Η ιστορία:
Με λένε Ζέτα. Είμαι 26 χρονών, καστανομελάχρινη με μακριά μαλλιά ως την πλάτη, ζουμερό μέτριο στήθος, και καμπύλες ανάλογες της ηλικίας μου, μιας κι ως τα 22 μου ασχολούμουν με τον αθλητισμό και την κολύμβηση. Ζω με τον πατέρα μου, μιας και η μητέρα μου, δεν είναι εν ζωή. Σχέση δεν έχω, εδώ κι έξι προς επτά μήνες περίπου. Ο πατέρας μου, είναι πολιτικός μηχανικός, και έχει τρεις συνεταίρους. Τον Γιώργο, τον Ηλία, και τον Δημήτρη.
Εδώ και κάμποσες μέρες, κυνηγούσαν μια σπουδαία δουλειά. Αν και περίοδος κρίσης, υπάρχουν που και που κάποια μικρά φώτα αισιοδοξίας. Έτσι η δουλειά κλείστηκε, και είπαν οι φίλοι και συνεταίροι να το γιορτάσουν, με ένα τραπέζι που θα έκανε ο πατέρας μου προς αυτούς στο σπίτι μας. Εγώ, από τους συνεργάτες του πατέρα μου, είμαι κρυφά καψούρα με τον Γιώργο. Θα έδινα τα πάντα για να βρεθώ μαζί του. Όμως ποτέ δεν τόλμησα να κάνω κάτι. Όχι ότι οι άλλοι είναι χάλια, κούκλοι είναι, αλλά ο Γιώργος είναι κόλαση. Γυμνασμένος μέχρι τέρμα, με κάτι μπράτσα που και μόνο που τα βλέπεις παρακαλάς έστω και για ένα δεύτερο του λεπτού να σε σφίξει στην αγκαλιά του.
Μου λέει ο πατέρας μου για το τραπέζι που θέλει να τους κάνει, και με παρακαλεί να κάνω ότι καλύτερο μπορώ ώστε να μείνουν ευχαριστημένοι. Έτσι κι έγινε. Έβαλα όλη μου την τέχνη και ετοίμασα ότι καλύτερο μπορούσα. Είχα βεβαίως ετοιμαστεί κι αναλόγως για το τραπέζι. Είχα πάει κομμωτήριο, είχα βάψει νύχια, φόραγα μια μεσημεριανή τουαλέτα σε φόντο άσπρου και μαύρου, είχα βαφτεί, μια σωστή οικοδέσποινα.
Ήρθε η μέρα του τραπεζιού λοιπόν (μεσημέρι Κυριακής) και με τα καλωσορίσματα κλπ. κλπ., αρχίσαμε να μιλάμε, πίνοντας ένα ουζάκι οι άντρες κι εγώ ένα ποτήρι κρασί. Στην αρχή η κουβέντα ήταν βαρετή για μένα, μιας κι από τα επαγγελματικά τους δεν σκαμπάζω. Εγώ νηπιαγωγός σπούδασα. Κάποια στιγμή, πετάγεται ο Ηλίας και λέει:
- «Μάγκες, αφήστε τα επαγγελματικά, να πούμε και τίποτα άλλο. Εδώ έχουμε μια κοπέλα στην παρέα μας και την αφήσαμε μόνη με τα δικά μας».
- «Δίκιο έχεις», του λέει ο Δημήτρης και μου απευθύνει τον λόγο. «Για πες ρε Ζέτα, πως πάνε τα δικά σου; Τι γίνεται με τα παιδιά;»
Αρχίσαμε λοιπόν τα περί τέτοιας συζήτησης μέχρι που κάποια στιγμή, παρατηρώ τον Γιώργο, να πιάνει τον καβάλο του παντελονιού του, να μου κλείνει το μάτι, και να μου χαμογελάει διακριτικά. Μου άρεσε. Ίσως και να με καύλωσε αυτό, αλλά σκεφτόμουν τον πατέρα μου μην καταλάβει κάτι, και φυσικά οι υπόλοιποι. Εγώ όσο διακριτικά μπορούσα, του άφηνα να καταλάβει πως γουστάρω. Κάποια στιγμή λέει ο πατέρας μου:
- «Ρε κοράκλα, δεν αρχίζεις σιγά - σιγά να ετοιμάζεις το τραπέζι;»
- «Ναι, ώρα είναι εξάλλου. Πιείτε ένα ουζάκι εσείς ακόμα, μέχρι να ετοιμάσω».
Πήγα στην κουζίνα, κι άρχιζα να ετοιμάζω τα πιάτα για όλους. Έτσι όπως ετοίμαζα, ακούω μια φωνή από την πόρτα της κουζίνας. Ήταν ο Γιώργος.
- «Ενοχλώ μήπως; Θες κάποια βοήθεια;»
- «Όχι Γιώργο, σ’ ευχαριστώ. Θα τα καταφέρω».
- «Μα είναι αναισθησία. Δεν σε θέλουμε δούλα μας. Εμείς ένα μεζέ είπαμε να φάμε για τα καλορίζικα».
- «Όλα είναι μια χαρά. Αν θες τόσο να με βοηθήσεις, να, κόψε το ψωμί εσύ», είπα και πήρα τα δυο πρώτα πιάτα να τα πάω στο σαλόνι που ήταν το τραπέζι.
- «Όπα, θέλω κάτι να σου πω…», μου λέει ο Γιώργος και μου παίρνει από τα χέρια τα πιάτα και τα ακουμπάει πάλι στον πάγκο της κουζίνας.
Με πιάνει από την μέση και με καρφώνει μες στα μάτια, κι αρχίζει να μου λέει:
- «Θέλω να ξέρεις πως σε γουστάρω πολύ. Σε θέλω δική μου. Κι εσύ γουστάρεις πουτανάκι, αλλά είναι εδώ ο πατέρας σου και δεν ανταποκρίνεσαι. Άκου: Ο πατέρας σου είναι λάτρης του κρασιού. Θα του δώσω παραπάνω να πιει σήμερα, και μετά θα σε γαμήσουμε και οι τρεις, εγώ ο Ηλίας και ο Δημήτρης».
Τα έχασα. Ένιωσα ότι μου έκανε πλάκα, ότι με χτύπησε κεραυνός αλλά από την άλλη δεν ήθελα να καρφωθώ και να γίνει φασαρία στο σπίτι μου. Στο σπίτι του πατέρα μου για την ακρίβεια. Ετοίμασα λοιπόν το τραπέζι και φυσικά το έπαιζα άνετη και καθίσαμε να φάμε. Τρώγοντας και πίνοντας, πίνοντας και τρώγοντας, έφτασε περίπου 17:30 μ.μ. Παρατηρούσα ότι και οι τρεις τους με κάρφωναν σαν να με πέρναγαν ακτινογραφία. Έκαναν πράξη αυτό που μου είπε νωρίτερα ο Γιώργος στην κουζίνα, ότι θα δώσουν παραπάνω κρασί στον πατέρα μου. Ώσπου ο πατέρας μου, σηκώθηκε από το τραπέζι και λέει:
- «Με συγχωρείτε ρε παιδιά, αλλά με ζάλισε λίγο το κρασί. Θα μου επιτρέψετε να πάω να ξαπλώσω καμιά ώρα, και να κατέβω μετά να πιούμε και καφέ».
- «Καλά ρε μεγάλε, τόσο σε ζάλισε. Πώς κι έτσι; Από την χαρά σου που πήραμε την δουλειά, ε;», του είπε ο Δημήτρης.
Ο Γιώργος με κοίταζε και μου έκλεινε το μάτι. Το ίδιο κι ο Ηλίας. Αυτό λέω ήταν. Τι θα κάνω; Ας πάει και το παλιάμπελο. Τόσους μήνες αγάμητη ήμουν. Θα το απολαύσω. Ο πατέρας μου πήγε όντως να κοιμηθεί, και μάλιστα μου είπε να τον ξυπνήσω σε καμιά ώρα. Έτσι, εγώ μόνη κι αυτοί οι τρεις, περάσαμε στον καναπέ στο σαλόνι. Πιάσαμε την χαζοκουβέντα για κανένα μισάωρο (ίσα να έχει κοιμηθεί για τα καλά ο πατέρας μου). Οπότε, σηκώνεται ο Δημήτρης, κι έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Περνάει το χέρι του στον ώμο μου, και μου λέει:
- «Λοιπόν κούκλα, γεια στα χέρια σου. Όλα τα καλούδια σου ήταν λουκούλλεια. Τι λες τώρα; Είσαι και για καμιά παρτούζα; Ξέρουμε πως θες τον Γιώργο, αλλά σε θέλουμε κι εμείς ρε μανάρι. Δεν μας αξίζει να γευτούμε το μουνάκι σου;»
Κι αμέσως βάζει το χέρι του ανάμεσα στα μπούτια μου. Τα έχασα. Το ήθελα σαν τρελή.
- «Έλα μωρό μου. Θα περάσουμε και οι τέσσερις μια χαρά. Θα σ’ αρέσει πολύ!», λέει ο Ηλίας.
- «Έχει υγρανθεί το τσουλάκι!», λέει π Δημήτρης.
- «Έλα μωρό μου. Μη μας παιδεύεις…», είπε ο Γιώργος.
Κι αρχίζει να τρίβει τον καβάλο του παντελονιού του και με μιας μου παίρνει το χέρι και το βάζει πάνω στο φούσκωμα του. Τα έπαιξα η γυναίκα. Ένα παλαμάρι τουλάχιστον 20ποντο έπιανα. Με ένα νεύμα του Ηλία, πέταξαν με τη μια τα ρούχα τους. Τρεις ψωλές βαρβάτες, 19 και 20 πόντοι και χοντρές. Άρχισαν να με γδύνουν. Με γύμνωσαν. Μου άρεσε που θα γλένταγα μ’ αυτούς τους τρεις ψώλους, και μάλιστα με τον φόβο μην ξυπνήσει ο πατέρας μου. Άρχισε ο Γιώργος να μου κάνει γλειφομούνι, ενώ ο Δημήτρης και ο Ηλίας, πιπίλαγαν τις ρώγες μου, και γλωσσοφιλιόμασταν. Εγώ, είχα πιάσει τις πούτσες τους και τις έσφιγγα για να καυλώσουν. Άρχισαν να μου δίνουν τα καυλιά τους στο στόμα μου, ενώ ο Γιώργος μου έκανε ακόμα γλειφομούνι. Αναστέναζα τόσο και μούγκριζα. Από την μια τα γλειψίματα του Γιώργου από τα μουνόχειλα στην κωλοτρυπίδα μου, κι από την άλλη οι δυο ψωλές στο στόμα μου.
- «Πω πω πω! Τσιμπούκι που κάνει η πουτάναααα!», είπε ο Ηλίας.
- «Έτσι καριόλα. Γλείψε μου και τ‘ αρχίδια. Έτσι μουνάκι. Θα σε κάνουμε πουτάνα μας σήμερα. Ο πατέρας σου δεν θα ξυπνήσει. Του έριξα ελαφρύ υπνωτικό στο κρασί και θα ξυπνήσει αύριο»., είπε ο Δημήτρης.
- «Μαλάκες, έχω πάρει βιάγκρα. Θα την ξεμουνιάσω την παλιοτσούλα. Όποιος γουστάρει, έχω στο παντελόνι μου», είπε ο Γιώργος.
Αυτό ήταν. Θα με πέθαιναν σκέφτηκα.
- «Θα σε χύσω εγώ παντού καριόλα. Στ’ αρχίδια μου κι αν γκαστρωθείς. Να κόψεις το λαιμό σου τι θα το κάνεις!», μου είπε ο Γιώργος.
- «Κι εγώ θα την χύσω παντού!», είπε ο Ηλίας.
- «Φέρε ρε μαλάκα κι εμένα ένα βιάγκρα!», είπε στον Γιώργο ο Δημήτρης.
- «Στο παντελόνι. Ψάξε…», του είπε ο Γιώργος.
Και σηκώνεται κι αρχίζει να μου τρίβει την 20ποντη πούτσα του στα μουνόχειλα μου. Άρχισε να μου τον χώνει…
- «Αχχχχχ… Μμμμμμμ… Τι παλούκι είναι αυτό; Τι ψωλάρα είναι αυτή; Τη θέλω!», φώναξα εγώ.
- «Καίει το μουνί της πουτάνας. Έτσι καριόλα, θα φας πολύ ψωλή και πολλά χύσια σήμερα!», είπε ο Γιώργος.
- «Έλα μωρή καριόλα, πάρτο πίπα. Έτσι. Είσαι καλή καριόλα!», μου φώναξε ο Ηλίας.
Άρχιζε να με πνίγει η πούτσα του Ηλία. 19 πόντοι δεν είναι και λίγο στο λαρύγγι μου. Ο ένας μου γαμάει τώρα το μουνάκι, κι ο άλλος μου γαμάει το στόμα. Ο Δημήτρης, έγλειφε τις ρώγες μου και μαλάκιζε λίγο το καυλί του.
- «Πάρτην αλλιώς Γιώργο, να της γαμήσω τον κώλο της σκρόφας!» φωνάζει ο Δημήτρης.
- «Έλα πουτανάκι μου, κάτσε πάνω στο καυλί μου…», μου λέει ο Γιώργος.
Κι έκατσα. Ήταν καύλα. Τα αρχίδια του Γιώργου ήταν τόσο σκληρά, λες και τα χύσια του είχαν πετρώσει. Ήρθε από πίσω μου, στην κωλοτρυπίδα μου, ο Δημήτρης. Μου έβαλε βαζελίνη κι άρχισε να σπρώχνει την ψωλή του. Άρχισα να βελάζω σαν πληγωμένο ζώο που έχει τραυματιστεί. Ο πόνος είναι ανυπόφορος. Με τη σχέση που είχα, μόνο μια φορά με είχα πηδήξει από τον κώλο. Άρχισα να μουγκρίζω ακόμα περισσότερο, μέχρι που και οι δυο ψωλές είχαν τερματίσει μέσα μου, η μια στο μουνί, και η άλλη στον κώλο. Ο Ηλίας, με γαμούσε από το στόμα.
Με πήδαγαν όλοι ανελέητα, δίχως οίκτο. Με έβριζαν, με κωλοσκαμπίλιζαν, με μείωναν σαν γυναίκα. Όλα αυτά μου άρεσαν όμως. Με έχυσαν και οι τρεις στο μουνί, και οι τρεις μες στον κώλο, και οι τρεις με τσιμπούκια. Με είχαν διαλύσει. Μου τράβαγαν τα μαλλιά, σα να ήμουν άλογο. Κάθε φορά που με έχυναν, μια λαβα από καυτά χύσια έβγαιναν. Ούτε διάλειμμα για τσιγάρο δεν έκαναν. Με γάμαγαν, και με έχυναν. Με έχυναν, και με γάμαγαν…
- «Αχχχχχχχχχχ… Μη από τον κώλο. Πονάωωωωωωωω!!!», φώναξα.
- «Σκάσε καριόλα. Θα σε γαμάμε συνέχεια κι όποτε γουστάρουμε!» μου λέει ο Ηλίας.
- «Βάλτε ρε μαλάκες και οι δυο τις ψωλές μες στο μουνί της. Πρέπει να μάθει να γαμιέται καλά η μικρή. Και την άλλη φορά, θα της βάλουμε δυο ψωλές στον κώλο» είπε ο Δημήτρης.
- «Έλα μωρή καριόλα, διάλεξε τις δυο ψωλές που θες στο μουνί σου…» είπε ο Γιώργος.
Διάλεξα του Γιώργου και του Ηλία.
- «Αχ, ναι! Γαμήστε με την πουτάνα. Ναι άντρες μου. Ξεμουνιάστε με!»
- «Ναι μωρή σκρόφα, θα είσαι οι πουτάνα μας. Θα σε γκαστρώνουμε όλοι μαζί. Στ’ αρχίδια μας, τίνος θα είναι το παιδί. Φόρτωσε το στο μαλάκα το γκόμενο που σε παράτησε!», είπε ο Ηλίας.
- «Χύνωωωωωωωω! Αχ, κι άλλο… Μη σταματάτε!», φώναξα.
Κι άρχισαν σχεδόν να χύνουν μαζί, λες και συγχρονίστηκαν οι πούτσες τους.
- «Χύνω κι εγώ πουτάνα!», φώναξε ο Γιώργος.
- «Κι εγώ καριόλαααα!», φώναξε ο Ηλίας.
- «Άνοιξε το στόμα σου να τα πιείς μωρή σκρόφα. Χύνω! Πάρτα χαμούρααααααααααααα!!!», φώναξε κι ο Δημήτρης.
Η ώρα, είχε πάει 10:00 μ.μ. Εγώ διαλυμένη. Οι άντρες μου εξουθενωμένοι. Από τρεις με τέσσερις φορές έχυσαν σχεδόν. Βλέπετε ήταν και το βιάγκρα στη μέση. Το θέμα είναι, ότι έχω τρεις άντρες που με πηδάνε πάντα μαζί, με λίγες εξαιρέσεις να γαμιέμαι μόνη με τον Γιώργο. Πάμε σε ξενοδοχεία. Κατάφεραν και μου έβαλαν μάλιστα και δυο πούτσες μες στον κώλο. Αλλά αφού γουστάρουμε ελεύθερο έρωτα-σεξ-πήδημα, παίρνω αντισυλληπτικά. Κι έτσι τους αφήνω να φαντάζονται, ότι κάποια μέρα, θα τους πω πως είμαι έγκυος.
Το πιο καλό, είναι ότι ο πατέρας μου εκείνη την Κυριακή δεν ξύπνησε. Ούτε έχει καταλάβει τίποτα για μένα και τους συνεταίρους του. Όσο για το τι έγινε στα ξενοδοχείο, και μάλιστα πως κατάφεραν να μου βάλουν δυο ψωλές στον κώλο, θα σας το πω σε άλλη ιστορία…
(Copyright protected OW ref: 45454)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.