής στη δουλειά της αλλά δεν είχε κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Την έβαλε στο Υπουργείο ένας θείος της, Ταξίαρχος.
Μας έτυχε αποστολή στο ΥΠΕΣ, στη Σταδίου. Μπήκαμε σε ένα υπηρεσιακό και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο. Τα πάντα μπουκωμένα. Φαίνεται ότι θα είχε καμιά ακόμα πορεία. Η κοπέλα ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, εγώ ανυπόμονος και νευρικός συνέχεια μιλούσα μόνος μου. Μουρμούριζα, γκρίνιαζα, έβριζα συνέχεια. Η κοπέλα ευγενικά με ρώτησε πως με λένε, υποθέτω για να σπάσει ό πάγος αλλά και για να με χαλαρώσει λιγάκι.
- Κώστα. Εσένα πως σε λένε;
Της μίλησα στον ενικό. Γύρισε και με είδε και μου απάντησε, Μαρίνα. Δε μου κατέβαινε στο μυαλό τι άλλο να πω. Αλλά αυτή με ξαναρώτησε πόσα χρόνια έχω στο σώμα και άλλα τέτοια υπηρεσιακά. Της απαντούσα τυπικά χωρίς ενδιαφέρον. Μετά από σχεδόν μια ώρα φτάσαμε στον προορισμό μας. Συμφωνήσαμε να περιμένει αυτός που θα τελειώσει πρώτος ώστε να γυρίσουμε στη ΓΑΔΑ παρέα. Φτάσαμε στο αμάξι σχεδόν μαζί. Πρότεινα να πάμε για ένα γρήγορο καφεδάκι, όχι γιατί είχα κάτι στο μυαλό μου αλλά γιατί εκείνη τη στιγμή ήθελα ένα διπλό εσπρεσάκι να κουλάρω. Πήγαμε στη στοά της Πλατείας Κοραή και καθίσαμε. Ήταν η πρώτη φορά που την είδα σαν γυναίκα. Περίπου στα 45, 1.68 και λεπτή. Καστανά μάτια και καστανά μαλλιά. Βυζάκι πορτοκαλάκι, φαινόταν μέσα από το πουκαμισάκι της. Ντυμένη απλά υπηρεσιακά. Έμοιαζε κουρασμένη, ήταν άχρωμη, ωχρή, μουντή γυναίκα. Μου είπε την ιστορία της ζωής της. Δεν είχε παντρευτεί, ο γκόμενος που είχε στο Πανεπιστήμιο της πέθανε μετά τη θητεία του από ηπατίτιδα. Έμενε με την μάνα της που είχε άνοια και ήταν κατάκοιτη. Δράμα. Εγώ της είπα τη δικιά μου ιστορία. Και φυσικά η ερώτηση κλειδί.
- Είσαι μόνος αυτή την εποχή;
Η απάντηση ήταν καταφατική. Και η επόμενη ερώτηση έπεσε αμέσως.
- Εσύ έχεις κάτι αυτή την εποχή Μαρίνα;
- Κι εγώ μόνη είμαι, χρόνια τώρα. Με είδε κατάματα και μου είπε με κάποια θλίψη στη φωνή της. Με πήραν πια τα χρόνια και με όλα αυτά τα προβλήματα, πού χρόνος αλλά και διάθεση βρε παιδάκι μου.
Δε σχολίασα την τελευταία της δήλωση… και τι να πω; Τελειώσαμε τον καφέ και γυρίσαμε στη βάση μας. Χαιρετηθήκαμε με μια θερμή χειραψία και χωρίσαμε. Πέρασαν κάποιες μέρες και το σκηνικό επαναλήφθηκε ερήμην μας. Το ίδιο δρομολόγιο, το ίδιο ραντεβού για την επιστροφή αλλά αυτή τη φορά η Μαρίνα πρότεινε να πάμε για καφεδάκι. Και πάλι στο καφέ της στοάς Κοραή. Η κουβέντα συνεχίστηκε από εκεί που την είχαμε αφήσει. Με ρώτησε πως περνάω μετά τη δουλειά. Της πρότεινα να πάμε κάποια στιγμή κανένα σινεμά. Με κοίταξε με απορία.
- Θες να βγεις μαζί μου;
- Ναι, γιατί όχι. Σου είπα ότι είμαι από χωριό της Κοζάνης, εδώ στην Αθήνα δεν ξέρω κανέναν.
- Καλά από τους συναδέλφους, από τη Σχολή, δεν ξεχώρισες κανέναν;
- Ναι ρε Μαρίνα, αλλά θέλω και μια κοπέλα να κάνουμε παρέα.
- Καλά ρε αγόρι μου και βρήκες εμένα; Σε περνάω σχεδόν 15 χρόνια.
- Κοίτα Μαρίνα, παρέα θα κάνουμε, αν δε θες είναι οκ. Πάντως χάρη θα μου κάνεις να με συνοδεύσεις στον κινηματογράφο. Οι γνωστοί μου όλοι θέλουν να ξεδίνουν στα γήπεδα, μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Εγώ θέλω να πηγαίνω και στον κινηματογράφο και σε κανένα θέατρο. Σου λέω και πάλι αν θες κι εσύ μπορούμε να το κάνουμε έτσι.
- Με το πρόβλημα της μάνας μου δεν έχω και πολλές επιλογές. Οπότε για μένα η πρότασή σου είναι οκ. Πρέπει όμως να κανονίζω τη γυναίκα που θα μένει με την μάνα μου. Για παράδειγμα αυτή που μένει τα πρωινά, να τη ρωτήσω αν μπορεί να έρχεται και κάποιες φορές τα απογεύματα. Μέχρι τώρα ποτέ δε χρειάστηκε να τη ρωτήσω.
- Δεν υπάρχει πρόβλημα, ελπίζω ότι θα τα βολέψεις. Άλλωστε μη φανταστείς μια φορά κάθε τόσο θα βγαίνουμε.
- Ναι, έτσι είναι.
Είχαμε παρκάρει στη ΓΑΔΑ και πήγαμε στα γραφεία μας. Τελειώσαμε και κατέβηκα να φύγω. Τη συνάντησα στην έξοδο.
- Είπαμε τόσα πολλά αλλά δεν ξέρω ακόμα που μένεις, με ρώτησε.
- Στο Παγκράτι, της είπα, στη Φιλολάου.
- Εγώ μένω στα Ιλίσια, στην Αβύδου, μια κάθετη στην Πάλμε. Είσαι στο δρόμο μου έλα να πάμε παρέα.
Είχε ένα Fiesta λευκό σε άριστη κατάσταση. Φύγαμε για τα σπίτια μας. Στο δρόμο δε μιλούσαμε μέχρι που μου είπε.
- Θέλεις να έρθεις να φάμε παρέα. Έχω κάνει κοκκινιστό και θα κάνω κι ένα ρυζάκι να το συνοδεύσουμε.
- Άσε ρε Μαρίνα, να μην γίνομαι βάρος κλπ κλπ.
- Δεν πιάνουν αυτά σε εμένα, μου είπε επιτακτικά. Πες μου τι θα φας εσύ στο σπίτι σου; Τι έχεις ετοιμάσει;
- Τίποτα, της είπα απολογητικά.
- Είδες;… κέρδισα, θα φάμε μαζί.
Πήγαμε στο σπίτι της, πάρκαρε και ανεβήκαμε στο διαμέρισμα της. Ένα ευρύχωρο τριάρι. Χαιρέτησε την κοπέλα που κρατούσε τη μάνα της και πήγε να τη δει. Άκουσα κάποιες κουβέντες της και μετά πήγαμε στην κουζίνα να ετοιμάσει το φαγητό. Στο τραπέζι υπήρχαν όλα στρωμένα και σερβιρισμένα για ένα άτομο. Έβαλε γρήγορα άλλο ένα σερβίτσιο και άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί που πήρε από ένα ντουλάπι. Το μεσημεριανό απλό αλλά πολύ γευστικό και χορταστικό.
- Μου αρέσεις πολύ Κώστα. Είσαι πολύ ευγενικός και καλό παιδί. Μου αρέσει που κάνουμε παρέα.
Έπεσα από τα σύννεφα. Δεν περίμενα ευθεία “επίθεση”.
- Και εμένα μου αρέσεις Μαρίνα.
Ένοιωθα άβολα και μετά το φαΐ είπα να φύγω.
- Κάτσε λίγο ακόμα να μου κάνεις παρέα. Πάμε να καθίσουμε στο σαλόνι να πιούμε το κρασάκι μας παρέα. Σε παρακαλώ…
Να πω την αλήθεια ήμουν πολύ αμφιθυμικός. Από τη μια ήθελα να συνεχίσουμε και από την άλλη σκεφτόμουν τις επιπτώσεις.
- Να βάλω κάτι να δούμε στο NETFLIX;
- Καλή ιδέα. Τα κανάλια δεν έχουν τίποτα αυτή την ώρα.
Είδαμε την ταινία και σηκώθηκα να φύγω. Την ευχαρίστησα και πήγα στην εξώπορτα.
- Περίμενε με μια στιγμή, θα σε πάω εγώ, που να τρέχεις τέτοια ώρα;
- Όχι βρε Μαρίνα, σε ευχαριστώ αλλά μπορώ να πάω, να περπατήσω και λιγάκι.
- Αποκλείεται να σε αφήσω να φύγεις μόνος σου.
- Αφού επιμένεις. Υποχώρησα και περίμενα να ξαναέρθει από το υπνοδωμάτιό της.
Στο αυτοκίνητο με ευχαρίστησε για την παρέα και χωρίσαμε αφού ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Και τα σταθερά και τα κινητά. Έσκυψε και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο στα πεταχτά.
- Θα τηλεφωνηθούμε μου πέταξε όταν έκλεινα την πόρτα του αυτοκινήτου της.
Πήγα στο σπίτι μου αφού την ευχαρίστησα και πάλι. Εκείνη τη στιγμή δεν εκτίμησα σωστά τι σήμαινε “θα τηλεφωνηθούμε”. Έκανα ένα μπανάκι και ξάπλωσα, ήταν 9:20. Κατά τις 11 ντριν το τηλέφωνο. Με ξύπνησε από βαθύ ύπνο. Το κατάλαβε ότι κοιμόμουν.
- Συγγνώμη ρε Κώστα. Σε ξύπνησα;
- Ναι, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Είσαι καλά;
- Ναι μωρέ, καλά είμαι. Σκεφτόμουν όλα αυτά που έγιναν σήμερα.
- Εντάξει είναι, τι σε απασχολεί; Όλα καλά; Ένιωθα μεγάλη αμηχανία και προσπαθούσα να την καθησυχάσω. Δεν ήξερα πώς να το χειριστώ.
- Όχι, όχι, δεν είναι εντάξει. Φέρθηκα σαν κοριτσόπουλο, σαν έφηβη. Και δεν είμαι να πάρει η ευχή. Είμαι μια μεγάλη γυναίκα.
- Έλα βρε Μαρίνα, δεν έκανες και κανένα έγκλημα. Ένα φιλάκι μου έδωσες, και θα σου πω ότι μου άρεσε κιόλας. Στη μεγάλη μου αμηχανία δεν ήξερα τι έλεγα.
- Δηλαδή, δε σε ενόχλησε που σε φίλησα; Με ρώτησε με απορία.
- Όχι ρε Μαρίνα γιατί να με ενοχλήσει, αντίθετα ένιωσα και πιο άνετα, επίσης όταν σκέφτομαι ότι ξεσπιτώθηκες για να με φέρεις στο σπίτι μου.
- Πολύ χαίρομαι Κώστα μου, πολύ χαίρομαι που δε σε πείραξε. Βασανιζόμουν και το σκεφτόμουν, γι’ αυτό και σε ενόχλησα τέτοια ώρα.
- Μπα, καμία ενόχληση. Μην το σκέφτεσαι.
Συνεχίσαμε την κουβέντα αφού μου είπε ότι βρήκε έργο να πάμε, και για χιλιοστή φορά μου είπε πως χάρηκε που δεν την παρεξήγησα. Κλείσαμε τα τηλέφωνα με την υπόσχεση να ξαναμιλήσουμε. Αυτό συνεχίστηκε και άλλα βράδια με ανώδυνες συζητήσεις. Τα υπονοούμενα ήταν ελάχιστα και πολύ καλυμμένα. Ένα βράδυ όμως, αργούτσικα, την πήρα εγώ τηλέφωνο. Είχα πολλές καύλες αλλά ήμουν πολύ προσεκτικός, να μη φοβηθεί, άλλωστε ήταν και συνάδελφος και σκέψου να πήγαινε κάτι στραβά. Ούτε να το σκέφτομαι δεν ήθελα. Παρ’ όλα αυτά άρχισα πολύ προσεκτικά να κάνω παιχνίδι.
- Και τι θα έλεγες Μαρινάκι μου αν σε φιλούσα εγώ στο μαγουλάκι;
- Τι να σου πω βρε παιδί μου, δεν ξέρω. Μάλλον θα γυρνούσα και το άλλο μάγουλο, όπως έλεγε και ο Χριστός.
- Καλή είσαι εσύ και δηλαδή αν σου έδινα κανονικό φιλί στα χείλη σου πως θα αντιδρούσες.
- Πολύ καλά, ευχαριστώ θα σου έλεγα.
- Και αφού γουστάρεις όλο αυτό πως και δεν έκανες κάτι μέχρι σήμερα με κάποιον άνδρα.
- Σου το είπα ρε Κώστα, δεν έτυχε. Επίσης πρέπει να πω ότι δεν το επιδίωξα και στο δρόμο μου δεν βρέθηκε κάποιος που να με εμπνεύσει.
- Πως θα ήταν ο άντρας που θα σε ενέπνεε να κάνεις κάτι μαζί του;
- Α… πολλά ρωτάς. Και μετά από μια μικρή παύση. Θα σου πω. Να είναι σαν και εσένα. Αστυνομικός, δηλαδή να φοράει στολή. Ευγενικός, δυνατός, ψηλός μελαχρινός και αν είναι δυνατόν και όμορφος.
- Εμένα περιγράφεις τώρα; Θες να πεταχτώ μέχρι το διαμέρισμά σου;
- Τώρα;
- Ναι, τώρα. Σε δέκα λεπτά είμαι στο σπίτι σου. Πες μου να μην έρθω και θα το σεβαστώ.
- Όχι, όχι, δεν είπα κάτι τέτοιο. Έλα σε περιμένω. Θυμάσαι το σπίτι;
- Ναι, μην ανησυχείς, και βέβαια το θυμάμαι. Έρχομαι σε ένα τεταρτάκι.
- Να ζητήσω κάτι αλλά μην με παρεξηγήσεις.
- Πες μου ρε συ, δεν παρεξηγώ.
- Να φοράς τη στολή σου σε παρακαλώ.
- ΟΚ, έρχομαι.
Έκανα ένα ντουζάκι, έβαλα τις κολόνιες μου, τη στολή μου, πήρα ένα ταξάκι και να ‘μαι στην πόρτα της. Την άνοιξε και είδα κάποια άλλη γυναίκα. Έλαμπε, τα μαλλάκια της τα είχε πιάσει μια πρόχειρη αλογοουρά. Ο λαιμός της λευκός και μακρύς. Ένα φαρδύ λευκό πουκαμισάκι κάλυπτε το μπούστο της. Όταν άνοιξε την πόρτα και την είδα έσκυψα και την φίλησα στο λαιμό της. Μου αγκάλιασε το κεφάλι και μου είπε ψιθυριστά “καλώς όρισες αστυνόμε”. Πρόσεξα ότι η πόρτα του δωματίου της μαμάς ήταν κλειστή. Στο τραπεζάκι ήταν στην πρίζα ένα μεγαφωνάκι που χρησιμοποιούν οι μαμάδες για να ακούνε το κλάμα των μωρών τους. Είχε σερβιρισμένο ένα ποτήρι με ουίσκι και παγάκια και δίπλα μια βότκα με φετούλα λεμόνι. Οι ξηροί καρποί περίμεναν να καταβροχθιστούν. Όρθιοι, ο ένας απέναντι στον άλλο, μέσα από την κλειστή πόρτα. Φιληθήκαμε με γλώσσα χωρίς περιστροφές και γονάτισε μπροστά μου. Μου κατέβασε το φερμουάρ. Τον έβγαλε έξω, με τ’ αρχίδια μαζί, και άρχισε να τον γλείφει και να τον ρουφάει. Σταμάτησε για να μου πει:
- Μου αρέσεις αστυνόμε, με τρελαίνει να σε νιώθω να δυναμώνεις μέσα στο στόμα μου από τα χάδια μου...
- Κι’ εμένα με τρελαίνεις κουκλάκι μου, συνέχισε, μη σταματάς.
Συνέχισε να με πιπώνει με τέχνη και όταν έγινα πέτρα της έπιασα τα μαλλιά και άρχισα να την γαμάω κανονικά. Είχα ξεφύγει και τη γαμούσα βάρβαρα. Είχε τα χέρια της στις γάμπες μου και όταν δε μπορούσε με έδιωχνε με προσοχή. Σταματούσα και συνέχιζα μετά από ελάχιστα δεύτερα.
- Χύνω καύλα μου, είμαι έτοιμος να στα δώσω τσουλάκι μου.
- Στα βυζάκια μου, στα βυζάκια μου… ψιθύρισε.
Πρόλαβε και άνοιξε το πουκαμισάκι της. Η πρώτη μεγάλη σταγόνα στο στόμα της και μετά μαλακιζόμουν μπροστά της και την έχυνα στα βυζιά της που έγιναν λευκά από τον καταρράκτη μου. Πολύ καιρό αγάμητος κι εγώ. Τα περίμενε σαν την ξερή γη τη φθινοπωρινή βροχή. Τα πασάλειψε καλά-καλά και έπαιξε με τις ρώγες της που είχαν γίνει σκοτεινό καφέ και προσπαθούσαν να τρυπήσουν τα σύννεφα. Έφυγε για το μπάνιο και εγώ έβγαλα τη στολή. Με το μποξεράκι κάθισα στον καναπέ με το ουϊσκάκι μου στο χέρι. Γύρισε και με αγκάλιασε δυνατά και κάθισε δίπλα μου. Φορούσε μόνο ένα κιλοτάκι λευκό, δαντελένιο με “σχισμένο” τον καβάλο.
- Πάμε στο κρεβάτι, μου είπε.
Είχα καυλώσει και το είδε.
- Όρθιος πάλι αγόρι μου, είπε και έσκυψε και μου έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στην πουτσοκεφαλή μου. Νόστιμος είσαι, γι’ αυτό θέλω να σε φάω ολόκληρο…
- Και εγώ θέλω να σου φάω τη μουνάρα σου και θα το κάνω αμέσως.
Σηκώθηκα από τον καναπέ και πήγαμε στο κρεβάτι της. Όταν πλησιάσαμε της έδωσα μια σπρωξιά και έπεσε στα καθαρά λεύκα σεντόνια της. Γύρισε να με κοιτάξει αλλά ήμουν πολύ σοβαρός και έτοιμος να την πιάσω από τους αστραγάλους της και να της ανοίξω τα μπούτια. Πράγμα που έκανα αμέσως. Το κιλοτάκι της είχε άνοιγμα στον καβάλο και έτσι είχα άνετη πρόσβαση. Άρχισα αμέσως να την παιδεύω. Άνοιξα τα μουνόχειλα της με την γλώσσα μου και άρχισα να τη γλείφω δυνατά από την κλειτορίδα της μέχρι κάτω από τη μουνότρυπα της. Στη γέφυρα με την κωλότρυπα. Στην αρχή ασχολιόμουν με ολόκληρη την περιοχή αλλά μετά επικεντρώθηκα στην κλειτορίδα της. Όσο της ρούφαγα την κλειτορίδα και την έπαιζα ταυτόχρονα με την άκρη της γλώσσας μου τρελαινόταν. Το σώμα της τόξο με πολύ ένταση. Συνέχισα να τη ρουφάω και ταυτόχρονα άρχισα να χαϊδεύω κυκλικά την μουνότρυπα της. Σιγά και κυκλικά στα χείλη της τρύπας της. Και ρούφηγμα της κλειτορίδας της που είχε σκληρύνει. Στριφογύρναγε σα χέλι και μούγκριζε από καύλα. Η έκρηξη ήρθε. Την ένιωσα πρώτα στο στόμα μου και στο δάχτυλό μου που είχε χωθεί μέσα της και στην συνέχεια την άκουσα να λέει:
- Έχυσα καύλα μου, έχυσα και το ήθελα τόσο πολύ, πολύ, πάρα πολύ. Και έπεσε ξέπνοη στο κρεβάτι της.
Σηκώθηκα, ξάπλωσα δίπλα της και την αγκάλιασα. Τη φίλησα φιλικά θα έλεγα. Μου ανταπέδωσε ένα ξεψυχισμένο γλωσσόφιλο. Ήταν ακόμα λαχανιασμένη και έλεγε:
- Πουτάνα με έκανες, πουτάνα σου λέω. Του δρόμου, τσουλί κανονικό. Αλλά μου άρεσε το είχα τόσο ανάγκη.
- Ηρέμησε μωρό μου, ηρέμησε.
- Σου λέω το ήθελα πολύ, το κορμί μου διψούσε, να ήξερες πόσο…
Είχε ηρεμήσει, η αναπνοή και των δύο μας κανονική. Άνοιξε τα μάτια της και με ρώτησε αν θέλω κάτι. Της ζήτησα νερό. Πετάχτηκε και μου έφερε νερό, ουίσκυ και παγάκια. Αυτή πήρε το νερό της και έβαλε ένα παγάκι στην βότκα της που δεν είχε τελειώσει. Δεν καπνίζαμε, οπότε η κλασική σκηνή με το γυμνό ζεύγος στο κρεβάτι με τσιγάρο στα χέρια δεν παίζει. Ξεκουράστηκε για μερικά λεπτά και με είδε στα μάτια και με ρώτησε.
- Σε θέλω πολύ, σε θέλω ξανά.
- Είμαι δικός σου, ότι θες εσύ.
Με έσπρωξε και με ξάπλωσε ανάσκελα και μου ζήτησε να ανοίξω τα μπούτια μου. Γονάτισε ανάμεσα στα πόδια μου και έσκυψε στην πούτσα μου. Την έπιασε στα χέρια της και άρχισε να τη χαϊδεύει και να τη φιλάει. Σκίρτησε η ψωλή μου και την πήρε στο στόμα της.
- Μου αρέσει να σε τρώω έτσι που είσαι παραδομένος.
Έπεσε με τα μούτρα να με πιπώνει μαεστρικά. Πήγα να πιάσω το καυλί μου για να το μαλακίσω παράλληλα με την πίπα της αλλά μου τα έσπρωξε.
- Άσε με. Μόνη μου...
Οπότε παραιτήθηκα και περίμενα όλο καύλα. Άρχισα να τρέμω και της λέω πιο δυνατά, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα. Της έπιασα τα μαλλιά δίνοντας πιο γρήγορο ρυθμό. Με μαλάκιζε παράλληλα με την πίπα της. Τη ρούφαγε μέχρι τη ρίζα και έφτανε στο πουτσοκέφαλο παίζοντας με τη γλώσσα της και ξανά από την αρχή. Είχα αλαλιάσει και η καύλα μου στα ύψη. Πριν χύσω κάθισε στην καυλάρα μου. Την κάρφωσε στη μουνάρα της και στην αρχή καρφωνόταν και μετά μπρος πίσω και πάλι πάνω κάτω. Της τσίμπαγα τις ρώγες και μου έπιανε τα παλάμες μου με τις παλάμες της πάνω στα όμορφα βυζάκια της. Οι οργασμοί μας ήρθαν πρώτα σ’ αυτήν και με το που ένιωσα τον σπασμό της πετάχτηκαν τα χύσια μου μέσα της. Ήταν τρεις το ξημέρωμα.
- Θα κοιμηθούμε μαζί έτσι δεν είναι;
- Λέω να πάω σπίτι μου.
- Έλα ρε Κώστα, μη φύγεις σε παρακαλώ.
Υποχώρησα και πέσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ζήσαμε μαζί, αλλά συνεχίσαμε να κάνουμε έρωτα σαν παλαβοί για πολλούς μήνες…
Copyright protected OW ref: 182860
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.