Σηκώθηκα βλαστημώντας τα πάντα. Με άκουσε η κα Γεωργία που ήταν στην αυλή και άρχισε να με κατσαδιάζει για τις βλαστήμιες που έλεγα. Δε έδωσα σημασία⸱ απλά ζήτησα συγγνώμη από την ίδια και ντύθηκα. Τακτοποίησα το δωματιάκι που έμενα και πήγα βιαστικά στην κουζίνα να φτιάξω έναν καφέ. Γινόταν ένας κακός χαμός από άπλυτα και ακαταστασία. Δεν έβρισκα ούτε μια κούπα καθαρή να φτιάξω έναν καφέ. Οι υπόλοιποι κοιμούνταν του καλού καιρού. Πήρα ένα μπουκάλι πλαστικό έριξα λίγο καφέ μέσα και το χτύπησα.
- Με συγχωρείς, Κωστή, αλλά βλέπεις τα κωλόπαιδα χθες ήρθαν και τα άφησαν έτσι, είπε προκειμένου να δικαιολογηθεί για το μπάχαλο.
- Δεν πειράζει, κα. Γωγώ. Εγώ βολεύτηκα. Εξάλλου στη δουλειά με βολεύει καλύτερα το μπουκάλι που κλείνει. Πρέπει να φύγω αμέσως, δεν έχω χρόνο. Πρέπει να πάω στη δουλειά.
- Έχετε πολύ ακόμα εκεί να τελειώσετε;
- Όχι, σε μια βδομάδα ίσως και λιγότερο τελειώνουμε και θα γυρίσω στο χωριό. Εγώ έχω πολύ διάβασμα μπροστά μου.
- Καλά θα κάνεις, να διαβάσεις, να περάσεις κάπου.
- Αυτό έχω στο νου μου, κα Γωγώ.
Η κα. Γωγώ ήταν η γυναίκα του θείου μου, του αδερφού του πατέρα μου. Εκείνον τον καιρό έπρεπε να δουλέψω να βοηθήσω το σπίτι μου. Αν και η περίοδος αυτή του καλοκαιριού θα ήταν χρήσιμη για μένα και το διάβασμά μου, έπρεπε να δουλέψω για να βγάλω πέρα τα φροντιστήρια. Οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα. Για την κα. Γωγώ δεν ήμουν κι ό,τι καλύτερο. Μπορεί ο θείος μου να μην είχε πρόβλημα να με φιλοξενήσει, αλλά εκείνη μού έδειχνε πολλές φορές ότι της είμαι βάρος. Το καταλάβαινα.
Ο θείος μου έμενε σε μια μεγάλη μονοκατοικία. Στην αυλή, στα αριστερά του οικοπέδου καθώς έμπαινε κανείς από την πύλη, υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι που είχε ένα δωμάτιο και μια μικρή τουαλέτα. Εκεί κατάφερα και έφτιαξα από τις πρώτες μέρες ακόμα, μια ντουζιέρα. Ήθελα να μην είμαι μέσα στα πόδια τους συνεχώς. Αν και ο θείος μου δεν ήθελε να κοιμάμαι στο σπιτάκι ξέχωρα, λες και ήμουν ανεπιθύμητος, εγώ επέμενα να μείνω εκεί, για να έχω την άνεσή μου. Ήμουν μαζί τους μόνο όταν με καλούσαν⸱ και φυσικά αυτό γινόταν, όταν ήταν ο θείος μου παρών. Διαφορετικά την περνούσα μόνος. Παρ’ όλη την αντιπάθεια που μου έδειχνε η θεία μου, το ξεπερνούσα και δε με πείραζε όμως, ήθελα την ησυχία μου. Εξάλλου δεν θα έμενα για πάντα. Πριν το δεκαπενταύγουστο θα έφευγα από το Βόλο και θα γύριζα στο σπίτι μου, στο διάβασμά μου.
Καθόμουν και σκεφτόμουν κάποιες φορές… τι λόγο να είχε αυτή η γυναίκα να με αντιπαθεί τόσο από το πρώτο καιρό που με γνώρισε; Και τον κατάλαβα, όταν αντιλήφθηκα ότι η κόρη της, η Έφη, με γλυκοκοίταζε από την αρχή της γνωριμίας μας. Ο Θείος μου από την άλλη με αγαπούσε πολύ, από όταν ήμουν μικρό παιδί. Πάντα έλεγε ότι είμαι σωστός λεβέντης και όταν ήθελε να με πειράξει, μου έλεγε: «Όλες οι γυναίκες, βρε Κωστή, θα τρέχουν πίσω σου, αλλά εσύ ε; Θα τις αλλάζεις σαν τα πουκάμισα!». Κι αυτό μου ανέβαζε την αυτοπεποίθηση. Τον αγαπούσα κι εγώ το θείο μου, μου έκανε όλα τα χατίρια από μικρός που ήμουν, μου είχε μεγάλη αδυναμία. Μεγαλώνοντας φρόντιζα να γυμνάζομαι και να προσέχω πολύ την εμφάνισή μου. Θυμάμαι τον πατέρα μου, που όταν έφευγε ο θείος μου, μου έλεγε να μην τον ακούω και να κοιτάξω να γίνω καλός και αξιόλογος άνθρωπος.
Τα βράδια πολλές φορές ονειροπολούσα. Φανταζόμουν εμένα, τους γονείς μου, την αδερφή μου την Χρύσα, που ήταν μικρότερη κατά δύο χρόνια από μένα, να μένουμε σε ένα μεγάλο σπίτι και να έχουμε όλες τις ανέσεις˙ αυτό που μας έλλειπε δηλαδή.
Όσο καιρό ήμουν εκεί, καταλάβαινα ότι η κόρη της η Έφη με γλυκοκοίταζε ολοένα και περισσότερο και μάλιστα πολλές φορές με έκδηλο ύφος. Η Έφη ήταν η κόρης της από τον πρώτο της γάμο. Με το θείο μου τον Αντώνη είχαν ένα γιο αρκετά μικρότερο από την Έφη. Η Έφη ήταν ένα χρόνο μικρότερή μου. Μια συμπαθητική κοπέλα, όμορφη, με ένα όμορφο εφηβικό σώμα. Κάποια μέρα που κάθονταν κάτω από τα δέντρα της αυλής με τη φίλη της τη Λένα, τις άκουσα να λένε διάφορα για μένα. Ότι έχω όμορφο σώμα, ότι άρεσα και στη φίλη της πάρα πολύ, όπως και σ’ αυτή, αλλά δε γινόταν να γίνει τίποτα, γιατί ήταν η μάνα της στη μέση με τα ραντάρ συνεχώς ανοιχτά και εμένα δεν με συμπαθούσε ιδιαίτερα. Τα αγνόησα, τα προσπέρασα. Εξάλλου μόνο μπελάδες και μπλεξίματα δεν ήθελα την περίοδο εκείνη. Εγώ πήγα να δουλέψω και υποχρεώθηκα να με φιλοξενούν για να μπορέσω να συνεισφέρω στο εισόδημα της οικογένειάς μου.
Είχε πάει πια Αύγουστος και οι μέρες της δουλειάς τελείωσαν. Ήταν Παρασκευή απόγευμα. Είχα γυρίσει κατάκοπος από τη δουλειά. Έκανα ένα μπάνιο και άραξα στο κρεβάτι, προσπαθώντας να κατευνάσω τον πόνο που ένιωθα στην πλάτη από την κούραση της δουλειάς. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω. Κατά τις 7 το απόγευμα άκουσα φωνές στην αυλή και ξύπνησα. Σηκώθηκα πλύθηκα και έφτιαξα ένα έτοιμο φραπέ. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Εκεί ήταν η Έφη με την Λένα, την φίλη της και έπαιζαν με τις ρακέτες.
- Καλησπέρα, κορίτσια!
- Καλησπέρα, Κωστή! Τι κάνεις; Μας συγχωρείς που σε ξυπνήσαμε, είπε η Λένα.
- Δεν πειράζει, εξάλλου θα σηκωνόμουν ούτως ή άλλως για να κατέβω στην πόλη.
Από την πόρτα της κουζίνας ξεπρόβαλε η κα. Γωγώ μόλις με άκουσε και με κοιτούσε καχύποπτα, την ώρα που μιλούσα στα κορίτσια. Δεν έμεινα πολύ μαζί τους. Πήγα ντύθηκα και βγήκα έξω. Η Πόλη ήταν δέκα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι τους.
Έφτασα στην πόλη και συνάντησα ένα παλικάρι που δουλεύαμε μαζί στην δουλειά. Πήγαμε να φάμε και μετά πήγαμε για ποτό. Η ώρα προχωρούσε και τα ποτά διαδέχονταν τον ένα το άλλο. Κάναμε κεφάλι. Φύγαμε κατά τη μία. Εγώ πήγα με τα πόδια στο σπίτι.
Όταν έφτασα πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο. Μόλις άναψα το φως τρόμαξα. Η Λένα ήταν ξαπλωμένη κάτω από τα σκεπάσματά μου. Έτριψα τα μάτια μου. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα.
- Καλά, τι θέλεις εσύ εδώ; Πώς μπήκες, Λένα;
- Πήρα το δεύτερο κλειδί από την Έφη. Κακό είναι;
- Καλά, άσε που τρόμαξα, φαντάζεσαι όμως να μας πάρει κανένα μάτι; Τι θα πουν οι δικοί σου τέτοια ώρα που δεν είσαι σπίτι; Είναι δύο το πρωί, καταλαβαίνεις τι κάνεις;
- Ναι, πολύ καλά καταλαβαίνω τι κάνω και ξέρω τι θέλω.
Και με μια κίνηση πετάει το σεντόνι από πάνω της. Ήταν γυμνή μόνο με το κιλοτάκι. Σάστισα. Έμεινα να την κοιτάζω σαν χάνος. Πήγα, άναψα το πορτατίφ, και έσβησα το μεγάλο φως. Γύρισα το κλειδί στην πόρτα και κατέβασα τα ρολά του παραθύρου. Το θέαμα του γυμνού κορμιού της με άναψε.
Γδύθηκα γρήγορα και έπεσα δίπλα της. Αρχίσαμε τα φιλιά. Κατέβηκα στο όμορφο νεανικό της στήθος και άρχισα να παίζω με τις ρώγες της. Με ανασήκωσε λίγο τα γόνατα και με μια κίνηση έβγαλε το κιλοτάκι που φορούσε. Γδύθηκα βγάζοντας κι εγώ το σλιπάκι που φορούσα. Της άνοιξα τα πόδια και μπήκα ανάμεσά της. Τον έβαλα με την μία. Δεν ήταν παρθένα, αλλά ήταν πολύ στενή. Στα πρώτα δέκα σπρωξίματα δεν άντεξα άλλο. Έχυσα πάνω στην κοιλιά της.
Ξάπλωσα ανάσκελα. Έπεσε πάνω μου και άρχισε τα φιλιά και τα χάδια.
- Πολύ σοβαρός είσαι, βρε Κωστή μου, είπε θέλοντας να με πειράξει. Βρε να μην μας δίνεις καμιά σημασία;
- Δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα σε ξένο σπίτι.
- Η Έφη κι κείνη θα γούσταρε κανένα στα πεταχτά, αλλά βλέπεις η κα. Γωγώ μας κοιτάζει περίεργα, όταν σε πλησιάζουμε. Βέβαια εγώ είμαι μεγαλύτερη, γι’ αυτό πήρα το θάρρος, και να σου πω, καλύτερα, σε θέλω όλο δικό μου, είπε με μια έπαρση.
- Ναι, είπα με ένα ειρωνικό γέλιο, εσύ… το λέει η καρδιά σου. Φαίνεσαι θαρραλέο κορίτσι.
- Ρε, με δουλεύεις;… είπε και με χτύπησε παιγνιδιάρικα στον ώμο. Εσύ που δεν άντεξες ούτε πέντε λεπτά;… είπε θέλοντας να με πειράξει.
- Θα δεις σε λίγο, αλλά θα πρέπει να βάλεις και εσύ τα δυνατά σου!
- Δεν θα πλυθείς;
- Ναι, είπα και σηκώθηκα.
Ακολούθησε κι εκείνη.
Ξαπλώσαμε και αρχίσαμε τα φιλιά. Σε λίγο ήμουν έτοιμος. Γύρισα ανάσκελα. Εκείνη έσκυψε και πήρε τον πούτσο μου μέσα στο στόμα της. Άρχισε να μου γλείφει το πουτσοκέφαλο. Μου άρεσε πολύ. Το έκανε αισθησιακά και παιγνιδιάρικα κοιτώντας με στα μάτια και πότε πότε με κοιτούσε με ένα γλυκό παιδικό χαμόγελο. Την τράβηξα πάνω μου. Άρχισα να τη φιλάω στο στόμα. Την έβαλα από κάτω. Άρχισα να τη φιλάω σε όλο το σώμα. Αναστέναζε. Κατέβηκα στο μουνί της και περίλαβα την κλειτορίδα της. Έχωσα ένα δάχτυλο μέσα της και την έπαιζα. Αναστέναζε από την καύλα. Συνέχισα μέχρι που έχυσε με έναν δυνατό οργασμό. Της σήκωσα τα πόδια και τον έχωσα. Σιγά σιγά στην αρχή. Ο πούτσος μου δε χωνόταν ολόκληρος μέσα στο στενό μουνί της στην αρχή. Ύστερα προσαρμόστηκε και άρχισα να τον χώνω βαθιά. Σε αυτή τη στάση κράτησε αρκετά.
Τη γύρισα στα τέσσερα και άρχισα να τη γαμάω σε ένα γρήγορο ρυθμό. Έχυσε για άλλη μια φορά.
Ύστερα ξάπλωσα ανάσκελα μια και είχα κουραστεί. Με καβάλησε και βρήκε ένα ρυθμό που καταλάβαινε ότι μου αρέσει. Ο πούτσος μου είχε γίνει πολύ σκληρός. Συνέχισε. Σε λίγο ήθελα να χύσω. Τραβήχτηκα έξω. Όσο έχυνα στην κοιλιά μου εκείνη έτριβε τα μουνόχειλα της πάνω στον πούτσο μου. Ο δεύτερος οργασμός ήταν κάτι το οποίο δεν είχα νιώσει μέχρι τότε. Σε κάθε τίναγμα ένιωθα να με διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Άδειασα εντελώς. Ξάπλωσε πάνω μου και άρχισε να με φιλά.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Ξεθεωθήκαμε στον έρωτα. Κατά τις πέντε το πρωί έφυγε σιγά σιγά παίρνοντας μαζί της το κλειδί να το δώσει στην Έφη.
Εγώ το Σάββατο εκείνο κοιμήθηκα μέχρι αργά το μεσημέρι. Ξύπνησα. Έκανα ένα μπάνιο και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω ένα καφέ. Εκεί βρήκα την Έφη με την κα. Γωγώ να κάθονται στο τραπέζι. Η Έφη, μιας και γνώριζε την φάση που έγινε με τη Λένα, με κοίταζε πονηρά. Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε η κα. Γωγώ. Ήταν ο πατέρας μου. Ζήτησε να πάω επειγόντως, γιατί η Χρύσα είχε ένα ατύχημα με το σκουτεράκι. Ήταν στο νοσοκομείο με σπασμένο πόδι.
Μάζεψα βιαστικά τα πράγματά μου και έφυγα με το πρώτο λεωφορείο που βρήκα θέση. Σε λίγες ώρες ήμουν στο σπίτι. Πήρα το μηχανάκι και πήγα στο νοσοκομείο. Εκεί τους βρήκα όλους. Η Χρύσα πονούσε. Με το που πήγα, την αγκάλιασα και τη φίλησα. Εκείνη χάρηκε πολύ.
Με τη Χρύσα είμαστε πολύ αγαπημένα αδέρφια ακόμα και σήμερα. Κατέβηκα και της πήρα τις σοκολάτες που της άρεσαν. Κοίταζα να την κάνω να νιώσει όσο γίνεται πιο ευχάριστα. Σε λίγο χτύπησε το κινητό της. Εγώ, σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου, ήμουν αντίθετος με τη χρήση του κινητού. Το να έχουν κινητό τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου, νόμιζαν ότι είναι κάτι. Η Χρύσα είχε πριν από μένα και μάλιστα της το πήρα εγώ δώρο στα γενέθλιά της, αφού της είχα μεγάλη αδυναμία.
Στο τηλέφωνο ήταν η Έφη. Της είπε για την φάση ανάμεσα σε μένα και την Λένα. Η Χρύσα χαμογέλασε. Σε κάποια στιγμή που η μάνα με τον πατέρα μου βγήκαν, με κοίταξε και έβαλε τα γέλια.
- Εμ, αυτό είναι, για να έχεις τέτοιο γόη αδερφό… έτσι είναι. Και η Έφη πάει να σκάσει από την ζήλια της τώρα, που σε ζαχάρωνε τόσο καιρό, είπε χαριτολογώντας.
- Ας σκάσει, αδερφούλα μου! Τι νόμισε, ότι θα μπλέξω μαζί της για να βρω το μπελά μου από την θεία Γωγώ; Άσε βρε Χρύσα μου! Έχω αρκετά στο κεφάλι μου. Και μη νομίζεις ότι το άλλο το βλαμμένο το ερωτεύτηκα κιόλας. Αν κι εκείνη είναι πιο κουλ άτομο, διαφορετικός χαρακτήρας και πιο έξυπνη από την Έφη. Η Έφη… είναι εντελώς βλαμμένο.
- Τη Λένα δεν τη γνωρίζω, αλλά για την Έφη συμφωνώ⸱ είναι βλαμμένο και λίγο ψωνισμένο πολλές φορές.
- Αυτό το «πολλές φορές», θα έλεγα ότι πιο σωστό θα ήταν να έλεγες πάντα. Τι νομίζεις, μετά το έπαθε, από κανένα κρυολόγημα; Έτσι γεννήθηκε! Γενετικό λάθος.
Η Χρύσα έσκασε στα γέλια με το τελευταίο σχόλιό μου, το ίδιο κι εγώ. Η ώρα πέρασε. Εγώ με τον πατέρα μου γυρίσαμε στο σπίτι. Η μάνα έμεινε στο νοσοκομείο. Την άλλη μέρα βγήκε και η Χρύσα.
Οι μέρες του καλοκαιριού πέρασαν βοηθώντας τον πατέρα μου στο κτήμα. Το Σεπτέμβρη άρχισα το εντατικό διάβασμα και τα φροντιστήρια. Πέρασε ο καιρός. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στην Αθήνα.
Όταν μετακόμισα στην Αθήνα βρήκα μια γκαρσονιέρα σε καλή τιμή. Οι δικοί μου μού ξεκαθάρισαν ότι δεν πρέπει να δουλεύω και να κοιτάζω τα γράμματα. Στο μυαλό μου όμως είχα άλλα σχέδια. Δεν ήθελα να ξοδεύω τους γονείς μου και μάλιστα τώρα που είχαν και τα φροντιστήρια της Χρύσας.
Τον πρώτο καιρό έπρεπε να προσαρμοστώ με τη σχολή. Ύστερα βρήκα δουλειά σε ένα εστιατόριο ως γκαρσόνι, όχι όλες τις μέρες, όποτε είχαν ανάγκη. Έτσι όμως είχα περισσότερη άνεση κινήσεων. Μπορούσα να αγοράζω ρούχα που μου άρεσαν, να βγαίνω πού και πού με τους φίλους μου, χωρίς να νιώθω ενοχές ότι φέρνω σε δύσκολη θέση τους δικούς μου.
Το πρώτο έτος στη σχολή δυσκολευόμουν σε κάποια μαθήματα. Έκανα παρέα με τον Τάσο, ένα παλικάρι από την Αθήνα. Ήταν καλός στα μαθήματα υπολογιστών, αλλά όχι όσο εγώ στα μαθηματικά και τη φυσική. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον και σιγά σιγά γίναμε κολλητοί. Αρκετά εύθυμος, γλεντζές και γυναικάς από τους λίγους. Εκείνος με παρότρυνε να πάρω επιτέλους κι εγώ ένα κινητό και να παραβώ τις αρχές μου. Είχε την άνεση από το σπίτι του μια και ο πατέρας του ήταν στέλεχος σε μεγάλη εταιρία.
Τα πρώτα χρόνια δεν έτυχε να έχω μία σταθερή σχέση. Την βόλευα με περιστασιακές σχέσεις. Πήγαινα στα πάρτι όταν με καλούσαν και τύχαινε να μη δουλεύω και πάντα φρόντιζα να διασκεδάζω. Δεν έβαζα καημό. Ήμουν άνετος με τις κοπέλες. Δεν κώλωνα να την πέσω σε όποια μου γυάλιζε. Και δε ζοριζόμουν ιδιαίτερα, αν κάτι πήγαινε στραβά.
«Δεν Βαριέσαι» έλεγα, «έχει ο ντουνιάς μουνιά. Αύριο πάμε γι’ άλλη»⸱ ατάκα του θείου μου αυτή. Ήμουν πολύ χαλαρός με το θέμα, σε αντίθεση με κάποιους άλλους που ήξερα, που κοιμούνταν και ξυπνούσαν με την σκέψη και την αγωνία να βρουν γκόμενα. Αυτήν τη στάση την είχα πάντα, από τότε που ήμουν στο Λύκειο. Δε με ένοιαζε και πάντα όλο και κάτι είχα˙ όπως δεν με ένοιαζε και να τα χαλάσω με κάποια. Δεν ήθελα δεσμεύσεις και δεν έδινα και μεγάλες υποσχέσεις.
Θυμάμαι, όταν ήμουν στο τέλος του έτους, λίγο πριν τις εξετάσεις στη σχολή. Μου την είχε πέσει μια αρκετά μεγαλύτερη από μένα γυναίκα. Ήταν η προτελευταία μέρα στη δουλειά για εκείνη την περίοδο. Έπρεπε να σταματήσω για να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις. Μόλις σέρβιρα και το φρούτο στο τραπέζι, που κάθονταν δύο μεσήλικες γυναίκες. Με πλήρωσαν. Έφερα την απόδειξη στο τραπέζι και άφησα και τα ρέστα. Φεύγοντας οι δυο τους, λίγο πριν βγει από την πόρτα του μαγαζιού, η μία από αυτές με κοίταξε με ένα πονηρό ύφος. Πήγα να πάρω το φιλοδώρημα. Κάτω από τα χρήματα είχε αφήσει ένα χαρτί με το όνομά της και το τηλέφωνό της.
Πέρασαν δύο μέρες από την μέρα εκείνη και είχα ρεπό. Την πήρα τηλέφωνο.
- Ναι, ποιος είναι;
- Ο Κωστής! Ο σερβιτόρος από το μαγαζί που πήγατε και φάγατε προχθές κα. Νικολέτα.
- Γεια σου! Τι κάνεις; Είσαι καλά; Πώς και με πήρες;
- Ε, βρήκα τυχαία το τηλέφωνό σας στο τραπέζι και είπα να σας πάρω να μάθω πώς είστε. Τι θα λέγατε να βρεθούμε για ένα καφέ;
Προφανώς και δεν περίμενε τέτοιο άμεσο πέσιμο από μέρους μου.
- Κοίτα, δεν μπορώ τώρα, να κανονίσουμε αργότερα. Συμβαίνει κάτι, θέλεις να μου πεις κάτι;
- Ναι, της είπα. Ξέρετε εμείς τα γκαρσόνια είμαστε και λίγο περίεργοι. Πολλές φορές ακούμε τις συζητήσεις των πελατών μας, άθελά μας βέβαια. Από ό,τι κατάλαβα εσείς πρέπει να έχετε σχέση με τη διακόσμηση, νομίζω είναι το χόμπι σας, αν δεν κάνω λάθος. Θα ήθελα μια γνώμη για το θέμα της διαρρύθμισης στο σπίτι μου που θέλω να κάνω. Και θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη για την αδιακρισία μου φυσικά.
- Καλώς, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν θέλεις, τότε καλύτερα να βρεθούμε στο σπίτι σου, τι λες;
- Πολύ ευχαρίστως.
Της έδωσα τη διεύθυνση και κλείσαμε το τηλέφωνο. Έπιασα αμέσως το καθάρισμα του σπιτιού. Αν και ήμουν πολύ τακτικός με το σπίτι μου και μου άρεσε προπάντων η καθαριότητα, άρχισα το σφουγγάρισμα και το αέρισμα του σπιτιού. Τακτοποίησα τα πάντα λες και μέσα στο σπίτι αυτό υπήρχε γυναικείο χέρι. Θυμάμαι τότε που ήμουν στο θείο μου, που η κυρία Γωγώ δε χρειάστηκε ούτε μια φορά να μπει να καθαρίσει το δωμάτιο που έμενα. Πάντα το είχα συγυρισμένο και καθαρό, και τα ρούχα μου στην εντέλεια.
Η ώρα πέρασε. Ήρθε το βράδυ. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας μου. Άνοιξα. Η Νικολέτα, ήρθε φορώντας ένα κολάν που τόνιζε τις χάρες του κορμιού της. Ήταν ψηλή και με γυμνασμένο κορμί γυναίκα. Μαλλιά μαύρα και μέχρι την πλάτη. Μάτια με έντονο βάψιμο που τόνιζαν το παθιάρικο πρόσωπό της. Πέρασε μέσα.
- Καλησπέρα, Κωστή!
- Καλησπέρα, κα. Νικολέτα!
- Κομμένο το κυρία, αν θέλεις να τα πάμε καλά, εντάξει;
- Εντάξει;
Έφτιαξα δύο καφέδες, αν και λίγο περασμένη η ώρα. Καθίσαμε στο σαλόνι, στον ίδιο καναπέ, δίπλα δίπλα.
- Λοιπόν;… μου λέει. Από πού να αρχίσουμε;
- Από αυτό…
της λέω και σκύβω, την πιάνω και τη φιλάω στο στόμα. Αμέσως αντέδρασε με ένα παθιασμένο φιλί. Με φιλούσε ψάχνοντας με τη γλώσσα της την δική μου. Με είχε ανάψει για τα καλά. Με έσπρωξε ανάσκελα στον καναπέ και άρχισε τα φιλιά στο λαιμό μου. Με μια κίνηση τραβάει τη μπλούζα που φορούσα. Έμεινα γυμνός από πάνω. Άρχισε τότε να με φιλάει στο στήθος. Με άναψε για τα καλά. Με μαεστρία μου έβγαλε το παντελόνι και το σώβρακο σε απίστευτο χρόνο. Έπεσε και πήρε τον πούτσο μου βαθιά στο στόμα της. Τη σταμάτησα για λίγο. Δεν ήθελα να χύσω. Τη σήκωσα και της έβγαλα την κολλητή μπλούζα που φορούσε. Έβγαλα το σουτιέν της και μπροστά μου είχα ένα πλούσιο στήθος με τις ρώγες πεταγμένες από την καύλα έξω. Έσκυψα και άρχισα να της τις φιλάω. Ήταν υπέροχη αίσθηση. Ήταν οι πιο χοντρές ρώγες που είχα φιλήσει ποτέ. Της έβγαλα το κολάν. Έμεινε με ένα μαύρο στρινγκάκι. Της σήκωσα τα πόδια και παραμέρισα απλά το στρινγκάκι της. Έχωσα τον πούτσο μου με τη μία στο ξυρισμένο και καθαρό μουνί της. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά.
- Έτσι αγόρι μου… φώναζε, σκίσε με, τι πούτσος είναι αυτός… έλεγε.
Συνεχίσαμε λίγο ακόμα. Είχα ανάψει για τα καλά. Θα έχυνα καθώς μου χάιδευε τα αρχίδια με το χέρι. Κι εκεί έκανε κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Έπιασε τα αρχίδια μου και τα ζούληξε. Σε σημείο που πόνεσα λίγο. Αυτό ήταν αρκετό να καθυστερήσει τον οργασμό μου. Συνέχισα με τον ίδιο ρυθμό. Έχυσε βογκώντας και φωνάζοντας από την καύλα.
Τη γύρισα στα τέσσερα. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Ο γυμνασμένος κώλος της, παρά την ηλικία της, έμοιαζε σαν να είναι κώλος από κοριτσόπουλο. Σε κάποια στιγμή ήθελα να χύσω. Ο πούτσος μου τεντώθηκε. Έπιασε τα αρχίδια μου πάλι. Τραβήχτηκα με τη μία την έβαλα να ξαπλώσει στο πάτωμα. Την έβαλα στο πλάι και πήγα πίσω της. Δεν έδωσα σημασία, δεν τη ρώτησα καν, αν θέλει να το κάνουμε από πίσω. Η σούφρα της ήταν μούσκεμα από τα υγρά της. Τον έχωσα σιγά σιγά. Σφίχτηκε λίγο στην αρχή. Σε λίγο χώθηκε ο μισός. Άρχισα να τη γαμάω. Όσο πήγαινε και επιτάχυνα καθώς και τον έχωνα όλο και πιο βαθιά. Σε μια στιγμή μου παραπονέθηκε ότι πονάει.
- Έτσι πόνεσα κι εγώ καυλιάρα μου πριν που μου ζούληξες τα αρχίδια. Τώρα θα στον ξεσκίσω για τα καλά. Βάλε το χέρι σου και άρχισε να παίζεις την κλειτορίδα σου! Αν δε χύσεις καθώς σου γαμάω τον κώλο, θα στον ξεσκίσω απόψε. Αύριο δε θα μπορείς να καθίσεις, στο υπόσχομαι…
είπα με μια επιτακτική φωνή και έχωσα τον πούτσο μου πιο βαθιά, σχεδόν ολόκληρο. Η Νικολέτα άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της. Σε δύο λεπτά έφτασε σε οργασμό. Σε λίγο τελείωσα κι εγώ μέσα της, δυνατά. Όταν έφτανα στο τέρμα, πλέον από την καύλα δε λογάριαζα το αν πονούσε ή όχι. Τον έχωνα με δύναμη μέσα ολόκληρο. Η ίδια πήρε στάση που να διευκολύνει την διείσδυση. Αφού έριξα και τα τελευταία μέσα της, βγήκα. Γύρισε λαχανιασμένη προς το μέρος μου.
- Τι ήταν αυτό, βρε αγόρι μου; Είχα πολλά χρόνια να χύσω έτσι.
Με τη Νικολέτα εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Μέχρι το πρωί ξεσκιστήκαμε στο γαμήσι. Μας πήρε ο ύπνος στις εφτά το πρωί. Ξυπνήσαμε κατά τις τρεις το μεσημέρι. Πρώτη σηκώθηκε εκείνη. Εγώ μετά από ένα τέταρτο. Ήρθε στο κρεβάτι. Με φίλησε και μου είπε ότι ο καφές είναι έτοιμος. Ήταν με το στρινγκάκι μόνο. Σηκώθηκα νωχελικά. Κοιταζόταν στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. Μου είπε ότι έπρεπε να φύγει να πάει στην αδερφή του άντρα της. Την περιμένει. Ο άντρας της θα γύριζε σε τρεις μέρες από ταξίδι. Ήταν φορτηγατζής. Όπως ήταν ακουμπισμένη στη συρταριέρα, πάω πίσω της και της παραμερίζω στο πλάι το στρινγκ. Δεν αντέδρασε ιδιαίτερα.
- Μα, τι κάνεις, καλέ μου;
- Αυτό που πρέπει, αυτό που γουστάρει το μουνί σου αυτή τη στιγμή…
είπα και έχωσα τον πούτσο μου βαθιά μέσα στο μουνί της. Αυτή τη φορά την γαμούσα για πάρτη μου. Το ένιωθε και το γούσταρε. Σε πέντε λεπτά έχυσα πάνω στα κωλομάγουλα της.
Ίσιωσε το στρινγκ και πήγε στην κουζίνα. Πήγα κι εγώ και ήπιαμε τον καφέ μας. Χτύπησε το κινητό της. Σε λίγο έφυγε ανανεώνοντας το ραντεβού μας στο σπίτι μου για το βράδυ. Μέχρι την μέρα που γύρισε ο άντρας της στραγγίσαμε στο γαμήσι. Πραγματικά αυτή η γυναίκα μού έμαθε τόσα κόλπα.
Από τότε δεν ξαναβρεθήκαμε. Ίσως γιατί κάτι έγινε με τον άντρα της. Εγώ μετά από τις εξετάσεις τα έφτιαξα με μια φοιτήτρια της νομικής. Δεσμός που κράτησε μέχρι το φθινόπωρο. Ήταν ψώνιο, κι έτσι δε μπόρεσε να τραβήξει άλλο το πράγμα.
Ο καιρός πέρασε και η Χρύσα μας μπήκε στο χορό των πανελληνίων. Κάθε βράδυ την έπαιρνα τηλέφωνο για να την εμψυχώνω.
Η Χρύσα έδωσε εξετάσεις και σημείωσε πάρα πολύ καλή βαθμολογία, άριστη θα έλεγα. Περνούσε σίγουρα στην Αθήνα με την τόσο υψηλή βαθμολογία που σημείωσε. Τον Ιούνιο εκείνο ξενοίκιασα το σπίτι και νοίκιασα ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα όπου θα ήμαστε πιο άνετα. Με το που τελείωσα την εξεταστική, ήρθαν και δυο παιδιά φίλοι μου και με βοήθησαν να το βάψουμε και να το συμμαζέψουμε.
Το Σεπτέμβρη η Χρύσα ήταν κι εκείνη στην Αθήνα, στην Ιατρική. Αισθάνθηκα όμορφα που θα είχα και την μικρή μου αδερφή κοντά μου. Πάντα ένιωθα πολύ -υπεύθυνος για εκείνη ως αδερφός. Κι εκείνη όμως, έβαλε το χέρι της. Με το που ήρθε, συμμάζεψε κι εκείνη το σπίτι, και βάζοντας το γυναικείο της χαρακτήρα, έγινε πραγματικό σπίτι.
Ήταν τέλη του Οκτώβρη. Η Χρύσα ήρθε μια μέρα στο σπίτι μας παρέα με έναν νεαρό. Ήταν κι εκείνος φοιτητής της Ιατρικής. Ο Μηνάς ήταν δευτεροετής. Ένας συμπαθητικός νέος και παθιασμένος πολύ με την ιατρική. Η Χρύσα ήταν μαγκωμένη απέναντί μου, όπως και ο Μηνάς επίσης. Το έπαιζαν απλά φίλοι και συμπεριφέρονταν πολύ τυπικά μπροστά μου. Με την ώρα άρχισαν να αισθάνονται πιο άνετα. Εγώ από την πλευρά μου άρχισα να λέω αστεία για να φτιάξω το κλίμα, και τελικά τα κατάφερα. Κάποια στιγμή που λέγαμε διάφορα και γελούσαμε η Χρύσα άπλωσε το χέρι της και έπιασε το χέρι του Μηνά. Τραβήχτηκε αμέσως. Εγώ εκείνη τη στιγμή κοιτούσα προς το μπαλκόνι και έκανα πώς δεν το είδα. Όταν έφυγε ο Μηνάς, καθίσαμε στο σαλόνι.
- Να σου πω, μικρό, της λέω. Τι συμβαίνει με τον Μηνά;
- Τίποτα, είπε κατακόκκινη, λες και απολογούνταν για το μεγαλύτερο έγκλημα.
- Ρε, σε μένα βρε Χρύσα μου; Κοίτα, το παλικάρι το συμπάθησα. Είναι ένας έξυπνος άνθρωπος και σοβαρός. Δε μου φαίνεται για μαλάκας. Δεν έχω αντίρρηση να έχεις κάποια σχέση. Κατάλαβες; Φτάνει, αυτός που είναι μαζί σου να σε σέβεται και να σε αγαπάει. Τώρα, αν κάποιος σε πειράξει, σου φερθεί άσχημα, σε προσβάλει, εδώ είμαι εγώ. Θα με δει κι από την άλλη την πλευρά πόσο καλός είμαι. Εμένα με νοιάζει να είσαι εσύ ευτυχισμένη, αδερφούλα μου, κατάλαβες; Στο ξαναλέω, δεν έχω πρόβλημα να έχεις και εσύ κάποια σχέση. Και πάψε να συμπεριφέρεσαι λες και είμαστε στο μεσαίωνα ή λες και έχεις κανέναν άξεστο αδερφό της παλιάς εποχής. Εντάξει;
Ήρθε δίπλα μου και με φίλησε στο μάγουλο.
- Είσαι ο καλύτερος αδερφός στον κόσμο, είπε και το πρόσωπό της έλαμπε.
Το επόμενο διάστημα με τον Μηνά αρχίσαμε να κάνουμε και παρέα μια και ταιριάζαμε σε πολλές απόψεις. Η αδερφή μου έδειχνε ευτυχισμένη μαζί του.
Ήταν χειμώνας θυμάμαι. Εκείνη τη μέρα καθόμαστε σε ένα μικρό καφέ στα Εξάρχεια με τον Τάσο. Σε λίγο φάνηκαν δύο κοπέλες που ο Τάσος τις ήξερε. Μόλις τις είδε τις φώναξε. Ήρθαν και κάθισαν μαζί μας. Η Μαρία και η Σωσώ. Η Μαρία ήταν μια μελαχρινή και πολύ όμορφη κοπέλα με δυο υπέροχα γαλάζια μάτια, ένα όμορφο, τέλειο θα έλεγα σώμα, ήταν λίγο μαγκάκι, άνετη θα έλεγα. Έδειχνε να είναι απελευθερωμένη. Σπούδαζε φυσιοθεραπεία. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Η Σωσώ ήταν ξανθιά και πιο ψιλή κι επίσης κι εκείνη γελαστή φυσιογνωμία. Τα κορίτσια ήταν πολύ ευχάριστα στην παρέα. Εμένα μου άρεσε η Μαρία από την αρχή και το έδειξα. Η Σωσώ φάνηκε από την αρχή ότι της άρεσε ο Τάσος⸱ σχεδόν του την έπεφτε.
Η ώρα πέρασε ευχάριστα μαζί τους. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και ύστερα χωριστήκαμε. Εγώ έφυγα με τα πόδια μέχρι την ομόνοια, ενώ εκείνες, όπως και ο Τάσος, πήγαν με ταξί, αφού έμεναν όλοι στου Ζωγράφου. Περπάτησα αρκετά με τα πόδια. Σκεφτόμουν διάφορα στο δρόμο καθώς περπατούσα.
Πέρασε ένας μήνας. Στο ενδιάμεσο πήρα τη Μαρία δύο τρεις φορές τηλέφωνο και δεν το σήκωνε. Θεώρησα ότι, προφανώς, δε γούσταρε και παραιτήθηκα από τις προσπάθειες. Με τον Τάσο που συναντηθήκαμε μια φορά, μου είπε ότι ούτε κι εκείνος έκανε κάτι με τη Σωσώ, γιατί βρήκε μια γειτόνισσα η οποία ήταν «τρελό μωρό», όπως έλεγε. Εγώ συνέχιζα τη σχολή χωρίς να αμελώ τα μαθήματά μου.
Ήταν απόγευμα όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν η Μαρία. Μου ζήτησε να βρεθούμε οι δυο μας. Κανονίσαμε ραντεβού στη Φωκίωνος, στην Κυψέλη. Βρεθήκαμε σε μια καφετέρια. Καθίσαμε αρκετά λέγοντας αστεία. Εγώ δε μπορούσα να αντισταθώ στη γοητεία της. Όταν με κοιτούσε με τα γαλάζια της αυτά μάτια, ένιωθα να αφοπλίζομαι εντελώς. Η ίδια το καταλάβαινε και γούσταρε το παιγνίδι.
Σε κάποια στιγμή σταμάτησα να μιλάω, την κοίταξα βαθιά στα όμορφα γαλάζια της μάτια. Σηκώνομαι από τη θέση μου. Την πιάνω και τη φιλάω στο στόμα.
- Τι ήταν αυτό; ρώτησε.
- Όλα όσα θα ήθελα να σου πω και δεν ήξερα πώς αλλιώς να τα εκφράσω, παρά με αυτό το φιλί.
Με τράβηξε κοντά της και με φίλησε με τέτοιο πάθος που έχασα τον κόσμο.
- Μου αρέσεις, πολύ μου αρέσεις Κωστή! Από την πρώτη στιγμή κιόλας.
Μείναμε λίγο ακόμη αγκαλιασμένοι μέσα στα φιλιά και τα χάδια. Ύστερα φύγαμε. Πήραμε το δρόμο για το κέντρο με τα πόδια. Στο δρόμο, στην Πατησίων πότε χαζεύαμε βιτρίνες, πότε πότε σταματούσαμε και δεν χόρταινε ο ένας τα φιλιά του άλλου, παίζαμε, γελούσαμε. Φτάσαμε στην Ομόνοια. Ανεβήκαμε προς το Σύνταγμα στην Πανεπιστημίου. Κουραστήκαμε και σταματήσαμε ένα ταξί. Πήγαμε στο σπίτι μου. Είχαμε ξεθεωθεί στον ποδαρόδρομο.
Με το που μπήκαμε στο σπίτι, εκείνη τράβηξε στο μπάνιο, γιατί κόντευε να σκάσει. Εγώ πήγα στην κουζίνα και πήρα κάποια προσπέκτους για να παραγγείλουμε απ’ έξω. Βγήκε.
- Τι γουστάρεις να φάμε; Εγώ πεινάω σα λύκος. Δε έχω φάει τίποτα από το πρωί σήμερα.
- Λέω για μια πίτσα, εσύ τι λες;
- Σύμφωνοι.
Εκείνη τη στιγμή έλαβα ένα μήνυμα από τη Χρύσα που έλεγε ότι θα είναι στου Μηνά και ίσως να προλάβει κάποια μέρα να έρθει από εκεί. Της απάντησα αμέσως ότι είμαι με τη Μαρία.
- «Μαρία; Ποια Μαρία; Καινούρια κατάκτηση αδερφούλη;», έγραψε στο επόμενο μήνυμα.
Χτύπησε το κινητό της. Το είχε στο αθόρυβο. Είδα την οθόνη, έγραφε Δημήτρης. Έκανα πως δεν έδωσα σημασία. Άναψα την τηλεόραση. Μόλις βγήκε η Μαρία, μπήκα κι εγώ στο μπάνιο να πλυθώ λίγό στο πρόσωπο. Η πόρτα του μπάνιου δεν είχε κλείσει καλά. Πήρε τηλέφωνο από το κινητό της. Νόμιζε ότι η πόρτα ήταν κλειστή.
- Έλα, Δημήτρη, τι κάνεις; Είμαι σε μια φίλη μου. Κοίτα δε μπόρεσα όλες τις μέρες να έρθω μωρό μου, γιατί είμαι ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Μόλις μπορέσω θα βρεθούμε εντάξει; Άντε τώρα φιλάκια. Είπε χαμηλόφωνα κι έκλεισε.
Εγώ έκανα πως άνοιξα την πόρτα. Βγήκα από το μπάνιο. Κάθισα στο σαλόνι. Ήρθε και έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει. Σε λίγο ήρθαν και οι πίτσες. Φάγαμε και καθίσαμε πάλι στο σαλόνι. Αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Έβαλα το χέρι μου στο όμορφο στήθος της και το χάιδευα. Το ίδιο κι εκείνη άρχισε να με χαϊδεύει πάνω από τον πούτσο μου. Τη σήκωσα στα χέρια και την πήγα στο κρεβάτι στο δωμάτιο. Σε ελάχιστο χρόνο ήμαστε κι οι δυο γυμνοί και έπεσα πάνω της φιλώντας την στο στόμα με πάθος. Το χέρι μου είχε περάσει στο ξυρισμένο μουνί της και το χάιδευα. Κατέβηκα και χώθηκα ανάμεσα στα μπούτια της. Περίλαβα το μουνί της στα φιλιά και το γλείψιμο. Τρελάθηκε από την καύλα. Σε πέντε λεπτά είχε χύσει. Με έριξε ανάσκελα και έπεσε πάνω μου. Άρχισε μια υπέροχη πίπα. Έπαιρνε όλον τον πούτσο μου στο στόμα της. Δεν ήθελα και πολύ με την αγαμία που είχα όλο το προηγούμενο διάστημα, που δεν ήταν και λίγο, να φτάσω στο τέρμα. Άρχισα να χύνω. Όταν κατάλαβε ότι θα έχυνα έβγαλε τον πούτσο μου από το στόμα της και συνέχισε να τον μαλακίζει. Έχυσα στο πρόσωπό της με μεγάλη ένταση.
Τραβήχτηκε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει. Μείναμε έτσι αρκετά, μέσα στα φιλιά και τα χάδια.
Σε μισή ώρα ο πούτσος μου άρχισε πάλι να σηκώνεται. Την έβαλα κάτω. Της σήκωσα τα πόδια και άρχισα να την γαμάω με δύναμη. Η ένταση και στους δυο ήταν μεγάλη. Ένιωθα τα καυτά της υγρά να τρέχουν από το μουνί της και να λούζουν την πούτσα μου και καύλωνα ολοένα περισσότερο.
Την έστησα στα τέσσερα. Μπροστά μου είχα ένα θεσπέσιο και πεταχτό κώλο. Μέχρι και η κωλοτρυπίδα της ήταν ξυρισμένη. Μάλιστα ανοίγοντας λίγο τα κωλομέρια διαπίστωσα ότι το κωλαράκι της ήταν «γυμνασμένο» να δέχεται πούτσο. Η γλύκα ήταν απερίγραπτη. Τεντώθηκα έφτασα στο τέλος. Έβγαλα τον πούτσο μου από το μουνί της και τον ακούμπησα στην κωλοτρυπίδα της. Πίεζα λίγο το πουτσοκέφαλο μέσα της. Άρχισα να χύνω κάνοντας πινέλο στον κώλο της. Η κωλοτρυπίδα της γέμισε από τα χύσια μου. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να σπρώξω μια δυο φορές και να χώσω το πουτσοκέφαλο μέσα στην κωλοτρυπίδα της. Δεν παραπονέθηκε ότι πονάει. Όταν τελείωσα μείναμε αγκαλιασμένοι. Ένιωθα τόσο υπέροχα!
Όλο το βράδυ δε σταματήσαμε να κάνουμε σεξ. Σεξ σε όλες τις στάσεις. Η Μαρία το απολάμβανε να τον παίρνει στον κώλο. Της άρεσε που ο πούτσος μου ήταν μεγάλος και χοντρός. Και η ηθική ικανοποίηση της βραδιάς για μένα ήταν, που την είδα να χύνει, όταν την είχα ανάσκελα και της ξέσκιζα τον κώλο χωρίς λύπηση. Ήξερε να γαμιέται και να το ευχαριστιέται.
Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε στις δύο. Ήπιαμε τον καφέ μας. Εκείνη προσφέρθηκε να μαγειρέψει να δοκιμάσω το ταλέντο της. Περάσαμε υπέροχα. Ύστερα τα κορμιά μας πάλι παραδόθηκαν στο πάθος. Εκείνο τον καιρό δεν είχα ιδιαίτερες υποχρεώσεις με τη σχολή, και ούτε κι εκείνη, όπως μου είπε. Έτσι όλες τις μέρες ήμαστε μαζί, μέσα στον έρωτα, τις γλύκες και την τρυφερότητα. Η Μαρία έβγαζε μια τρυφερότητα που μπορούσε να σε κάνει να λιώσεις στην αγκαλιά της.
Είχε πάει μεσημέρι της Τετάρτης. Εγώ ήμουν στο κρεβάτι ακόμα. Η Μαρία είχε ξυπνήσει πιο νωρίς. Εγώ είχα κλειστά τα μάτια και η ίδια έφυγε στις μύτες από το δωμάτιο. Πήρε το κινητό της και πήρε τηλέφωνο πάλι τον Δημήτρη. Του είπε ότι είναι ακόμα στη Θεσσαλονίκη και του υποσχέθηκε πως όταν έρθει, αύριο, θα πάνε μαζί μέχρι το Ναύπλιο, όπως του είχε υποσχεθεί για δύο μέρες.
Εγώ σηκώθηκα μετά από δέκα λεπτά.
- Με ποιον μιλούσες;… είπα δήθεν νυσταγμένα.
- Ε, με μια φίλη μου στη Θεσσαλονίκη, είπε μαγκωμένα.
Έφτιαξα έναν καφέ. Εκείνη πήγε στο μπάνιο. Καθόμουν και σκεφτόμουν. Σκέφτηκα να της μιλήσω. Όλες τις μέρες ήμαστε μέσα στις γλύκες και στα φιλιά. Δεν έδωσε κανένας μεγάλες υποσχέσεις στον άλλον. Απλά συμφωνούσαμε άδηλα ότι γουστάρουμε που είμαστε μαζί. Σε μια βόλτα που είχαμε πάει και σε ένα σινεμά μαζί, βγαίνοντας μου πέταξε ένα σ’ αγαπώ. Δεν ήξερα τι να υποθέσω με αυτήν την κοπέλα.
Ήρθε και κάθισε κι εκείνη στην κουζίνα. Κάθισε στο σκαμπό απέναντί μου. Την κοίταζα σιωπηλά, ανέκφραστα θα έλεγα.
- Κωστή μου, θα πρέπει να πάω από το σπίτι να μαζέψω κάτι δουλειές. Θα μείνω εκεί μωρό μου μια δυο μέρες. Εσύ εξάλλου θα πας για δουλειά αυτές τις μέρες, έτσι δεν είναι;
Την κοιτούσα και δεν ήξερα πώς να αρχίσω. Ήμουν ντόμπρος άνθρωπος πάντα. Μου άρεσε να τα λέω έξω από τα δόντια και φυσικά αντιλαμβανόμουν, από μικρός ακόμα, ότι αυτό με απάλλασσε από πολύ πόνο και πολλούς μπελάδες. Το ψέμα το μισούσα στη ζωή μου.
- Να πας, μωρό μου. Εγώ βέβαια δεν ξέρω αν θα πάω για δουλειά. Μείναμε στο, αν με έχουν ανάγκη να με πάρουν˙ οπότε δεν είναι τίποτα σίγουρο. Ε, αν δε με πάρουν, το πολύ πολύ να έρθω από το σπίτι σου να σε πάρω πάλι. Δε μπορώ χωρίς εσένα, καθόλου. Να το ξέρεις. Είπα και την χάιδεψα στο πρόσωπο τρυφερά.
Η Μαρία χαμογέλασε, αλλά ήταν ένα χαμόγελο αμηχανίας περισσότερο. Την κοίταζα στα μάτια. Την έκανα να νιώθει άβολα και να προσπαθεί να το κρύψει.
- Α, να σε ρωτήσω˙ πότε γυρνάς από την Θεσσαλονίκη; Για το Ναύπλιο πότε φεύγεις;… είπα με ένα ήρεμο ύφος, κοιτώντας την μέσα στα μάτια.
Εκεί πάγωσε. Έχασε το χρώμα της. Δεν ήξερε τι να πει. Έμεινε άφωνη. Με κοίταζε αμήχανα. Της έπιασα τρυφερά τα χέρια.
- Μαρία μου, να ξέρεις ότι μαζί σου γουστάρω τρελά. Σε έχω ερωτευτεί, νιώθω ότι για πρώτη φορά στην ζωή μου συμβαίνει κάτι υπέροχο μέσα μου. Αλλά δε μπορώ το ψέμα και την υποκρισία. Αν έχεις να μου πεις και να ξεκαθαρίσεις κάτι, κάνε το τώρα, σε παρακαλώ. Πριν ανοίξουν πληγές⸱ και να ξέρεις ότι τέτοιες πληγές μετά δεν κλείνουν εύκολα και πονάνε. Τι λες;
Έμεινε για λίγο σκεπτική. Ξεροκατάπιε σε μια στιγμή.
- Κοίτα, με τον Δημήτρη είχα μια σχέση πριν ένα μήνα περίπου. Τότε τα χαλάσαμε. Εκείνος επέμενε. Όμως εγώ δεν ήθελα να συνεχίσουμε. Δεν τις μπορώ τις δεσμεύσεις. Ήθελα να βρεθούμε να του εξηγήσω ότι τέρμα.
- Και χρειάζονται δύο μέρες στο Ναύπλιο για να του εξηγήσεις; Με δουλεύεις, βρε Μαρία;
- Όχι, δεν σε δουλεύω.
- Τότε πάρε τον τηλέφωνο και τελείωσέ το. Εκτός, αν συμβαίνει κάτι άλλο. Οπότε τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Και δε σε πιέζω να το κάνεις. Αν θέλεις, το κάνεις. Η επιλογή είναι δική σου.
Χαμήλωσε το κεφάλι της για λίγο. Τότε πήρε το κινητό και τον πήρε τηλέφωνο. Του το είπε ορθά κοφτά ότι είναι μαζί μου και δε θέλει καμιά επαφή μαζί του πια. Εκείνος ούρλιαζε από τα νεύρα του στο τηλέφωνο. Την έβριζε τόσο δυνατά, που δεν χρειαζόταν ανοιχτή ακρόαση για να τον ακούω κι εγώ.
- Το ξέρει το κορόιδο, που είσαι μαζί του, ότι όσο ήσουν μαζί μου, γαμήθηκες και με άλλους παλιοτσουλάκι;
Έκλεισε το τηλέφωνο. Με κοίταξε στα μάτια.
- Επειδή μου αρέσεις πολύ και μένα και είσαι σοβαρός άνθρωπος και σέβεσαι τον άλλον και σε γουστάρω που είσαι έτσι, θα σου πω τα πάντα. Πάντα ήμουν κατά των δεσμεύσεων. Γι’ αυτό έκανα και πολλές επιπόλαιες περιστασιακές σχέσεις. Με σένα όμως είναι διαφορετικό. Για πρώτη φορά αισθάνομαι διαφορετικά. Και πρέπει να σου πω ότι πριν συναντηθούμε μαζί και τα φτιάξουμε, εγώ είχα βγει ένα ερωτικό ραντεβού με κάποιον άλλο. Δεν ήταν τίποτα, απλά ήμουν μαζί του δύο μέρες. Έφυγα το πρωί από αυτόν και μετά συνάντησα εσένα.
Την κοίταζα με ένα ήρεμο ύφος όσο μιλούσε.
- Με σένα, Κωστή μου, είναι διαφορετικά, νιώθω εντελώς διαφορετικά κι εγώ. Αυτή είναι η αλήθεια. Και να ξέρεις πως αν βρισκόμουν με τον Δημήτρη, δε θα πήγαινα στο Ναύπλιο. Θα του το ξέκοβα εντελώς από την πρώτη στιγμή και θα γύριζα κοντά σου, είπε και τα μάτια της βούρκωσαν. Κοίτα μου αρέσει το σεξ και εύκολα βαριόμουν με τον άλλον. Απλά, με σένα το θέμα είναι ότι νιώθω διαφορετικά. Θέλω να είμαι μαζί σου! Αυτή είναι η αλήθεια. Θες πίστεψέ τη, θες μην την πιστεύεις.
Την τράβηξα πάνω μου. Τη φίλησα παθιασμένα στο στόμα την κοίταξα στα μάτια, αυτά τα όμορφα γαλάζια της μάτια. Την έπιασα αγκαλιά και τη σήκωσα. Πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Την έγδυσα και την έστησα να ακουμπάει τα χέρια στον τοίχο. Εκείνη τούρλωσε τον κώλο της με νάζι. Κάρφωσα με την μία τον πούτσο μου μέσα στο μουνί της. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Εκείνη συντονίστηκε με μικρές κινήσεις μαζί μου. Είμαστε τόσο καυλωμένοι και οι δύο! Σε λίγο μου ένιωσα τον πούτσο μου να τεντώνεται. Έχυσα μέσα της δυνατά. Σε λίγο ήρθε και η δική της η κορύφωση. Βογκούσε σε κάθε κύμα οργασμού. Όταν τελειώσαμε κι οι δυο γύρισε. Αγκαλιαστήκαμε όρθιοι και φιλιόμαστε με πάθος. Όταν ξεκόλλησαν τα χείλη μας σφίχτηκε πάνω μου δυνατά.
- Σ’ αγαπάω… μου είπε.
- Και εγώ σ’ αγαπώ. Όλες αυτές τις μέρες που είσαι εδώ, είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος.
Εκείνη τη μέρα τελικά δεν πήγα στη δουλειά. Μείναμε στο σπίτι. Βγάλαμε όλο το πάθος που είχε ο ένας για τον άλλον.
Ο χρόνος περνούσε. Με τη Μαρία τα πηγαίναμε καλά. Δενόμαστε ολοένα και περισσότερο. Δεν άντεχε ο ένας χωρίς τον άλλον, ούτε μια μέρα. Γνωρίστηκε και με τη Χρύσα και κάποιες φορές βγήκαν και μόνες τους βόλτα.
Έφτασε καλοκαίρι. Κανονίσαμε με τη Μαρία να πάμε κάπου σε ένα νησί οι δυο μας πριν πάει ο καθένας στο μέρος του. Η Χρύσα θα αργούσε να φύγει για το χωριό λόγω των υποχρεώσεων. Φύγαμε για μία βδομάδα για τη Λευκάδα.
Μόλις φτάσαμε ήμαστε πτώματα στην κούραση και οι δυο. Ήταν μεσημέρι. Η ζέστη μας κατέβαλε και τους δύο. Με το που μπήκαμε, κάναμε ένα μπάνιο και πέσαμε για ύπνο. Το βράδυ κατά τις 8 σηκώθηκα πρώτος. Η Μαρία κοιμόταν του καλού καιρού. Την έβλεπα και χάζευα την ομορφιά της. Τη χάιδευα στα μαλλιά. Σιγά σιγά ξύπνησε από τα χάδια μου. Άνοιξε νωχελικά τα μάτια της και με χαμογέλασε. Έπιασε τη μύτη μου και με κούναγε. Με φίλησε στο στόμα πεταχτά.
- Μωρό μου, λέω να πάμε να πάρουμε κάτι να φάμε και να αράξουμε μέσα σήμερα. Είμαι πτώμα στην κούραση. Εσύ τι λες; Είπε με ένα γλυκό βλέμμα.
- Λέω ότι έχεις δίκιο. Ας ξεκουραστούμε απόψε κι ας βγούμε τις βόλτες μας αύριο.
Σε μισή ώρα ήμασταν στην πόλη. Είχαμε νοικιάσει ένα μηχανάκι για τις βόλτες μας. Πήγαμε κοντά στο λιμάνι. Χαζέψαμε λίγο στα τουριστικά και μετά πήραμε κάτι σε πακέτο για το δωμάτιο. Φύγαμε.
Όταν φάγαμε, εγώ έκανα ένα μπάνιο, γιατί ο ιδρώτας μου έτρεχε ποτάμι. Ακολούθησε η Μαρία. Βγήκαμε γυμνοί και αράξαμε στο κρεβάτι. Την πήρα αγκαλιά. Τα όμορφα βυζιά της ακουμπούσαν πάνω μου. Μου άρεσε να τα χαϊδεύω, να τα αγγίζω με τον κορμί καθώς αγκαλιαζόμαστε. Γυρίσαμε στο πλάι ο ένας προς τον άλλον. Τη φίλησα με ένα παθιάρικο φιλί στο στόμα. Άρχισε να με χαϊδεύει στο πρόσωπο και στα μαλλιά. Ήξερε ότι μου αρέσουν αυτά τα χάδια. Κατέβασα το δεξί μου χέρι και άρχισα να της χαϊδεύω το ξυρισμένο της μουνί. Άνοιξε τα πόδια της και απολάμβανε το χάδι μου. Με τράβηξε πάνω της. Βρέθηκα ανάμεσα στα πόδια της με τον πούτσο μου να καρφώνεται αργά και σταθερά μέσα της. Άρχισα αργά τις παλινδρομικές κινήσεις. Κάθε που χωνόμουν βαθιά μέσα της το απολάμβανα. Ήταν υπέροχο. Επιτάχυνα με τρόπο να βρούμε έναν ρυθμό να ικανοποιεί και τους δυο μας.
Τη γύρισα στο πλάι. Η Μαρία ήταν με την πλάτη σε μένα. Τον έχωσα στο υγρό μουνί της και άρχισα να την γαμώ από πίσω κρατώντας την από τη μέση. Είχα μεγάλη ένταση.
Έβγαλα τον πούτσο μου από το μουνί της και τον κεντράρισα στην κωλοτρυπίδα της. Άρχισα να τον τρίβω κυκλικά στην ροδέλα της. Έκανε κι εκείνη κινήσεις. Κινήσεις που της χάριζαν περισσότερη ηδονή. Και σε κάθε της κίνηση προσπαθούσε να τον πάρει πιο μέσα. Είχε ήδη μπει το πουτσοκέφαλο. Άρχισα να κουνιέμαι μέσα έξω. Το ίδιο και εκείνη. Πλέον χωνόταν ολόκληρος. Άρχισα το δυνατό σπρώξιμο. Της άρεσε, το απολάμβανε. Σε λίγο άρχισε να κοντανασαίνει. Το έκανε πάντα όταν έφτανε σε οργασμό. Έχυσε τρίβοντας την κλειτορίδα της με το χέρι της. Πριν καλά-καλά τελειώσει άρχισα να χύνω μέσα στον κώλο της. Σε κάθε τίναγμα και μια υπέρτατη αίσθηση ηδονής. Πάντα, όταν έφτανα σε τόσο δυνατό οργασμό και έχυνα, ένιωθα ένα μούδιασμα στα πόδια μου να φτάνει μέχρι τις πατούσες. Η Μαρία το καταλάβαινε και της άρεσε. Της άρεσε ο τρόπος που της δινόμουν σε αυτό το σημείο. Δε μου συνέβαινε πάντα, αλλά με τη Μαρία το βίωνα αρκετά συχνά. Κι όταν το βίωνα το έδειχνα και της άρεσε πολύ. Όταν το βίωσα πρώτη φορά με την Μαρία, η Μαρία μου είπε ότι νιώθει να της δίνομαι ολόκληρος κυριολεκτικά, ψυχή και σώματι. Μου είπε ότι ήταν η απόλυτη ικανοποίηση για μια γυναίκα να παίρνει τα πάντα από έναν άντρα. Γυρίσαμε λαχανιασμένοι ανάσκελα προσπαθώντας να βρούμε τις αναπνοές μας.
Εκείνο το βράδυ πραγματικά ξεσκιστήκαμε στον έρωτα. Το κάναμε σε όλες τις στάσεις που πάντα γουστάραμε. Κοιμηθήκαμε κοντά στο πρωί, πτώματα από το πολύ σεξ.
Ξυπνήσαμε από τη φασαρία ενός φορτηγού κατά τις δώδεκα το μεσημέρι. Κάναμε ένα ντους και ετοιμαστήκαμε για την παραλία. Καβαλήσαμε το σκουτεράκι και πήγαμε σε μια κοντινή παραλία. Βουτήξαμε στο νερό με το που φτάσαμε. Μείναμε αρκετά μέσα. Ύστερα βγήκαμε και πήγαμε για καφέ. Ήταν υπέροχο. Το μεσημέρι φάγαμε στην παραλία. Γυρίσαμε αφού μας χτύπησε το κρασάκι που ήπιαμε με το φαγητό.
Κοιμηθήκαμε έως αργά στο απόγευμα. Σε κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι της Μαρίας να μου χαϊδεύει τον πούτσο. Είχα ξυπνήσει και ήμουν με τα μάτια κλειστά και έκανα πως κοιμόμουν. Εκείνη τότε πήρε σιγά σιγά τον πούτσο μου στο στόμα της και τον ρουφούσε. Ο πούτσος μου σηκώθηκε αμέσως. Με καβάλησε και άρχισε να κινείται μπρος πίσω χώνοντας τον πούτσο μου βαθιά στο μουνί της. Της άρεσε η φάση να κοιμάμαι και να μου κάνει έρωτα. Το είχε ξανακάνει και μια άλλη φορά. Και τότε έκανα το ίδιο. Σε λίγο έχυσε. Έχυσα κι εγώ μέσα της. Σηκώθηκε από πάνω μου και ξάπλωσε δίπλα μου. Με σκούντησε να ξυπνήσω. Παρίστανα τον κοιμισμένο. Με φίλησε γλυκά στο μάγουλο.
- Ξύπνα υπναρά… μου είπε.
- Άσε με, μωρό μου λίγο ακόμα, είπα δήθεν νυσταγμένα.
- Έλα μωρέ, δεν είπαμε απόψε ότι θα βγούμε;
Άνοιξα τα μάτια μου. Την κοίταξα και την φίλησα.
- Αυτό που μου έκανες πριν ήταν υπέροχο. Πιο καλό από την άλλη φορά στην Αθήνα.
- Τι;… είπε. Με δούλευες, ρε;
- Εγώ μωρέ, ή εσύ που ήθελες παιγνίδια μέσα στον ύπνο; Καλά είναι δυνατόν να κοιμάμαι και να είμαι τόσο ενεργός;
- Ε, είσαι υποκριτής, μεγάλος υποκριτής!
Την τράβηξα πάνω μου. Τη φίλησα.
- Σ’ αγαπώ!
- Κι εγώ σ΄ αγαπώ, Κωστή μου!
Βγήκαμε έξω, κοντά στο λιμάνι. Στην αρχή γυρίζαμε και ψάχναμε σουβενίρ. Η Μαρία είχε μια μανία με αυτά. Ύστερα καθίσαμε να τσιμπήσουμε κάτι στο χέρι. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και σαχλαμαρίζαμε. Σε κάποια στιγμή πέφτει το μάτι μας σε μία ανακοίνωση σε μια αφίσα σε κολόνα της ΔΕΗ. Επρόκειτο για κλαμπ στο Νυδρί. Έτσι πήραμε την απόφαση να πάμε. Καβαλήσαμε το σκουτεράκι και τραβήξαμε. Κάναμε κάμποση ώρα να φτάσουμε. Το μέρος μας άρεσε ιδιαίτερα και μετανιώσαμε στη αρχή που δε νοικιάσαμε δωμάτιο να μείνουμε εκεί. Περπατήσαμε λίγο στην παραλία και μετά εντοπίσαμε το κλαμπ που είδαμε στην αφίσα. Μπήκαμε και παραγγείλαμε 2 ποτά. Γινόταν ένας χαμός. Η βραδιά περνούσε ευχάριστα. Πολλές φορές σπάγαμε πλάκα με πιωμένους Εγγλέζους που δεν έβλεπαν την τύφλα τους.
Σε μια στιγμή πήγα στην τουαλέτα. Όταν βγήκα βρήκα τη Μαρία να μιλάει με ένα ψηλό τύπο γύρω στα σαράντα - σαράντα πέντε. Ο τύπος αυτός ήταν ένας κοσμοπολίτης, φραγκάς απ’ ό,τι φαινόταν τόσο από το ντύσιμό του όσο και από το ύφος του.
Τους πλησίασα στον πάγκο που είχαμε τα ποτά μας.
- Μαρία;
- Κώστα, να σου συστήσω το Νίκο.
- Χαίρω πολύ, Νίκος, είπε και μού έδωσε ευγενικά το χέρι.
- Κώστας, είπα και εγώ με πολύ τυπική ευγένεια.
Έμεινε λίγο ακόμα, και ύστερα έφυγε. Εγώ είχα τσιτωθεί από μέσα μου, γιατί ήταν εμφανές ότι καμάκωνε τη Μαρία. Το κατάλαβα και από τη στάση της Μαρίας. Ήξερα να διακρίνω τις γυναίκες πότε γουστάρουν και πότε όχι. Προφανώς την πλησίασε μέσα στα κομπλιμέντα στην αρχή. Παραγγείλαμε άλλο ένα ποτό. Σε λίγο ο Νίκος μας πλησίασε και μας κάλεσε στην παρέα του. Αν και δε γούσταρα να πάω, υποχώρησα, αφού η Μαρία το δέχθηκε πριν προλάβω να αντιδράσω.
Στην παρέα του ήταν άλλα τέσσερα άτομα. Ένας άντρας ο Ανδρέας και τρεις κοπέλες. Στην αρχή νόμισα ότι ο Αντρέας και ο Νίκος συνόδευαν τις δικές τους κοπέλες. Σύντομα όμως διαπίστωσα ότι η Βέττα, η Άννα και η Τάνια δεν ήταν παρά μόνο φίλες τους. Καθίσαμε στο τραπέζι τους. Αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Ο Νίκος αντιλήφθηκα ότι καρφωνόταν πολλές φορές στα μάτια με την Μαρία. Η Άννα από την άλλη, άρχισε να με πολιορκεί στα ίσια μπροστά στη Μαρία, εντελώς απροκάλυπτα πολλές φορές. Η Μαρία το έπαιζε άνετη, αν και κατάλαβε τι συνέβαινε. Ήταν όμως πολύ διακριτική στην αρχή. Όταν όμως αντιλήφθηκε το κάρφωμα της Άννας σε μένα, άρχισε κι εκείνη να γίνεται πιο διαχυτική με το Νίκο. Μείναμε ως αργά. Εγώ πρόσεχα πάντα και δεν έπινα ποτέ όταν οδηγούσα.
Κάποια στιγμή φύγαμε⸱ το ζήτησα από την Μαρία με ύφος που κατάλαβε ότι το απαιτούσα στην ουσία. Ήμουν μέσα στα νεύρα, τόσο με την συμπεριφορά του Νίκου, αλλά και περισσότερο με τη συμπεριφορά της Μαρίας. Εγώ με τα νεύρα που είχα παρασύρθηκα και οδηγούσα γρήγορα.
- Κώστα, σε παρακαλώ, μπορείς να πάμε λίγο πιο σιγά; Δε μας κυνηγάει κανένας. Τι κάνεις, θέλεις να σκοτωθούμε;… μου είπε με ένα εύλογο ύφος ανησυχίας.
- Εντάξει, με συγχωρείς, αγάπη μου, παρασύρθηκα.
Φτάσαμε στη χώρα. Πριν πάμε στο σπίτι, η Μαρία μού πρότεινε να πάμε να πιούμε ένα ποτό ακόμα πριν πάμε για ύπνο, οι δυο μας. Πήγαμε σε ένα μπαράκι. Δεν είχε πολύ κόσμο. Η Μαρία παρήγγειλε μια βότκα και εγώ ένα ουίσκι. Με το που το έφερε σχεδόν το κατέβασε όλο πολύ σύντομα. Παρήγγειλε και δεύτερο. Και μετά τρίτο.
- Συγγνώμη, αγάπη μου, τι κάνεις;
- Τίποτα, μωρέ, πειράζει που θα ήθελα να πιώ λίγο;…
και πριν τελειώσει την φράση παρήγγειλε και το τέταρτο. Εγώ έκανα νόημα στο μπάρμαν να πληρώσω και να μην της βάλει άλλο. Φύγαμε, με το που βγήκαμε από το μπαρ την χτύπησε ο αέρας και παραπατούσε. Δεν κατάλαβα τη συμπεριφορά της αυτή. Άρχισε να λέει ότι θέλει να πάμε στο δωμάτιο.
- Θέλω να πάμε στο δωμάτιο, Κωστή μου, θέλω να με γαμήσεις, είπε ψιθυριστά.
Φύγαμε άφησα το σκούτερ σε μια γωνιά κλειδωμένο και πήρα ταξί. Δεν είχα καμιά εμπιστοσύνη να την κουβαλάω στο μηχανάκι στην κατάσταση που ήταν.
Φτάσαμε στο δωμάτιο, μπήκε μέσα και σωριάστηκε με τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι. Της τα έβγαλα και την άφησα γυμνή. Γδύθηκα και εγώ και ξάπλωσα δίπλα της. Εκείνη ήταν ξερή. Αποκοιμήθηκε και ροχάλιζε κιόλας. Δεν την είχα δει ποτέ έτσι. Πολύ αργότερα πήρε και μένα ο ύπνος, έμεινα λίγο να την προσέχω στο χάλι που ήταν.
Την άλλη μέρα πρώτος ξύπνησα εγώ. Εκείνη ήταν τάβλα ακόμα. Την άφησα και κατέβηκα κάτω. Πήρα ένα ταξί και πήγα να πάρω το σκουτεράκι. Πήρα κάποια κρουασάν και καφέ και πήγα στο δωμάτιο. Κοιμόταν ακόμα. Τη σκούντησα. Άνοιξε τα μάτια της. Έβαλε το χέρι μπροστά στο πρόσωπό της. Δεν άντεχε καθόλου το φως του παραθύρου.
- Κλείσε το παράθυρο, σε παρακαλώ Κωστή μου, πονάει το κεφάλι μου τρομερά. Δε μπορώ.
- Έφερα καφέ και κρουασάν. Σήκω σε παρακαλώ. Θα πεταχτώ να σου φέρω κάτι για τον πονοκέφαλο.
Βγήκα και βρήκα ένα φαρμακείο. Με το που γύρισα την άκουσα που ήταν μέσα στο μπάνιο. Βγήκε γυμνή, τυλιγμένη με την πετσέτα. Ντύθηκε με ένα σορτς και φόρεσε μια μακό μπλούζα από πάνω της. Πήρε δύο παυσίπονα και καθίσαμε να πιούμε τον καφέ μας.
- Μα, τι σε έπιασε και έγινες έτσι;… τη ρώτησα.
- Τίποτα, απλά μου ήρθε να πιω. Αλήθεια πώς σου φάνηκε η παρέα;
- Ξέρω κι εγώ, πώς να μου φανεί;… είπα με ένα ύφος που έδειχνε ότι δε μου άρεσε.
- Ε, η Άννα πώς σου φάνηκε; Σε έγδυνε με τα μάτια της το πουτανάκι.
- Στα αρχίδια μου η Άννα και η κάθε Άννα. Να σου πω κάτι, δε γούσταρα καθόλου που ήμαστε μαζί τους. Και δεν κατάλαβα γιατί δέχθηκες με τόση προθυμία να πάμε στο τραπέζι τους. Κι αυτός ο μαλάκας, ο Νίκος, όλο να μιλάει για το χρήμα που έχει και να σε καμακώνει ήθελε.
- Τι έγινε Κωστάκη, ζήλεψες;… είπε με χαμόγελο θέλοντας να με πειράξει.
- Εγώ, όχι! Δε ζηλεύω, απλά δεν ανέχομαι να με θίξει ο άλλος. Αφού ήξερε ότι είμαστε μαζί, ζευγάρι, γιατί αυτή η συμπεριφορά; Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του έχει, ο μαλάκας.
- Η Άννα ξέρεις τι είπε μια στιγμή στη Βέττα; Ότι της αρέσεις και ότι θα γούσταρε να σε έχει, έστω και για ένα βράδυ μόνο, ολόκληρο δικό της. Το άκουσα, όταν μιλούσε ο Νίκος μαζί σου.
- Άλλο τσόκαρο από εκεί. Τι με πέρασε για αντικείμενο; Γι’ αυτό έγινες τόσο διαχυτική με το Νίκο;
- Έλα, βρε βλάκα! Τι διαχυτική ήμουν; Ο άνθρωπος απλώς ήταν ευγενικός.
- Καλά. Λέω να μην τη συνεχίσουμε τη συζήτηση, γιατί προαισθάνομαι άσχημη εξέλιξη.
- Έλα, βρε Κωστή μου, πες ότι ζήλεψες… είπε με διάθεση πειράγματος.
- Όχι, δε ζήλεψα. Στο είπα. Ήξερε ότι ήμαστε ζευγάρι, κι αυτός και η άλλη η πουτανίτσα. Τέλος πάντων, πάμε για μπάνιο; Είπα και την χάιδεψα το χέρι.
- Δε μπορώ. Το κεφάλι δεν μου πέρασε ακόμα.
- Καλά, είπα και ξάπλωσα στο κρεβάτι.
Η Μαρία ξάπλωσε κι εκείνη. Με πήρε αγκαλιά και με φίλησε.
- Σ’ αγαπάω, βρε κουτέ. Σ’ αγαπάω πολύ! είπε και με φίλησε στο στόμα. Τι νομίζεις ότι στα μάτια μου πιάνουν τίποτα οι άλλοι;
Άπλωσα το χέρι μου και μπήκε στην αγκαλιά μου.
- Θέλω να με κοιμήσεις έτσι, Κωστάκη μου… στην αγκαλιά σου, είπε με ένα νάζι.
Τη φίλησα και τη χάιδεψα στο κεφάλι. Παρ’ όλο που ήμαστε γυμνοί σχεδόν και οι δυο, είχαμε ανάγκη, όντως, από ένα δεύτερο ύπνο. Η Μαρία μου, αφού βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά μου, αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Σε λίγο νύσταξα κι εγώ κι αποκοιμήθηκα.
Ξυπνήσαμε στις έξι το απόγευμα. Φορέσαμε τα μαγιό και πήγαμε σε μια κοντινή παραλία. Ήταν γεμάτη. Η Μαρία είχε φορέσει ένα σέξι μαύρο μαγιό και ένα παρεό από πάνω, που την έκανε να μην περνάει απαρατήρητη στην παραλία. Μετά το μπάνιο γυρίσαμε στο σπίτι. Ντυθήκαμε και βγήκαμε για φαγητό. Γυρίσαμε νωρίς. Κανείς μας δεν είχε όρεξη για ξενύχτια και ποτά.
Μπήκαμε σπίτι και μπήκα στο μπάνιο αμέσως. Πριν τελειώσω μπήκε η Μαρία ολόγυμνη. Με αγκάλιασε όπως ήμουν με τα σαπούνια και με φίλησε στο στόμα.
- Ελπίζω, αγόρι μου, να ξεκουράστηκες καλά, είπε με ένα ύφος όλο υπονοούμενα.
- Ναι, μωρό μου ξεκουράστηκα και θα στο αποδείξω αμέσως.
- Το ξέρω, είσαι όλο φωτιά και λαύρα. Είσαι από τους λίγους άντρες στον κόσμο που θα ήθελε πραγματικά μια γυναίκα στο κρεβάτι της.
Δεν είπα τίποτα, συνέχισα να την φιλάω παντού. Έριξα ζεστό νερό πάνω της. Το σώμα της ήταν υπέροχο καθώς έβλεπα το νερό να τρέχει πάνω της οι ρώγες της είχαν πεταχτεί. Έσκυψα και τις φιλούσα. Σηκώθηκα για λίγο. Η Μαρία πήρε το αφρόλουτρο και άρχισε να μας σαπουνίζει και τους δύο. Ο πούτσος μου είχε γίνει κάγκελο. Γονάτισα και άρχισα να της παίζω την κλειτορίδα με τη γλώσσα μου. Έχωσα δύο δάχτυλα μέσα στο υγρό μουνί της και άρχισα να τη δαχτυλώνω. Άνοιξε λίγο τα πόδια της να είμαστε πιο βολικά, συνέχισα. Η γλώσσα μου έγλειφε τα εξωτερικά της μουνόχειλα και την φιλούσα πεταχτά πότε πότε στην κλειτορίδα. Ύστερα άνοιξα με τα χέρια μου το μουνί της και της έγλειφα τα μουνόχειλα από μέσα. Της φίλησα την κλειτορίδα, άρχισα να οργώνω με την άκρη τη γλώσσας μου τη σχισμή.
Την γύρισα με την πλάτη σε μένα και άρχισα να γλείφω το μουνί της από πίσω. Άρχισα να παίζω με την περιοχή ανάμεσα στον κώλο της και το μουνί της. Τούρλωσε τον κώλο της και έπιασε τα κωλομέρια της και τα άνοιγε. Έβαλα την γλώσσα μου στην καθαρή κωλοτρυπίδα της και άρχισα να της την παίζω. Τα δάχτυλά μου είχαν χωθεί στο μουνί της όσο η γλώσσα μου έπαιζε με την κωλοτρυπίδα της. Γύρισε πάλι προς το μέρος μου μόνη της. Περίλαβα πάλι την κλειτορίδα της χώνοντας τον αντίχειρα στο μουνί της και το δείκτη στην κωλοτρυπίδα της. Η Μαρία με έπιασε από το κεφάλι και με πίεζε πάνω της. Σε λίγο έφτασε σε έναν δυνατό οργασμό. Ύστερα γονάτισε και άρχισε να παίρνει τον πούτσο μου στο στόμα. Αργά αισθησιακά, κοιτώντας με στα μάτια. Τον έπαιρνε μέχρι τη μέση. Η ηδονή που ένιωθα ήταν το κάτι άλλο.
- Αυτός ο πούτσος είναι δικός μου! Μόνο δικός μου. Κι όποια άλλη προσπαθήσει να μου τον πάρει θα τη σκοτώσω, είπε με ένα χαμόγελο και με μια παθιασμένη ματιά.
Δε μίλησα. Το να με θέλει αποκλειστικά μια τέτοια όμορφη γυναίκα σαν την Μαρία ήταν θαρρώ η απόλυτη ικανοποίηση του ανδρικού μου εγωισμού εκείνη τη στιγμή. Ένιωθα απόλυτα δικός της. Ένιωθα την απόλυτη δύναμή της πάνω μου. Σε λίγο η πίπα έγινε βαθιά, τον έπαιρνε μέχρι το λάρυγγα. Τον έβγαζε και τον περνούσε με την γλώσσα της ολόκληρο, ενώ πότε πότε ρουφούσε τα αρχίδια μου. Δεν άντεχα άλλο. Ήθελα να χύσω. Ήθελα να χύσω όπως εκείνη γουστάρει. Να με τελειώσει όπως εκείνη ήθελε.
- Θα τελειώσω, αγάπη μου! Θέλω να τελειώσω όπως εσύ γουστάρεις, να σου δώσω τον ίδιο μου τον εαυτό μου.
Από το τέντωμα της πούτσας μου κατάλαβε ότι ήρθε η στιγμή. Βρήκε το κατάλληλο ρυθμό όπου θα με έφτανε εκείνη στο τέλος. Γνώριζε τόσον καιρό τις αντιδράσεις του κορμιού μου, όταν έφτανα στο τέλος. Τον πήρε μέσα ολόκληρο. Είχα σηκώσει το κεφάλι προς τα πάνω και αφέθηκα. Ήμουν σε μια θύελλα του πάθους και της ηδονής που μου χάριζε το στόμα της. Ο ρυθμός της ούτε γρήγορος ούτε αργός, ήταν εκείνος που πρέπει. Ο πούτσος μου χωνόταν μέχρι τη μέση, αλλά τα κύματα της ηδονής ολοένα και πιο δυνατά. Έχυσα μέσα στο στόμα της σφίγγοντας το σώμα μου. Έσκυψα μια στιγμή να την δω. Δεν τα κατάπινε όλα. Άφηνε μερικά να πέφτουν. Απολάμβανε την αίσθηση του σπέρματος στο στόμα της και το έδειχνε. Έβγαλε σιγά σιγά τον πούτσο μου μαλακίζοντάς με αργά.
Σηκώθηκε και με φίλησε με ένα γλωσσόφιλο στο στόμα. Με αγκάλιασε. Τα σώματά μας μούσκεμα. Η αίσθηση του γυμνού κορμιού της, τα ερεθισμένα στήθη της πάνω μου με έκαναν να αισθάνομαι τόσο όμορφα!
Ξεπλυθήκαμε και βγήκαμε και οι δυο από το μπάνιο. Σκουπιστήκαμε και βγήκαμε. Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι. Έπεσε πάνω μου και με φιλούσε.
- Σ’ αγαπάω, Μαρία μου, σε λατρεύω!
- Και εγώ σ’ αγαπώ, Κωστή μου! Με κάνεις και νιώθω τόσο όμορφα μαζί σου!
Μετά από μιάμιση ώρα το κάναμε ξανά. Κράτησε αρκετά. Ύστερα χουζουρέψαμε αρκετά στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι. Λαγοκοιμόμουν.
Κοντά στο χάραμα αφού είχαμε ξεκουραστεί και ανέκτησα πάλι τις δυνάμεις μου, με σκούντησε και με ξύπνησε. Τούρλωσε τον κώλο της. Έβαλε λιπαντικό ξανά μέσα στον κώλο της. Έπιασε τα κωλομέρια της και τα άνοιξε.
- Βλέπεις την κωλοτρυπίδα μου; Ξέσκισέ την! Είναι δική σου. Πάρε με αλύπητα, αγάπη μου. Ο κώλος μου είναι δικό σου. Γάμησέ τον για πάρτη σου…
Τον έχωσα και άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Ο πούτσος μου χωνόταν ολόκληρος και δυνατά μέσα της. Τον έβγαζα εντελώς και τον ξανάβαζα. Η τρύπα της από το πολύ γαμήσι εκείνη τη βραδιά δεν έκλεινε. Τη γάμησα αρκετή ώρα. Η ροδέλα της κοκκίνισε. Κάποια στιγμή τελείωσα βαθιά μέσα της. Εκείνη είχε χύσει δύο φορές όσο τη γαμούσα από τον κώλο μαλακίζοντας το μουνί της.
Ξαπλώσαμε ανάσκελα και οι δύο ανάσκελα. Είχαμε ξεθεωθεί πραγματικά στον έρωτα. Όλη τη νύχτα προσπαθούσε να πάρει ο ένας από τον άλλον όσα περισσότερα μπορούσε, αλλά και να του προσφέρει ό,τι καλύτερο από τον εαυτό του. Νιώθαμε πλήρεις ο ένας δίπλα στον άλλον. Την αγκάλιασα τρυφερά. Με φίλησε γλυκά στο μάγουλο και κούρνιασε στην αγκαλιά μου.
- Σ’ αγαπώ πολύ, μου είπε. Σ’ αγαπώ πάρα πολύ.
- Και εγώ σ’ αγαπώ, γλυκιά μου. Με κάνεις τόσο ευτυχισμένο, μόνο και μόνο που σε αισθάνομαι δίπλα μου.
- Κωστή μου, είσαι ο άνθρωπος που με κάνει να νιώθω σιγουριά μαζί σου.
Αποκοιμηθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τις μέρες στο νησί τις περάσαμε οι δυο μας μέσα στον έρωτα και τις αγκαλιές.
Την τελευταία μέρα συναντήσαμε την παρέα του Νίκου. Ήμασταν στην χώρα και κάναμε τη βόλτα μας. Η Μαρία ήταν όλη την ώρα γαντζωμένη στην αγκαλιά μου. Τους χαιρετήσαμε. Εκείνος πάλι δεν έχασε την ευκαιρία να μας προτείνει να πάμε για ποτό. Η Μαρία αρνήθηκε αμέσως, αδειάζοντάς τον εντελώς. Το βράδυ εκείνο φάγαμε κάτι πρόχειρο και το μόνο μας μέλημα ήταν να ψωνίσουμε σουβενίρ και άλλα καλά του νησιού, μιας και επιστρέφαμε στην Αθήνα το πρωί.
Στην Αθήνα μείναμε μία βδομάδα. Ύστερα η Μαρία έφυγε για την Θεσσαλονίκη. Εγώ παρέμεινα να συμμαζέψω το σπίτι μου και έφυγα μετά από δύο μέρες για το χωριό.
Στο χωριό εγώ ξεθεώθηκα στη δουλειά. Τα απογεύματα και τα βράδια διάβαζα. Το ίδιο και η Χρύσα. Έπρεπε να καθαρίσουμε μαθήματα το Σεπτέμβριο. Και κάθε βράδυ μιλούσα με τη Μαρία. Κι εκείνη δούλευε στο μικρό εμπορικό του πατέρα της τα καλοκαίρια.
Ένα σαββατόβραδο πρότεινα στη Χρύσα να πάμε για ένα ποτό. Υπήρχε στην πόλη κοντά στο χωριό ένα ωραίο μαγαζί με κήπο. Εγώ προτίμησα κάπου ήσυχα, γιατί ως συνήθως ήμουν κουρασμένος από τις δουλειές στις οικοδομές που δούλευα, όπως και στα κτήματα. Καθίσαμε με τη Χρύσα και παραγγείλαμε το ποτό μας.
- Λοιπόν, Κωστή μου, με την Μαρία πώς τα πάτε;
- Καλά. Για την ώρα καλά, Χρύσα μου. Τώρα, αργότερα… θα δείξει.
- Δείχνετε πολύ αγαπημένοι, έτσι δεν είναι; Η ίδια δεν κάνει χωρίς εσένα.
- Ναι, έτσι δείχνει. Ξέρεις Χρύσα μου, είμαι πολύ προσγειωμένος άνθρωπος. Δε λέω, την αγαπάω πολύ, αλλά κρατάω και πισινή. Ξέρεις με τη Μαρία, δεν ξεκινήσαμε όπως όλοι. Δεν ήταν μια σχέση του σε είδα σε ερωτεύτηκα και πάει. Η Μαρία είχε άλλες σχέσεις, μαλακισμένες, όταν τη γνώρισα.
- Άλλες; Τι εννοείς, Κώστα;
- Άλλες. Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά και θα έλεγε κανείς ότι ήταν για μας ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Εκείνο τον καιρό όμως η Μαρία είχε μια δυο επιπόλαιες σχέσεις. Έλεγε ψέματα, πολλά ψέματα. Και φυσικά εγώ τα κατάλαβα από την αρχή. Ακολούθησε ένα καλό ξεκαθάρισμα από μέρους μου, αλλά και από μέρους της. Πολλές φορές η ψυχή του ανθρώπου είναι άβυσσος. Μέχρι τώρα είναι όλα καλά. Είμαι ευτυχισμένος μαζί της. Αλλά, αδερφούλα μου, με ξέρεις καλά. Δε σηκώνω πολλά.
- Εγώ, βρε Κωστή μου, θέλω να μην πληγωθείς. Και ξέρω ότι επειδή είσαι αυτός που είσαι, όσο και σκληρός να φαίνεσαι απ’ έξω, ξέρω ότι στο βάθος πληγώνεσαι, ψυχούλα είσαι. Τουλάχιστον από μένα δε μπορείς να το κρύψεις αυτό, έτσι δεν είναι;
- Ναι, έχεις δίκιο, Χρύσα μου.
Με τη Χρύσα μείναμε ως αργά. Φύγαμε και πήγαμε στο σπίτι. Στο δρόμο η Χρύσα μίλησε με το Μηνά. Θα κανόνιζαν την ημερομηνία που θα επέστρεφαν στην Αθήνα.
Έκλεισαν το τηλέφωνο.
- Κωστή, εσύ πότε φεύγεις για την Αθήνα;
- Δεν έχω προγραμματίσει ακόμα. Να σου πω δεν πάμε παρέα μιας και θα έχουμε και πολλά πράγματα για πέρα;
- Ναι, πάμε.
- Ωραία. Σας έχω και μια έκπληξη προς το τέλος του μήνα.
- Τι έκπληξη;
- Αν σου πω δεν θα είναι έκπληξη.
Ήταν τέλη Αυγούστου. Έφυγα την τελευταία μέρα από τη δουλειά. Το αφεντικό ως καλό χειριστή μου έδωσε κάτι παραπάνω. Ήθελε πάλι του χρόνου να με έχει στη δουλειά.
- Καλά τα πήγες, Κωστή, αυτό το καλοκαίρι. Πολύ γρήγορα έμαθες να χειρίζεσαι τα μηχανήματα και μάλιστα καλύτερα κι από τους παλιούς. Μπράβο! Έμαθα ότι αγοράζεις αυτοκίνητο.
- Ναι, κυρ Γιάννη, αγοράζω. Βρήκα ένα μεταχειρισμένο σε άριστη κατάσταση και πολύ φθηνό και το παίρνω. Τώρα που πηγαινοερχόμαστε στην Αθήνα με τη Χρύσα, την αδερφή μου, το θεωρώ απαραίτητο.
- Καλά κάνεις. Λοιπόν, αν θέλεις, τα παιδιά που πάμε τα δικά μας αμάξια στο συνεργείο μπορεί να βοηθήσουν, να κάνεις έναν έλεγχο βρε αδερφέ, μην βρεθείς προ εκπλήξεων.
- Σας ευχαριστώ, κυρ Γιάννη!
Την επόμενη κανόνισα την αγορά του αυτοκινήτου. Αν και μεταχειρισμένο η κυρία που μου το πούλησε το είχε σε πολύ καλή κατάσταση μια και σπάνια το χρησιμοποιούσε. Σε δύο μέρες το είχα στα χέρια μου.
Όταν έφυγα για το σπίτι στο χωριό με το αμάξι μου, σκέφτηκα να κάνω έκπληξη στη Χρύσα. Την πήρα στο τηλέφωνο.
- Χρύσα μου, ετοιμάσου να φάμε έξω απόψε. Πες και στα μεγάλα παιδιά να ετοιμαστούν.
- Γιατί, βρε Κωστή, τι γιορτάζουμε;
- Τίποτα. Απλά κερνάω.
- Καλά, σε πίστεψα…
Όταν έφτασα, έκανα ένα μπάνιο.
- Κωστή μου, θα φας να σου βάλω;
- Όχι, βρε μάνα. Δε σας είπε η Χρύσα;
- Μας είπε, αλλά βρε παιδί μου, κράτα τα λεφτά σου!
- Δεν πειράζει. Απόψε θα βγούμε. Κερνάω εγώ.
Σε λίγο ήρθε και ο πατέρας. Το αμάξι μου το είχα παρκάρει σε ένα άλλο στενό για να μην το δούν. Ήταν όλοι έτοιμοι.
Ο πατέρας μου μου έδωσε τα κλειδιά του αμαξιού του. Τα άφησα στο τραπέζι. Ίσως θεώρησε ότι έχω τα δεύτερα.
Σε λίγο ήμουν έξω από το σπίτι και κορνάριζα. Βγαίνοντας όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Βγήκα και άνοιξα τις πόρτες σε όλους. Δέχτηκα τις ευχές. Πήγαμε σε μια ψησταριά που φημιζόταν για την ποιότητά της. Περάσαμε τέλεια.
- Λοιπόν, Χρύσα μου, τέρμα τα ζόρια με το πήγαινε έλα στην Αθήνα. Και να δούμε και εκείνο το κουτί, και πώς θα το πάρουμε, και πώς θα το κουβαλήσουμε που είναι βαρύ, κ.τ.λ. Τώρα, όταν θα φεύγουμε για την Αθήνα, και να θυμηθούμε κάτι την τελευταία στιγμή, το πετάμε μέσα και φεύγουμε, είπα και τη χτύπησα στην πλάτη.
Ο πατέρας μου χαμογέλασε ευχαριστημένος. Κι αυτός και η μάνα μας ένιωθαν περήφανοι και για μας τους δυο, περήφανοι το ό,τι τα παιδιά τους ήταν αγαπημένα και βοηθούσαμε πάντα ο ένας τον άλλον. Η βραδιά πέρασε ευχάριστα. Την άλλη μέρα πήρα την Χρύσα και πήγαμε μια μεγάλη βόλτα με το αμάξι.
Ήρθε η μέρα που φύγαμε. Το αμάξι πραγματικά δε χώραγε άλλο. Η μάνα με τον πατέρα μας μας έδωσαν ένα σωρό πράγματα⸱ θα μπορούσα να πω ότι έβγαλαν το απωθημένο τους. Μπορεί να ήταν απλοί άνθρωποι, αλλά ήταν πολύ νοικοκυραίοι.
Φτάσαμε στην Αθήνα. Τακτοποιήσαμε τα πράγματα. Εκείνο το βράδυ ήρθε και ο Μηνάς. Φάγαμε κάτι από τα έτοιμα της μάνας και βγήκαμε για μια μπύρα.
Η Μαρία θα ερχόταν μετά από μία βδομάδα περίπου. Η Χρύσα με το Μηνά πήγαν μετά από δύο μέρες στο Μηνά. Λογικό ήταν, ως ζευγάρι να μη με έχουν μέσα στα πόδια τους. Εγώ στρώθηκα στο διάβασμα. Έπρεπε να δώσω το υπόλοιπα δύο μαθήματα που μου έμειναν. Με τη Μαρία μιλούσαμε κάθε μέρα. Την περίμενα πώς και πώς.
Ήταν Παρασκευή βράδυ. Άνοιξα τον υπολογιστή και χαζολογούσα στο διαδίκτυο. Κυρίως στο Facebook. Μπήκα στο προφίλ της Μαρίας. Η Μαρία ήθελε πάντα να επιδεικνύει την ομορφιά της. Έβαζε πάντα φωτογραφίες είτε με το μαγιό, είτε με όμορφα ρούχα που της πήγαιναν τέλεια και τόνιζαν τη θεϊκή ομορφιά της. Εκεί που χάζευα τις φωτογραφίες της είδα ότι είχε ανεβάσει μία με το μαγιό που είχε αγοράσει πρόσφατα. Σε αυτή ήταν μόνη της σε μια παραλία στη Χαλκιδική. Κάποιες φορές από ότι μου είπε, πήγαινε σε μια παραλία με μια φίλη της, τη Γιώτα. Εκεί είχαν ένα μικρό εξοχικό οι γονείς της. Δεν έδωσα παραπέρα σημασία στη φωτογραφία. Δεν ξέρω τι μου ήρθε, και μπήκα στους πολλούς «φίλους» που είχε. Άρχισα να μπαίνω όπου μπορούσα στο προφίλ του καθενός. Έφαγα αρκετή ώρα. Σε κάποια στιγμή είδα και το Νίκο που βρεθήκαμε το καλοκαίρι στην Λευκάδα. Έμεινα ξερός να κοιτάζω την οθόνη.
«Δεν είναι δυνατόν, είπα μέσα μου»
Μπήκα στο προφίλ του. Κι εκεί ήταν που έπαθα. Ο Νίκος είχε μια φωτογραφία σε ένα παραλιακό καφέ στην Χαλκιδική με μια παρέα. Και δίπλα του καθόταν η Μαρία. Φαίνονταν ότι όλοι ήταν μέσα στην τρελή χαρά, αν κρίνω από τα γελαστά πρόσωπά τους στη φωτογραφία. Και μάλιστα η φωτογραφία κοινοποιήθηκε πριν δύο μέρες. Τα δε σχόλια κάτω από την κοινοποίησή του αυτή, έπλεκαν το εγκώμιο στην ομορφιά της Μαρίας. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι όταν το είδα. Δε μου είχε πει τίποτε την επόμενη που μιλήσαμε. Και θυμάμαι ότι τη μέρα εκείνη που κείνος έλεγε ότι βγήκαν για καφέ με την παρέα του, μιλήσαμε το πρωί κατά τις δέκα, ύστερα την άλλη μέρα, μιας και εγώ έτρεχα σαν τρελός στην Αθήνα με υποχρεώσεις. Και συναντήθηκαν και βγήκαν για καφέ; Και τι άλλο; Κάθισα σιωπηλός κοιτάζοντας στην οθόνη. Είχα θυμώσει πολύ. Θυμήθηκα τα λόγια του θείου μου, που μου έλεγε να μην εμπιστεύομαι εύκολα τις γυναίκες.
Με πήρε από κάτω. Σκεφτόμουν να την πάρω τηλέφωνο να τη βρίσω. Σε κάποια στιγμή παίρνω ένα μήνυμα ότι ίσως έρθει την Κυριακή το απόγευμα αντί για Δευτέρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη την πήρα στο κινητό.
- Καλησπέρα, αγάπη μου! Είπε με μια χαρούμενη φωνή.
- Καλησπέρα, Μωρό μου, πότε έρχεσαι; Τι ώρα;
- Μεσημέρι ή απόγευμα αν δεν προλάβω. Κοίτα απόψε θα πάω στο πάρτι μια φίλης μου. Παντρεύεται και θα κάνει ένα πάρτι.
- Ωραία, κοίτα να είσαι φρόνιμη, μην κατεβάσεις τον άμπακο πάλι.
- Όχι, μωρό μου. Δε θα πιω, στο υπόσχομαι. Εξάλλου πρέπει να είμαι νηφάλια, γιατί πώς θα πάω στο γάμο αύριο;
Μιλήσαμε λίγο ακόμα. Ύστερα κλείσαμε το τηλέφωνο για να ετοιμαστεί.
Εγώ όμως ήμουν σε αναμμένα καρφιά. Μπήκα ξανά στο προφίλ του Νίκου. Δεν είδα τίποτα άλλο. Με πήρε ο ύπνος από την κούραση. Αργά σηκώθηκα και πήγα στο κρεβάτι μου. Ξύπνησα νωρίς το Σάββατο. Με το που ήπια τον καφέ, έκανα ένα μπάνιο και μετά στρώθηκα στο διάβασμα. Πραγματικά άδειασα το κεφάλι μου εκείνο το πρωινό και αφοσιώθηκα στο διάβασμα. Κατά τη μία έβαλα κάτι να φάω. Ήμουν έτοιμος για το μάθημα που θα έγραφα. Μια επανάληψη μόνο το προηγούμενο βράδυ ή το πρωί εκείνης της μέρας και θα πήγαινα να δώσω. Συγύρισα το σπίτι, και άραξα.
Σε κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Ο αριθμός άγνωστος. Το σήκωσα. Ήταν η Λένα από το Βόλο. Ήταν στην Αθήνα και την Κυριακή το πρωί θα έφευγε. Ήθελε να με δει. Κανονίσαμε ραντεβού στο Σύνταγμα, μια και δεν ήξερε από Αθήνα καθόλου.
Συναντηθήκαμε το απόγευμα. Με το που με είδε έτρεξε στην αγκαλιά μου. Ήταν τόσο χαρούμενη. Καθίσαμε σε ένα καφέ. Όλη την ώρα έδειχνε τόσο ενθουσιασμένη από την συνάντησή μας. Είχε αλλάξει. Τα μαλλιά της ξανθά στόλιζαν υπέροχα το όμορφο πρόσωπό της. Το κορμί της γυμνασμένο όπως πάντα. Η Λένα σπούδαζε στο Βόλο, στην πόλη της και ήρθε για να δει μια φίλη της.
- Λοιπόν, πάμε να φάμε; Μου είπε. Κερνάω εγώ, προχθές είχα τα γενέθλιά μου.
- Εντάξει, της λέω, πάμε.
Πήγαμε σε ένα κινέζικο εστιατόριο. Η Λένα όλη την ώρα έλεγε αστεία. Ήταν πολύ ευχάριστη κοπέλα. Με το που βγήκαμε από το εστιατόριο μου ζήτησε να πάμε μια βόλτα στον Εθνικό Κήπο. Πήγαμε. Με την ευχάριστη συντροφιά της Λένας ξεχάστηκα από το άγχος που μου γέμισαν τα ψέματα της Μαρίας. Ένοιωσα να χαλαρώνω. Σε κάποια στιγμή με πιάνει από το χέρι και μου έδειχνε ένα ωραίο λουλούδι σε ένα παρτέρι. Γυρίζει προς εμένα. Με κοιτάζει στα μάτια.
- Εκείνη η βραδιά ήταν αξέχαστη για μένα. Ήταν ο απόλυτος έρωτας που έζησα ποτέ, με τον πιο ωραίο άνθρωπο, που γνώρισα ποτέ μου.
- Και εγώ δεν την ξέχασα εκείνη την βραδιά, ποτέ όμως.
Αγκαλιαστήκαμε δώσαμε ένα παθιασμένο φιλί ο ένας στον άλλον. Σφίχτηκε στην αγκαλιά μου.
Δε χρειάστηκαν και πολλά λόγια για να την πείσω να πάμε στο σπίτι μου. Με το που φτάσαμε και μπήκαμε στην είσοδο έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει παθιασμένα. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Σταματήσαμε να πάρουμε ανάσα. Ζήτησε να πάει στο μπάνιο. Της έδωσα ένα μπουρνούζι δικό μου. Βγήκε και πήγε στο κρεβάτι μου. Μπήκα κι εγώ. Με το που βγήκα τυλιγμένος με μια πετσέτα στη μέση μου πήγα στο δωμάτιο. Η Λένα ήταν κάτω από το σεντόνι. Όπως και τότε. Την είδα και χαμογέλασα.
- Όπως και τότε;
- Ναι, μου απάντησε και τράβηξε το σεντόνι από πάνω της.
Έπαθα με το σώμα της. Ήταν εντελώς γυμνή. Έπεσα δίπλα της και αρχίσαμε τα φιλιά. Έσκυψα και περίλαβα τα όμορφα βυζιά της. Ήταν υπέροχη αίσθηση. Το απολάμβανε χαϊδεύοντας με στα μαλλιά. Κατέβηκα στο ξυρισμένο μουνί της και το περίλαβα στα φιλιά. Στην αρχή τρυφερά φιλιά στα μουνόχειλά της και τη γύρω περιοχή ύστερα πέρα απαλά την κλειτορίδα της στο στόμα μου και άρχισα να την περιπαίζω τρυφερά με την γλώσσα μου και να την φιλάω. Κατέβηκα στη σχισμή της και έχωσα την γλώσσα μου μέσα. Το μουνί της έτρεχε υγρά. Της άνοιξα τα πόδια και ετοιμάστηκα να της καρφώσω τον πούτσο μου που είχε γίνει σαν πέτρα από την καύλα. Της έτριψα μια δυο φορές το πουτσοκέφαλο ανάμεσα στα μουνόχειλα. Ύστερα έτριβα τον πούτσο μου στην κλειτορίδα της.
- Έλα αγόρι μου, χώσ’ τον μου βαθιά, σε παρακαλώ. Πάρε με δική σου άντρα μου…
Τον έχωσα αργά και βαθιά με την πρώτη κίνηση. Όσο έπαιρνε. Αναστέναξε με πάθος. Το μουνί της είχε μια φανταστική αίσθηση. Άρχισα τις παλινδρομικές κινήσεις. Ήταν υπέροχο. Βρήκα έναν ρυθμό που της άρεσε. Το καταλάβαινα από τις εκφράσεις του προσώπου της. Όσο τη γαμούσα με κοίταζε στα μάτια. Την κοίταζα κι εγώ. Δεν μιλούσαμε, απλά απολαμβάναμε τη στιγμή. Σε λίγο την είδα να κοκκινίζει και να τεντώνεται προς τα πίσω. Έφτασε σε έναν δυνατό οργασμό. Ήρθα κι εγώ στην κορύφωση. Τον έβγαλα από το μουνί της και τον έτριβα πάνω στην κλειτορίδα όσο έχυνα. Τα χύσια μου έπεσαν πάνω στο στήθος της και κάποια έφτασαν στο πρόσωπό της. Όταν τελείωσα πήγα από πάνω της και άρχισα τα γλωσσόφιλα. Ξαπλώσαμε για λίγο. Σηκωθήκαμε και κάναμε ένα ντους μαζί. Ύστερα πάλι στο δωμάτιο. Σε μισή ώρα πάλι ήμασταν και οι δυο έτοιμοι. Εκείνο το Σάββατο δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Ξεσκιστήκαμε στον έρωτα. Κοιμηθήκαμε αργά κατά τις έξι.
Κατά τις δέκα το πρωί σηκώθηκε να φύγει. Έπρεπε. Πήγαμε στον ξάδερφό της να πάρει τα πράγματά της. Εγώ την περίμενα στο αμάξι. Την πήγα με το αμάξι στο ΚΤΕΛ. Έφυγε αποχαιρετώντας με με ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα.
- Θα ήθελα να ξανασυναντηθούμε, της είπα.
- Θα γίνει. Να είσαι σίγουρος, μου είπε.
Έφυγα από το ΚΤΕΛ. Στο δρόμο προς το σπίτι αναρωτιόμουν αυτό που είπα. Ξέρω ότι πέρασα φανταστικά μαζί της. Ύστερα σκεφτόμουν και την Μαρία.
«Γιατί της το έκανα αυτό; Ίσως από εκδίκηση. Και γιατί εκδίκηση; Για μια συνάντηση με το μαλάκα τον Νίκο; Αλλά από την άλλη κι εκείνη γιατί δεν μου είπε. Μήπως γούσταρε καμμιά φάση μαζί του; Κι εγώ γιατί το είπα αυτό στη Λένα; Αυτό το πράγμα μου καρφώθηκε έντονα στο μυαλό. Κόλλησα. Αισθανόμουν ότι έκανα μεγάλη μαλακία. Γιατί; Τώρα; Άνοιξα προηγούμενα.»
Είχα γεμίσει ενοχές μέσα μου. Με απορρόφησαν τόσο πολύ αυτές οι σκέψεις, που σε μια διασταύρωση παραλίγο να τρακάρω με ένα φορτηγό.
Έφτασα στο σπίτι μου. Κοίταξα το κινητό μου που είχα κλείσει όσο ήμουν με την Λένα. Είχε καμιά εικοσαριά κλήσεις από την Μαρία. Όλες το πρωί της Κυριακής. Την πήρα, δεν το σήκωνε. Πήγα στο δωμάτιο και άλλαξα τα σεντόνια. Τα έβαλα να πλυθούν, αέρισα και συγύρισα το δωμάτιο.
Καθόμουν στην κουζίνα και μόλις είχα φάει. Έφτιαχνα καφέ. Η ώρα είχε πάει τέσσερις το απόγευμα. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας συνθηματικά τέσσερις φορές. Ήταν η Μαρία. Άνοιξα. Με το που μπήκε μέσα με φίλησε στο μάγουλο.
- Καλησπέρα, είπε με ένα ύφος που έδειχνε ότι κάτι την απασχολούσε.
- Καλησπέρα, αγάπη μου, είπα με ένα χαμόγελο και φιληθήκαμε στο στόμα. Θέλεις καφέ;
- Ναι, μου είπε.
Καθώς έφτιαχνα τον καφέ της, την είδα να στέκεται δακρυσμένη κοντά στο ψυγείο. Ένοιαζε να θέλει να μου πει κάτι, αλλά δυσκολεύεται.
- Μαρία μου, συμβαίνει κάτι; Τι έχεις κορίτσι μου;… είπα βάζοντας τον καφέ στα φλυτζάνια.
Την πλησίασα, τη φίλησα στο μέτωπο και τη χάιδεψα στα μαλλιά.
- Κοίτα, χθες το βράδυ έκανα κάτι που δεν ήθελα. Κάτι κακό. Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Να ξέρεις ότι σε αγαπώ όσο τίποτα στο κόσμο… Κωστή χθες το βράδυ, σε απάτησα. Κοιμήθηκα με άλλον. Είχα πιει περισσότερο από όσο έπρεπε. Δεν ήξερα τι έκανα, είπε και στα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. Δεν ξέρω, τώρα ίσως με μισήσεις. Ίσως… είπε με μια κομπιασμένη φωνή και σταμάτησε να μιλάει. Έσκυψε το κεφάλι της.
Έκλαιγε.
Έμεινα να την κοιτάζω στα χαμένα. Έσκυψα το κεφάλι μου. Τα είχα χαμένα. Από την μια εμένα, πριν λίγες ώρες, με είχαν ζώσει οι τύψεις γι’ αυτό που έγινε ανάμεσα σε μένα και την Λένα. Από την άλλη δεν ήξερα τι να κάνω. Πήρα το φλυτζάνι της και το έβαλα στο τραπέζι. Ήπια μια ρουφηξιά καφέ από το φλυτζάνι μου.
- Έλα, πιες τον καφέ σου, κατόρθωσα να πω.
Δεν ήξερα τι άλλο να πω. Ήμουν αρκετά λεπτά σιωπηλός και σχεδόν ανέκφραστος. Πράγμα που φόβιζε πάντα τη Μαρία αυτό μου το ύφος. Έπινε τον καφέ της με χαμηλωμένο βλέμμα. Σκεφτόμουν πώς αν ήθελε απλά να με κερατώσει, το πολύ πολύ δεν θα μου το έλεγε. Το ό,τι ήρθε κατευθείαν και μου το είπε, με έκαναν να προβληματίζομαι πολύ. Από την μια η πράξη της προδοσίας κι από την άλλη η ομολογία της αμέσως, κι έδειχνε μετανιωμένη. Φάνηκε ότι δεν ήθελε να με προσβάλει παίζοντας το κρυφτούλι. Κατάλαβα ότι υπέφερε. Θα μπορούσε, αν ήθελε, να το κρύψει, να μην το μάθω ποτέ. Σκεφτόμουν αρκετά λεπτά.
«Πρέπει να σεβαστώ το γεγονός ότι ένιωσε άσχημα μετά από αυτό, ότι ήρθε και μου το είπε.», σκέφτηκα.
- Κοίτα, ήρθες και μου το είπες αμέσως. Και το εκτιμώ αυτό γιατί συνάδει με τον χαρακτήρα μου. Αν το ανακάλυπτα μόνος μου, ίσως να θύμωνα. Αλλά τώρα… Πρέπει να σου εξομολογηθώ κι εγώ κάτι, μια και εσύ φέρθηκες τόσο ντόμπρα και μετάνιωσες, εγώ δε μπορώ παρά να σταθώ με ειλικρίνεια απέναντί σου. Χθες βράδυ κι εγώ έκανα το λάθος μου κι εγώ σε απάτησα. Με μια παλιά μου γνωστή. Παλιότερα έγινε μια φάση μεταξύ μας, όταν ήμουν μαθητής ακόμα. Ήρθε στην Αθήνα για μια δουλειά και συναντηθήκαμε. Παρασύρθηκα, όπως κι εσύ. Σου ζητάω ειλικρινά συγγνώμη.
Με κοίταζε με γουρλωμένα τα μάτια. Κοκκίνησε σε μια στιγμή, θύμωσε. Ύστερα το βλέμμα της μαλάκωσε, χαμήλωσε. Καθίσαμε απέναντι στους καναπέδες στο σαλόνι. Δεν μιλούσαμε για αρκετή ώρα. Είχαμε και οι δύο κατεβασμένο το κεφάλι. Νιώθαμε ενοχές. Εκείνη έβγαλε ένα βαρύ αναστεναγμό και τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.
- Κοίτα, η σιωπή δεν θα ωφελήσει σε τίποτα Μαρία μου. Καλύτερα να μιλήσουμε με ανοιχτά χαρτιά τώρα. Εγώ έτσι είμαι. Δεν είμαι ο άνθρωπος των υπεκφυγών. Με ξέρεις από την αρχή της σχέσης μας. Προτιμώ να μου πεις κάτι σκληρό, κι ας πονάει, φτάνει να είναι η αλήθεια. Έμαθα να αντιμετωπίζω την αλήθεια κατά πρόσωπο, όσο άσχημη κι αν είναι. Την προτιμώ όμως από το ψέμα.
- Αυτό το εκτίμησα από την αρχή σε σένα. Την ευθύτητά σου και την ειλικρίνεια σου.
- Μπορείς να μου πεις το λόγο που το έκανες; Απλά είχες ανάγκη για σεξ; Ή ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό πήδημα, δηλαδή υπήρξε και συναίσθημα; Πρέπει να το ξέρω αυτό.
- Ήπια. Πολλές φορές όταν πίνω δεν ξέρω τι κάνω. Αλλά απλά εκείνο το βράδυ είχα μια μεγάλη επιθυμία για σεξ. Και δε σε είχα δίπλα μου. Αυτό όμως δε με δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση. Απλά… έτυχε. Αυτός που πήγα μαζί του με φλέρταρε όλο το προηγούμενο βράδυ στο πάρτι. Στην αρχή έσπαγα πλάκα. Το βράδυ στο τραπέζι του γάμου ήπιαμε περισσότερο με τις φίλες μου. Εκεί ενέδωσα. Όταν ξύπνησα το πρωί δίπλα του, ήθελα να ουρλιάξω, μου ήρθε σαν τρέλα. Έφυγα άρον άρον. Λυπάμαι, Κωστή μου, ειλικρινά λυπάμαι. Αυτή είναι η αλήθεια.
- Δεν μπορεί να μην ένιωσες τίποτα για εκείνον.
- Ναι, μια έλξη την ένιωσα. Αλλά δε θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να είναι εκείνο που νιώθω για σένα. Με εκείνον απλά ήταν σεξ και τίποτα άλλο, δεν υπήρχε κανένα συναίσθημα σε όλο αυτό⸱ θέλω να είσαι βέβαιος γι’ αυτό. Κι ίσως αν δεν είχα πιει να μην έκανα τίποτα. Σε αγαπάω, και μόνο εσένα αγαπάω, κι ας είναι δύσκολο να το πιστέψεις.
- Με σκέφτηκες έστω για μια στιγμή την στιγμή που έκανες σεξ με αυτόν;
- Όχι. Είχα αδειάσει το μυαλό μου. Σκεφτόμουν το μουνί μου και μόνο το μουνί μου εκείνη τη στιγμή. Ζούσα μόνο για εκείνη τη στιγμή, ήταν και το ποτό που με θόλωσε. Μετά ήρθα στον εαυτό μου, το πρωί. Κι εκεί φρίκαρα με τον εαυτό μου. Εσύ, θέλεις να μου πεις τι έγινε;
- Ναι. Με τη Λένα γνωριστήκαμε παλιά στο Βόλο. Ήταν φίλη της ξαδέρφης μου. Μου την έπεσε ένα βράδυ. Αυτό ήταν. Δεν υπήρχε σχέση, παρά μόνο σεξ. Και ήρθε στην Αθήνα για μια δουλειά. Με πήρε τηλέφωνο και βρεθήκαμε. Ε, συνέβη. Δεν μπορέσαμε ούτε εκείνη, ούτε κι εγώ να το ελέγξουμε. Όταν την πήγα με το αμάξι στο ΚΤΕΛ για να φύγει, στο γυρισμό με έφαγαν οι σκέψεις και οι τύψεις. Παραλίγο να σκοτωθώ με το αυτοκίνητο. Κόντεψα να τρακάρω με ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Δεν ξέρω, βρε Μαράκι μου, δεν ξέρω. Ίσως κάτι δεν πάει καλά μεταξύ μας. Σ’ αγαπάω πάρα πολύ και δεν έπρεπε να σου το κάνω αυτό σε καμιά περίπτωση. Πώς στον πούστη θα προχωρήσουμε μαζί, αν συμβαίνουν αυτά ανάμεσά μας; Σ’ αγαπάω όμως πολύ, Μαρία μου, πραγματικά σε αγαπάω. Ένιωσα η ζωή μου να γεμίζει μαζί σου, αλλά τώρα… σκατά τα κάναμε…
είπα κι έσκυψα το κεφάλι μου δακρυσμένος. Ένιωθα έναν κόμπο στο λαιμό. Μου ερχόταν να κλάψω. Έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου. Η Μαρία με κοιτούσε αμίλητη στην αρχή. Ύστερα ήρθε δίπλα μου και μ’ αγκάλιασε.
- Κι εγώ σε αγαπάω, Κωστή μου, Μόνο εσένα αγαπάω. Αλήθεια στο λέω. Δε θέλω να αμφιβάλεις για την αγάπη μου⸱ ούτε για μια στιγμή. Ευτυχισμένη νιώθω μόνο όταν είμαι δίπλα σου, είπε και τα μάτια της βούρκωσαν.
Έβαλε κι εκείνη τα κλάματα. Με φίλησε στο μάγουλο και με χάιδευε στο κεφάλι. Γύρισα και την κοίταξα όπως ήμουν βουρκωμένος. Την έπιασα και την φίλησα στο στόμα. Ανταπέδωσε κι εκείνη. Μείναμε αρκετή ώρα αγκαλιασμένοι. Δε μιλούσαμε. Ύστερα σκέφτηκα ότι πρέπει να το δούμε ψύχραιμα, αν θέλουμε να προχωρήσουμε.
Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έπλυνα το πρόσωπό μου να συνέλθω. Η Μαρία μάζεψε τα άπλυτα από την κουζίνα. Ύστερα καθίσαμε και λέγαμε διάφορα. Είχε πάει αργά. Κατά τις έντεκα το βράδυ πήγαμε για ύπνο. Εγώ παρόλη την κούραση που είχα, δεν είχα ύπνο. Γύρισα προς τον μέρος της και άρχισα να την φιλάω. Με το χέρι μου κατέβασα το σορτσάκι της και της άνοιξα τα πόδια. Δεν έκανα τίποτα άλλο όπως παλιά, χάδια, φιλιά. Γδύθηκα κι εγώ και με τη μία μπήκα μέσα της. Τη γαμούσα αρκετά και τη φιλούσα. Δεν μου έβγαινε όμως το συναίσθημα που μου έβγαινε παλιότερα. Εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει. Παλιότερα κατάφερνα να την κάνω να χύσει πολύ γρήγορα. Η Μαρία ήταν μια πολυοργασμική γυναίκα. Έχυνε πάνω από μία φορά όταν κάναμε έρωτα. Κάποια στιγμή κουράστηκα. Ο πούτσος μου άρχισε να πέφτει. Βγήκα. Ξάπλωσα ανάσκελα. Γύρισε προς το μέρος μου.
- Τι συμβαίνει, αγάπη μου;… με ρώτησε.
- Τίποτα το ιδιαίτερο, αγάπη μου. Ότι και σε σένα. Απλά φοβάμαι πώς η φλόγα έσβησε.
- Να μην το ξαναπείς αυτό. Είμαστε και οι δυο πολύ αγχωμένοι και κουρασμένοι. Αύριο μωρό μου όλα θα είναι εντάξει. Θέλω να κοιμηθούμε αγκαλιά.
Την πήρα αγκαλιά. Ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα μου… λες και είχα ένα μεγάλο βάρος. Τα μάτια μου δάκρυσαν ξανά. Το κατάλαβε κι εκείνη. Μείναμε βουβοί μέχρι που μας πήρε ο ύπνος.
Το πρωί της Δευτέρας ξύπνησε πρώτη. Με ξύπνησε με φιλιά και χάδια. Μου χαμογέλασε γλυκά όπως παλιά. Έπεσε γυμνή πάνω μου και άρχισε να με φιλάει παθιασμένα. Ο πούτσος μου σηκώθηκε με την μία. Κάθισε πάνω μου και κάρφωσε τον πούτσο μου στο μουνί της. Είχε μεγάλη ένταση. Σε λίγα λεπτά έχυσε δυνατά πλημυρίζοντας τον πούτσο μου με τα χύσια της. Σε λίγο έφτασα κι εγώ στο τέλος. Έχυσα μέσα της δυνατά. Ένιωσα να αδειάζω εντελώς.
Μετά από μία ώρα είχαμε πάλι όρεξη και οι δύο. Την έβαλα να ακουμπήσει στον τοίχο του δωματίου, την έπιασα από πίσω και άρχισα να την γαμάω δυνατά. Ήταν στάση που σπάνια κάναμε. Ο όμορφος πεταχτός της κώλος με εξίταρε πραγματικά. Σε λίγο ένιωσα να μην είναι τόσο υγρή όσο στην αρχή. Την έβαλα να σκύψει κι άλλο. Τον ακούμπησα στη σούφρα της. Δεν έμπαινε. Τον κάρφωσα πάλι στο μουνί της. Τον έβγαλα μετά από λίγα σπρωξίματα. Πήρα το λιπαντικό από το συρτάρι και έβαλα αρκετό στον κώλο της και στον πούτσο μου. Ήθελα να τη γαμήσω από τον κώλο. Εκείνη πήρε μια πιο βολική στάση. Τον έχωσα σιγά σιγά. Τον έχωσα ολόκληρο. Άρχισα να την γαμάω με δύναμη. Δεν έδωσα σημασία καθόλου, αν το απολάμβανε ή αν πονούσε. Έχυσα δυνατά, μέσα της, λες και ήθελα να βγάλω ένα βάρος από μέσα μου. Εκείνη δεν τελείωσε εκείνη τη φορά, απλά δεν είπε τίποτα. Λες και περίμενε πότε να τελειώσει από την υποχρέωση. Το κατάλαβα, όταν το μουνί της έπαψε να είναι υγρό. Δεν είπα κι εγώ τίποτα. Πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα. Βρήκα στο δωμάτιο να ντυθώ. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη με γυρισμένη την πλάτη στη πόρτα και έκλαιγε.
Κάθισα δίπλα της.
- Συγγνώμη, δεν έπρεπε να φερθώ τόσο εγωιστικά.
- Δεν πειράζει, Κωστή μου, δεν πειράζει είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Την αγκάλιασα.
- Δε θα ήθελα να χάσω με τίποτα, μωρό μου. Με τίποτα όμως.
- Ούτε κι εγώ. Σ΄ αγαπάω. Αλλά είναι πολύ αυτό μου μας συνέβη ρε γαμώ το, είναι πολύ!
- Πρέπει να ηρεμήσουμε, να αφήσουμε τα πράγματα να κυλίσουν ομαλά, είπα και την χάιδεψα στο κεφάλι τρυφερά.
- Έχουμε πρόβλημα. Γιατί να γίνει αυτό μεταξύ μας; Γιατί, Θεέ μου; Θα δω τις επόμενες μέρες να δούμε μια γνωστή μου ψυχολόγο. Δεν θέλω να τα χαλάσουμε με τίποτα.
- Σύμφωνοι! Πρέπει να βρούμε λύση όπως και να έχει, είπα νιώθοντας μια αγωνία και ένα βάρος μέσα μου.
Εκείνη την μέρα βγήκαμε και πήγαμε μια βόλτα στο κέντρο. Κοιτάξαμε να είμαστε χαλαροί. Κάναμε κάποια μικρά ψώνια. Ύστερα γυρίσαμε στο σπίτι. Μου ζήτησε να την πάω σπίτι της. Έπρεπε να τακτοποιήσει τα πράγματα. Την πήγα στο σπίτι με το αμάξι. Πράγματι είχε πολλές δουλειές, κι εγώ έγραφα την Τρίτη. Έφυγα μόνος μου. Έφτασα στο σπίτι. Έκανα ένα ντους. Κάθισα στον καναπέ και η πρώτη κίνηση ήταν να την πάρω τηλέφωνο να την ακούσω.
- Έλα, μωρό μου, της είπα. Τι κάνεις;
- Καλά είμαι. Έχω λίγο ακόμα να τελειώσω. Θέλεις να μιλήσουμε όταν τελειώσεις;
- Ναι, ήδη μου λείπεις, κορίτσι μου.
- Σ’ αγαπώ. Να μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, αγόρι μου.
Κλείσαμε το τηλέφωνο ή ώρα πήγε εννιά το βράδυ. Με πήρε εκείνη.
- Επιτέλους, μωρό μου, μόλις τέλειωσα και έβαλα ένα τσάι να πιω.
- Βλακεία μου. Εγώ δεν άνοιξα βιβλίο. Βαρέθηκα. Θα το πιάσω αύριο νωρίς, λίγο πριν πάω να γράψω. Έπρεπε να μείνω να σε βοηθήσω.
- Μια χαρά τα κατάφερα. Το μόνο που ζορίστηκα λίγο με το πατάρι, αλλά τα κατάφερα. Μια στιγμή, λίγο έλειψε να τουμπάρω με το κεφάλι κάτω.
- Είδες που έπρεπε να μείνω…
- Δεν πειράζει, καλέ μου.
- Μου λείπεις.
- Και συ. Ας χαλαρώσουμε λίγο, Κώστα μου. Και τα λέμε αύριο, αν είναι. Εγώ θα πέσω νωρίς για ύπνο.
- Εντάξει, καρδούλα μου.
Κλείσαμε μετά από ένα τέταρτο το τηλέφωνο. Ποτέ δεν είχαμε πει τόσα τρυφερά λόγια ο ένας στον άλλο από το τηλέφωνο.
Ξημέρωσε η Τρίτη. Πήγα και έγραψα το μάθημα που χρωστούσα. Έφυγα ικανοποιημένος, τα πήγα καλά. Είχα πάει με το αμάξι. Μόλις βγήκα πήρα τη Μαρία να βρεθούμε. Πήγα από το σπίτι της. Έφτιαξε έναν καφέ.
- Κωστή, πήρα την φίλη μου, την ψυχολόγο, τηλέφωνο. Θέλει να βρεθούμε αύριο βράδυ.
- Καλώς. Δεν έχεις παρά να έρθεις σε μένα και να πάμε αύριο από εκεί.
- Ωραία. Μόνο θα με περιμένεις να μαζέψω κάποια ρούχα μόλις στεγνώσουν.
- Εντάξει θα σε περιμένω.
Φύγαμε αργά το βράδυ. Μπορεί να το έπαιζα άνετος μαζί της, αλλά μέσα μου είχα μια αγωνία, για το τι θα πούμε και τι θα ακούσουμε στην ψυχολόγο. Ήμουν πολύ προβληματισμένος.
Φτάσαμε στο σπίτι μου. Βγάλαμε φαγητό από το ψυγείο και βάλαμε να φάμε. Η Μαρία μάζεψε τα πιάτα κι εγώ άνοιξα δύο μπύρες.
Καθίσαμε στο σαλόνι χαζεύοντας στην τηλεόραση. Δείχναμε απορροφημένοι στην τηλεόραση. Είχε μια δραματική ταινία. Στην πραγματικότητα όμως μας βασάνιζαν σκέψεις. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ακριβώς εκείνη, αλλά εμένα το μυαλό μου ήταν γεμάτο ενοχές, αλλά και πολλές αμφιβολίες. Βασανιζόμουν φρικτά. Σκεφτόμουν τις πράξεις μου και ένιωθα ενοχές, σκεφτόμουν τα όσα έκανε εκείνη και αμφέβαλα για την αγάπη της. Την αγαπούσα, αλλά ήταν μια αγάπη βασανιστική. Μια αγάπη που σε πονάει πολύ μέσα στην ψυχή σου. Αν δεν είχε συμβεί αυτό με τη Λένα, ίσως να θύμωνα, να έκανα επεισόδιο, να ένιωθα προδομένος απλά και ίσως τα πράγματα να έπαιρναν την πεπατημένη, αλλά τώρα έρχονται και οι ενοχές μέσα μου να με κάνουν να μη μπορώ να οργανωθώ, να αντιδράσω, όπως θα αντιδρούσα πριν.
Αμφέβαλα ακόμα και τον ανδρισμό μου, σκεφτόμουν ότι ίσως δε μπόρεσα να την ικανοποιήσω ποτέ πλήρως ως άντρας, να μην ήμουν αυτό που ζητούσε στην ζωή της. Σκεφτόμουν ότι τότε ίσως θα ήταν καλύτερα να την αφήσω να πάει στον Δημήτρη, και να το τελειώσω, τότε κιόλας. Δεν ξέρω. Σε κάποια στιγμή με πήρε από κάτω. Πιέστηκα πολύ, τόσο που δεν κατάλαβα ότι η Μαρία δεν παρακολουθούσε την ταινία, αλλά είχε γυρίσει και κοίταζε εμένα. Ξεροκατάπια σε μια στιγμή. Δεν ήθελα να με καταλάβει. Ήρθε πάνω μου και με φίλησε στο μάγουλο.
- Σ’ αγαπώ, Κωστή μου! Να ξέρεις πως ό,τι και να έγινε, εγώ εσένα αγαπώ. Δε σταμάτησα να σε αγαπώ ποτέ.
- Ίσως δε σε καλύπτω σε αυτό που ζητάς στη ζωή σου. Ίσως να μην είμαι αυτό που θέλεις.
- Μην κάνεις τρελές σκέψεις σε παρακαλώ. Δεν θα μας οδηγήσουν πουθενά.
- Θέλω να κάνουμε έρωτα. Όπως παλιά. Έρωτα όμως, όχι γαμήσι. Κατάλαβες;
Δε μίλησε. Πήγε στο μπάνιο. Έκανε μισή ώρα να βγει. Βγήκε φορώντας ένα μπουρνούζι. Πήγε στο δωμάτιο. Πήγα κι εγώ στο μπάνιο. Έμεινα αρκετή ώρα μέσα. Βγήκα σε μια στιγμή τυλιγμένος με το μπουρνούζι μου. Βρήκα τη Μαρία με τα μάτια κατακόκκινα. Έκλαιγε. Δεν ήξερα γιατί. Με είδε και χαμογέλασε. Ξάπλωσα δίπλα της χωρίς να μιλάω. Ούτε κι εκείνη μιλούσε. Πέφτει ξαφνικά πάνω μου και αρχίζει να με φιλάει. Έπαθα με το πάθος της. Τα μάτια της δακρυσμένα, αλλά με φίλαγε με πάθος. Κατέβηκε και μου άρχισε μια καταπληκτική πίπα. Πραγματικά με απογείωσε. Την έβαλα να ξαπλώσει. Άρχισα να της γλείφω το μουνί στην κλειτορίδα.
- Γάμησέ με, αγάπη μου. Θέλω τον πούτσο σου μέσα μου. Σε θέλω γλυκέ μου…
Ανέβηκα και πήρα τα βυζιά της στο στόμα μου. Μπήκα ανάμεσα στα πόδια της και της κάρφωσα τον πούτσο μου βαθιά στο μουνί. Άρχισε να βογκάει. Βρήκαμε ένα ρυθμό που μας άρεσε. Συντονιστήκαμε όπως κάναμε και πριν. Τα σώματά μας εκείνη τη στιγμή επικοινωνούσαν απόλυτα. Σε λίγο φτάσαμε και οι δυο σε ένα δυνατό οργασμό ταυτόχρονα. Δεν τραβήχτηκα έξω. Έχυσα μέσα της με δύναμη. Το ίδιο κι εκείνη σπαρταρούσε σε κάθε κύμα του οργασμού που διαπερνούσε το κορμί της. Ίδρωσε, όπως έκανε πάντα, όταν έχυνε με ένταση. Σιγά σιγά βρήκαμε τις αναπνοές μας. Έμεινα αρκετά μέσα της συνεχίζοντας τις παλινδρομικές κινήσεις. Με φιλούσε στο πρόσωπο, στα χείλη. Κοιταχτήκαμε βαθιά στα μάτια. Δε μιλούσαμε, κοιταζόμασταν μόνο. Έγειρα δίπλα της. Ήρθε πάνω μου. Γουργούριζε σαν γατούλα. Ήμασταν χαλαροί. Δε μιλούσαμε. Απολαμβάναμε ο ένας την αγκαλιά του άλλου. Σε κάποια στιγμή ένιωσα το κεφάλι της να βαραίνει. Αποκοιμήθηκε. Πραγματικά κοιμόταν σαν ένα μωρό στην αγκαλιά μου. Δεν την άφησα καθόλου. Όλη την νύχτα σχεδόν λαγοκοιμόμουν και την ήθελα πάνω μου. Όταν ξυπνούσε για λίγο, ένιωθα να γαντζώνεται κι εκείνη πάνω μου. Το πρωί μας βρήκε αγκαλιασμένους.
Ξύπνησε πιο πριν από μένα. Έφτιαξε πρωινό και πήρε ένα τηλέφωνο την κοπέλα που θα πηγαίναμε να επιβεβαιώσει το ραντεβού. Σε μισή ώρα ήρθε και με ξύπνησε. Πήγαμε στην κουζίνα είχε φτιάξει πρωινό. Μιλούσαμε για τη σχολή και τα μαθήματα. Ύστερα φύγαμε για την κυρία Στέλλα, την ψυχολόγο. Φτάσαμε μετά από μισή ώρα.
Στην αρχή εκείνη μας έπιασε κουβέντα γενική και αόριστη προκειμένου να φτιάξει το κλίμα και να μας χαλαρώσει. Η συζήτηση προχώρησε παροτρύνοντάς μας να μιλάμε περισσότερο. Στην ερώτηση στη Μαρία να περιγράψει τι ένιωθε όταν σκεφτόταν να πάει με τον άλλον άντρα, εκείνη απάντησε ότι το έκανε, όπως κάνουμε με το φαγητό, σαν να ένιωθε μια πείνα. Αυτό και τίποτα άλλο. Κανένα συναίσθημα για εκείνον. Ήταν καθαρά ένα σεξ που είχε ανάγκη και τίποτα άλλο. Εγώ από την πλευρά μου απάντησα ότι το κίνητρο ήταν οι αναμνήσεις κι ότι και για μένα ήταν απλά σεξ και τίποτα άλλο. Επίσης μιλήσαμε και οι δύο για τις ενοχές που νιώσαμε μετά από αυτό.
Φύγαμε μετά από δύο ώρες με την υπόσχεση να καθίσουμε με τη Μαρία να μιλήσουμε ανοιχτά. Η ίδια πίστευε ότι μέσα μας υπάρχουν πράγματα που επιθυμούμε στη ζωή μας, κρυφές επιθυμίες, αλλά και ότι επίσης υπάρχει αληθινή αγάπη μέσα μας. Και θα έπρεπε αυτές να τις επιθυμίες να τις βγάλουμε προς τα έξω, και να κοιτάξουμε να τις ικανοποιήσουμε ο ένας με τον άλλον. Αλλά έπρεπε να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, απόλυτα όμως. Επίσης μας «απαγόρεψε», κατά κάποιο τρόπο, να μιλήσουμε γι’ αυτά εκείνο το βράδυ. Ίσως και το επόμενο. Θα πρέπει να θελήσουμε και οι δύο να κάνουμε την κουβέντα. Αλλά θα πρέπει να είμαστε ήρεμοι.
Όταν φτάσαμε, μετά από δύο ώρες, στο σπίτι, πήρα τηλέφωνο τη Χρύσα. Μου είπε ότι θα έρθει με το Μηνά στο σπίτι. Χάρηκα. Ένιωσα μια ψυχική ανάταση που θα τους έβλεπα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως η παρέα των παιδιών να μας βοηθούσε να ξεφύγει λίγο το κεφάλι μας.
Η ώρα πέρασε και τα παιδιά ήρθαν. Βγήκαμε όλοι μαζί για φαγητό σε ένα κινέζικο στο Χαλάνδρι. Στο δρόμο λέγαμε αστεία και περνούσαμε όλοι καλά. Πήγαμε στο μαγαζί. Η ώρα περνούσε ευχάριστα. Είχαμε χαλαρώσει και οι δύο, ξεφύγαμε λίγο από το πρόβλημα. Η Μαρία με τη Χρύσα άρχισαν τα δικά τους. Απέναντι στο τραπέζι καθόταν δύο νεαρές γυναίκες. Η μία μάλιστα ήταν μια ψηλή ξανθιά με ένα υπέροχο σώμα. Κατάλαβα ότι καρφωνόταν πάνω μου. Την κοίταξα κι εγώ μια δυο φορές, αλλά αμέσως τράβηξα τα μάτια μου από πάνω της. Δεν ήθελα στη φάση που είμαι με τη Μαρία να συμβεί το οτιδήποτε.
Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Έπρεπε να περάσει από δίπλα μου. Καθώς ερχόταν προς το μέρος μου με κοιτούσε απροκάλυπτα μπροστά σε όλους. Λες και ερχόταν μια γνωστή να με χαιρετήσει. Το αντιλήφθηκαν όλοι. Εγώ συνέχισα να μιλάω με τη Χρύσα εκείνη τη στιγμή. Η Χρύσα συμπεριφέρθηκε άψογα. Αν και το είδε, συνέχισε να μου μιλάει σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η ώρα πέρασε. Φύγαμε. Πήγαμε το Μηνά με τη Χρύσα στο σπίτι του Μηνά και μετά φύγαμε. Στο δρόμο δε μιλούσαμε ιδιαίτερα.
Φτάσαμε. Πήγαμε κάναμε ένα ντους αμέσως σχεδόν μόλις μπήκαμε. Βγήκα και βρήκα την Μαρία κάτω από τα σεντόνια. Με κοιτούσε με ένα λάγνο βλέμμα. Με τον που τράβηξα την άκρη του σεντονιού να μπω από κάτω, με άρπαξε και με τράβηξε πάνω της. Ήταν ολόγυμνη. Αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Άρχισα να τη φιλάω στον λαιμό και πίσω από τα αφτιά. Της άρεσε πάντα αυτό. Ήξερα ότι την εξίταρε. Οι ρώγες στα όμορφα βυζιά της ήταν πεταγμένες, σκληρές από την καύλα. Έπαιξα αρκετά με τα βυζιά της. Κατέβηκα στην κοιλιά της με την γλώσσα μου. Ανατρίχιασε. Το έβλεπα από το δέρμα της. Έφτασα στο μουνί της. Είχε κλειστά τα πόδια της. Πήγε να τα ανοίξει και δεν την άφησα. Άρχισα να φιλάω τρυφερά τον μουνί της εξωτερικά.
Την καβάλησα φέρνοντας τον πούτσο μου στο στόμα της. Άρχισε να τον παίζει αργά αισθησιακά, μόνο το πουτσοκέφαλο στην αρχή. Ύστερα άρχισε να τον παίρνει πιο βαθιά. Άρχισε το μέσα έξω. Τον ρουφούσε, τον βύζαινε σαν να ήθελε να βγάλει ό,τι είχε και δεν είχε μέσα του. Ύστερα περίλαβε τα αρχίδια μου και τα περιέπαιζε με την γλώσσα της.
Εγώ της άνοιξα τα πόδια και άρχισα να οργώνω την σχισμή της με την γλώσσα μου. Έτρεχε υγρά. Ήταν πολύ καυλωμένη. Κατέβηκα παρακάτω και άρχισα να πειράζω το μέρος ανάμεσα στον κώλο της και το μουνί της. Από την τρύπα της έτρεχαν πολλά υγρά. Έβγαλε τον πούτσο μου και άρχισε να βογκάει δυνατά. Δεν άρχισε να χύνει.
Ύστερα ανέβηκα στην κλειτορίδα και άρχισα να την ρουφάω και να την παίζω με την γλώσσα μου. Σε πέντε λεπτά έφτασε ξανά σε έναν ακόμα οργασμό.
Σηκώθηκα και έβαλα δύο μαξιλάρια κάτω από τη μέση της. Της σήκωσα τα πόδια και έχωσα τον πούτσο μου δυνατά στην καυλωμένη μούνα της. Ένα βογκητό καύλας βγήκε από το στόμα της. Άρχισα τις παλινδρομικές κινήσεις μέσα της δυνατά. Η στάση αυτή κράτησε αρκετά.
Ύστερα την έστησα στα τέσσερα. Την έστησα έτσι που να είμαστε άνετα και οι δύο. Η διείσδυση ήταν βαθιά. Έβλεπα τον πούτσο μου να χώνετε στο καυλωμένο της μουνί ολόκληρος μέχρι τέρμα. Το απολάμβανα. Εκείνη βογκούσε από καύλα. Έβαλε τον χέρι της από κάτω και έτριβε το μουνί της καθώς της το γαμούσα και πότε πότε χάιδευε και τον πούτσο μου με τα δάχτυλά της. Έπιανε τα αρχίδια μου και τα χάιδευε. Πλησίαζα στην κορύφωση. Το κατάλαβε. Τραβήχτηκε νωρίς και με διέκοψε. Άνοιξε το συρτάρι και έβαλε λιπαντικό στον κώλο της. Έβαλε και στον πούτσο μου. Ξανάπεσε στα τέσσερα και έπιασε τον πούτσο μου και τον έχωσε στην κωλάρα της. Ήξερε ότι μου άρεσε πολλές φορές να την βλέπω να οδηγεί το παιγνίδι. Τον έχωσε ολόκληρο. Η κωλοτρυπίδα της καθαρή και ξυρισμένη. Άρχισα να τη γαμάω αργά αργά στην αρχή χώνοντας τον πούτσο μου βαθιά, τόσο που πολλές φορές ακουμπούσαν τα αρχίδια μου πάνω της. Άρχισα πιο δυνατά. Την έπιασα και την ανασήκωσα λίγο. Ο κώλος της τουρλωμένος. Την κρατούσα από τα βυζιά και την φιλούσα στο λαιμό. Έπαιζε την κλειτορίδα της πιο γρήγορα. Έχυσε.
- Χύσε με άντρα μου, χύσε με αγόρι μου! Θέλω τα χύσια σου βαθιά στον κώλο μου, να τα νιώσω.
Έχυσα δυνατά μέσα της βρίσκοντας το ρυθμό που θα μου έδινε τη μεγαλύτερη ηδονή. Στράγγισα εντελώς. Έμεινα για λίγα λεπτά μέσα της, μέχρι που άρχισε να μου πέφτει. Μείναμε αρκετά, τη φιλούσα, τη χάιδευα στα βυζιά, τη φιλούσα. Εκείνη σήκωσε το χέρι της όπως ήταν με την πλάτη σε μένα και με χάιδευε στα μαλλιά. Γύρισε προς εμένα. Αγκαλιαστήκαμε γονατιστοί όπως ήμασταν. Την κοίταξα βαθιά στα γαλάζια της μάτια.
- Σ’ αγαπάω!
- Κι εγώ! Σ’ αγαπάω, Κωστή μου!
Ξαπλώσαμε. Για λίγα λεπτά δε μιλούσαμε. Απολάμβανε ο ένας την αγκαλιά του άλλου. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Δεν είπε τίποτα. Έβαλε τη μουσούδα της στο λαιμό μου και χουζούρευε. Μας πήρε για λίγο ο ύπνος, χαλαρούς, ικανοποιημένους. Δε μας ένοιαζε που λερώναμε τα σεντόνια. Αργότερα πήγαμε και πλυθήκαμε. Γυρίσαμε μέσα στα πειράγματα. Εκείνο το βράδυ μέχρι τα χαράματα ξεθεωθήκαμε στον έρωτα.
Το πρωί ξυπνήσαμε κατά τις δώδεκα από το τηλέφωνό της. Ήταν η μάνα της. Πήγε στο σαλόνι να μιλήσουν να μην με ξυπνήσει. Εγώ σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο όσο μιλούσε με την μάνα της. Ύστερα πήγα και έφτιαξα τα καφεδάκια μας. Πήγα στο σαλόνι. Η Μαρία έκλεισε το τηλέφωνο.
- Περίμενε αγάπη μου, πετάγομαι να φέρω κάτι. Σκέτα θα τα πιούμε;
- Δεν πειράζει, βρε, κάτσε να πιούμε το καφεδάκι μας.
- Σε τρία λεπτά είμαι πίσω. Πάω μέχρι το φούρνο.
Πετάχτηκε μέχρι το φούρνο. Άφησε το κινητό της στο σαλόνι. Σε κάποια στιγμή πήρε ένα γραπτό μήνυμα. Μπήκα στον πειρασμό και το άνοιξα. Το μήνυμα ήταν από τη φίλη της, τη Γιώτα, στη Θεσσαλονίκη. Το μήνυμα έγραφε.
«Τον κατάφερες; Τον ηρέμησες; Ελπίζω να μη χωρίσετε. Στο κάτω κάτω ένα πήδημα ήταν. Σιγά τώρα.»
Ύστερα έψαξα τα υπόλοιπα. Βρήκα και από τον Νίκο. Μιλούσανε για την Χαλκιδική, για πόσο ευχάριστα πέρασαν στην παραλία εκείνη τη μέρα. Και εκείνος επέμενε να βρεθούν και στην Αθήνα. Εκείνη όμως τον άδειασε σε ένα μήνυμα, λέγοντάς του ότι δεν γίνεται, κι ότι εμένα με αγαπάει όσο τίποτα στον κόσμο. «Καλή η διασκέδαση, αλλά ο Κώστας μου είναι κάτι πολύ πάνω από όλα αυτά».
Έκλεισα το κινητό της και το άφησα εκεί που το είχε. Μέσα μου σκεπτόμουν διάφορα. Το τελευταίο μήνυμα με έκανε να προβληματίζομαι.
- «Καλή η διασκέδαση αλλά…» «Ποια διασκέδαση; Ποια όλα αυτά;», σκέφτηκα.
Από ένα σημείο και μετά όσες σκέψεις κι αν έκανα δεν έβγαζα άκρη. Άνοιξε η πόρτα και έφερε ένα κουτί με κρουασανάκια. Καθίσαμε και ήπιαμε τον καφέ σαχλαμαρίζοντας.
- Λοιπόν, Μαρία μου, της είπα σε κάποια στιγμή, θα μιλήσουμε;
- Γιατί τόση βιασύνη; Κοίτα, ό,τι πούμε, θέλω να το πούμε ήσυχα. Δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση να δημιουργηθεί ένταση ανάμεσά μας.
- Φυσικά. Γιατί το λες αυτό; Απλά το λέω, γιατί υποσχεθήκαμε στην ψυχολόγο, αλλά κυρίως στον εαυτό μας, να μιλήσουμε ανοιχτά μεταξύ μας. Να ανοίξουμε τις καρδιές μας, αν θέλουμε να συνεχίσουμε είμαστε μαζί. Δε μπορούμε να κρύβουμε πράγματα ο ένας από τον άλλον, όσο κι αν μας τρομάζουν, όσο και σκληρά κι αν είναι.
- Σωστά. Να ξεκινήσω εγώ τότε;
- Ωραία! Θα ήθελα να μου πεις πώς έγινε το σκηνικό στη Θεσσαλονίκη και κοιμήθηκες με τον άλλον, τι το προκάλεσε όλο αυτό.
Αναστέναξε βαθιά.
- Όλον εκείνον τον καιρό που δεν ήμασταν μαζί σε ήθελα πολύ. Αλλά ήθελα όμως και το σεξ. Φυσικά, αν ήσουν εσύ κοντά μου, τίποτα δε θα έκανα. Ήθελα σεξ και μόνο σεξ. Τίποτα άλλο. Και παλιότερα, όταν είχα έναν δεσμό και πήγαινα με άλλον, δε δεσμευόμουν. Φυσικά σοβαρό δεσμό δεν έκανα ποτέ μου. Το διασκέδαζα μόνο. Μετά το τελείωμα, ο εραστής ήταν ένα τίποτα για μένα, ένα αντικείμενο του σεξ που έπαυε να λειτουργεί και τίποτα άλλο⸱ και τον έφτυνα κανονικά. Μόνο σε σένα βρήκα νόημα στην ερωτική μου ζωή. Το σεξ με τον άλλον, απλά με χαλάρωσε εκείνη τη στιγμή, που ήμουν και μεθυσμένη και κάπως έσπαγα πλάκα. Δεν είχα κανένα συναισθηματικό δέσιμο, όπως μαζί σου. Ύστερα, με έπνιξαν οι ενοχές. Αυτή είναι η αλήθεια. Εσύ, θα μου πεις τι έγινε με την παλιά σου γνωστή;
- Ναι! Εγώ σαν και σένα δεν ήθελα δεσμεύσεις. Μόνο εσύ με συνεπήρες συναισθηματικά. Στην αρχή, ομολογώ ότι σε είδα επιπόλαια. Η ομορφιά σου όμως με θάμπωσε. Τα γαλάζια σου μάτια, το όμορφο πρόσωπό σου, το κορμί σου με έκαναν να νιώσω πρωτόγνωρα από την πρώτη στιγμή. Όταν σε πήρε εκείνος ο Δημήτρης τηλέφωνο, τα πήρα στο κρανίο και σκεφτόμουν να σε σουτάρω, αλλά ταυτόχρονα αισθάνθηκα ότι θα έχανα ένα διαμάντι που είχα στα χέρια μου, ότι θα έχανα την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο. Δεν ήθελα να σε χάσω με τίποτα, ένιωσα εντελώς αδύναμος μπροστά σ’ αυτήν την πρωτόγνωρή έλξη και γοητεία που ένιωθα για σένα. Σε ερωτεύτηκα⸱ πολύ όμως. Με τη Λένα όπως σου εξήγησα είχα μια ιστορία μιας βραδιάς, πριν τελειώσω το σχολείο. Όταν συναντηθήκαμε ξανά, έγινε αυτό που έγινε. Ίσως κι εκείνη να με παρέσυρε με τον τρόπο της. Δε λέω, το βράδυ που ήμουν μαζί της πέρασα ευχάριστα. Αλλά ήταν άλλη μια γκόμενα στο κρεβάτι. Τίποτα άλλο. Το πρωί γέμισα ενοχές γι’ αυτό που έκανα στον άνθρωπό μου, σε σένα. Όπως σου είπα εκείνη τη μέρα κόντεψα να σκοτωθώ. Οδηγούσα εντελώς χαμένος μέσα στις σκέψεις μου, μου ερχόταν να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Αυτό που έγινε εκείνο το βράδυ δεν το ήθελα, απλά συνέβη.
- Να σε ρωτήσω κάτι, Κωστή μου; Όταν βγαίνουμε μαζί έξω, δε σου τραβάει την προσοχή καμιά όμορφη γυναίκα που είναι ντυμένη προκλητικά;
Εκείνη τη στιγμή σώπασα και προσπαθούσα για λίγο να καταλάβω πού το πάει. Ίσως εννοεί, σκέφτηκα, το γεγονός στο εστιατόριο με την ξανθιά. Ήμουν σίγουρος ότι αντιλήφθηκε το κάρφωμα εκείνης της κοπέλας πάνω μου.
- Ναι, με τραβάει. Κοιτάζω το στήθος της, τον κώλο της, το πρόσωπό της, ό,τι κάθε φυσιολογικό αρσενικό. Εσύ, όπως όλες σχεδόν οι γυναίκες, δεν κοιτάζεις καμιά φορά σεξουαλικά διάφορους άντρες, όταν τους συναντάς στο δρόμο;
- Ναι… κι εγώ τους κοιτάζω, πονηρά μερικές φορές. Και πολλές φορές μού αρέσει να παίζω μαζί τους με τα μάτια. Απλά για να σπάσω πλάκα…
είπε απαντώντας σχεδόν αμέσως, λες και ήταν προετοιμασμένη για την ερώτηση.
- Μόνο για να σπάσεις πλάκα;…
ρώτησα προσπαθώντας να καταλάβω πού στο διάολο πάει τη συζήτηση.
- Τώρα, ναι. Τώρα που είμαι μαζί σου, ναι… μόνο γι’ αυτό. Και ξέρω πως όλοι οι άντρες θέλετε την γυναίκα κτήμα σας, γι’ αυτό και θυμώνετε εύκολα, αν μια γυναίκα το κάνει αυτό ακόμα και για αστείο, όπως εγώ. Φοβάστε μη δεθεί «το κτήμα σας» συναισθηματικά με τον άλλον και το χάσετε. Και ξέρω ότι κάτι τέτοιο θα σε πείραζε κι εσένα, αν έκανα φάση με κάποιον άντρα, δηλαδή αν έδινα την αίσθηση ότι πήγαινα να κάνω σχέση μαζί του. Σίγουρα και εσύ θα με θέλεις κτήμα σου, έτσι δεν είναι; Δε μπορεί να μην έχεις τον αυτόν αντρικό εγωισμό;
Μπορεί στην ψυχολόγο να υποσχεθήκαμε μια ειλικρινή συζήτηση, αλλά έβλεπα ότι όλη η κουβέντα πήγαινε αλλού. Εκνευρίστηκα από μέσα μου. το κατάπια όμως, γιατί θα ήταν ανώφελο να το βγάλω προς τα έξω. Κράτησα το ίδιο ψύχραιμο ύφος που είχα στην αρχή.
- Εγώ όχι Μαρία μου! Δε θεωρούσα και δεν θεωρώ ποτέ κτήμα τους άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτό με βλέπεις και αντέδρασα έτσι, χωρίς να κάνω καμιά υστερία. Μου είπες πρώτη για την ξεπέτα που έκανες στην Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσα να μη σου πω τίποτα και να βγω από πάνω αν είχα αυτόν τον αντρικό εγωισμό που λες. Βλέπεις, εσύ ήσουν ειλικρινής, όπως κι εγώ μαζί σου. Πού είμαι λοιπόν εγωιστής, όπως λες;
- Κάτσε, βρε παιδί μου, τι θέλεις να πεις, ότι δε σε πείραξε;
- Ναι, με πείραξε… και πολύ μάλιστα. Δεν είναι κάτι που ήθελα να συμβεί, αλλά το παλεύω να το ξεπεράσω, γιατί ήσουν απόλυτα ειλικρινής και σε αγαπάω πάρα πολύ Μαρία μου.
- Κι εγώ σε αγαπάω. Όλο αυτό που έγινε δεν άλλαξε τα συναισθήματά μου για σένα, Κώστα μου. Εσύ θα μπορούσες να συνεχίσουμε, αν συνέβαινε ξανά αυτό, ή έστω και φλέρταρα μόνο με κάποιον και το μάθαινες;
Σώπασα. Την κοίταξα στα μάτια με ένα ανέκφραστο ύφος. Ύφος που έπαιρνα πάντα όταν καταλάβαινα ότι ο άλλος πάει να με παίξει με τα λόγια. Σώπασα για λίγα δευτερόλεπτα. Κατάλαβα πώς αυτή η σιωπή μου, την έκανε να αγωνιά λίγο για το τι θα πω.
- Θέλεις να το ξανακάνεις, Μαρία; Εσένα θα σε πείραζε, αν το ξαναέκανα;… ρώτησα για να δω που το πάει.
Ένιωθα ότι η συζήτηση έπαιρνε επικίνδυνη τροπή. Δε με γελούσε η διαίσθησή μου.
- Δεν νομίζω πως θα με πείραζε, αν ήσουν έτσι ειλικρινής, όπως αυτή τη φορά. Έτσι θα αποδεικνύαμε το πόσο δυνατά αγαπάει ο ένας τον άλλον. Αλήθεια σου λέω. Αν τύχαινε και πηδούσες καμιά φορά κάποια άλλη, δε θα με πείραζε, αν ήξερα ότι αυτό δε θα επηρέαζε αυτό που έχουμε, αν ήξερα ότι σίγουρα δεν υπάρχει αίσθημα πίσω από αυτό. Σε αντίθετη περίπτωση, ναι… θα με πείραζε. Δεν μου απάντησες όμως…
- Το ό,τι δε σε θεωρώ κτήμα μου, είναι στάση ζωής για μένα. Αν με αγαπάς θα είσαι στο τέλος μαζί μου και μόνο μαζί μου, αλλιώς, απλά θα φύγεις κάποια στιγμή.
- Αν πήγαινα με άλλον για ένα βράδυ, δε θα σε πείραζε;…
είπε κοιτώντας με καχύποπτα, με ένα ύφος που έδειχνε να με δοκιμάζει, επαναλαμβάνοντας την ερώτηση.
- Όχι, αν γινόταν με τον τρόπο που είπαμε. Εξάλλου τι νόημα θα είχε, αν εσύ ήθελες τόσο πολύ να γαμηθείς με κάποιον που σου γυάλισε στο δρόμο ή σε μπαρ ή αν αυτό ήταν κάποιος γνωστός σου και το έχεις στο μυαλό σου; Αν έφερνα αντίρρηση, απλά κάποια στιγμή θα μου την έκανες πίσω από την πλάτη μου. Για να μη γίνει, θα πρέπει εσύ να μη θέλεις να γίνει κι όχι εγώ. Τώρα, να ξεκαθαρίσω πιο καλά το θέμα⸱ επειδή το πάλεψα αυτή τη φορά, δεν είμαι σίγουρος ότι θα το παλέψω και πάλι. Και τότε θα σημαίνει ότι αυτό που έχουμε μεταξύ μας δεν είναι και τόσο δυνατό όσο λέμε, είναι σαθρό και θα τελειώσει μαχαίρι από μένα. Αν συμβεί και δεν το παλέψω θα τα σπάσουμε οριστικά πια. Και να ξέρεις ότι δεν ταλαντεύομαι καθόλου στις αποφάσεις μου. Μπορεί να παιδεύομαι και να βασανίζομαι για λίγο μέχρι να τις πάρω, αλλά όταν τις πάρω είμαι σταθερός.
Έμεινε σκεπτική για λίγο. Δεν με περίμενε ίσως τόσο ψύχραιμο σε μια τέτοια συζήτηση, όπως και να πάρει τόσο απόλυτες και ξεκάθαρες απαντήσεις.
- Ξέρεις, Κωστή μου, επειδή πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και με τον εαυτό μας, θα σου πρότεινα να το δοκιμάσουμε. Ένα βράδυ, θα πάμε κάπου⸱ κι αν κάτσει φάση σε κάποιον να το κάνει. Και βλέπουμε αν το παλεύουμε.
Το ύφος της ήταν εγωιστικό καθαρά εκείνη τη στιγμή. Το ότι κρατούσα μια τόσο ψύχραιμη στάση σε μια τέτοια συζήτηση, ήταν πρόκληση στον γυναικείο της εγωισμό. Ήμουν σίγουρος ότι ήθελε να δοκιμάσει τις ψυχικές αντοχές μου. Δεν είχα άλλη εξήγηση. Σκέφτηκα ότι ήταν σα να παίζαμε με τη φωτιά. Σα να παίζαμε με εκρηκτικά και από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν το μεγάλο μπαμ. Θυμήθηκα τα λόγια του θείου μου που μου έλεγε: «Μη λυπάσαι τις γυναίκες, Κωστή μου, αυτές κλαίνε και τελικά είναι πιο δυνατές από τους άντρες».
- Εντάξει… είπα αποφασισμένος κι εγώ να το τραβήξω στα άκρα νιώθοντας ως πρόκληση για τον εγωισμό μου όλη αυτήν τη συζήτηση μεταξύ μας. Δεν έχουμε παρά να πάμε το Σάββατο σε ένα μπαρ. Ξέρω κάποιο στο Γκάζι. Εκεί συχνάζουν πολλοί ξέμπαρκοι και ξέμπαρκες. Ε, κάτι θα βρούμε. Θα πάμε μαζί κι αν κάτσει φάση έστω και στον έναν, ο καθένας στην πορεία του, ο άλλος στο σπίτι. Τι λες; Κι εκεί θα φανούν οι αντοχές μας, ποια θα είναι η επόμενη μέρα που θα ξημερώσει για μας. Θέλουμε να δείξουμε δυνατοί, αλλά ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι.
Συνεχίζεται…
Copyright protected OW ref: 182649
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.