Μετά το καλοκαίρι άρχισα να βγαίνω με τις παλιές μου φίλες από το λύκειο και όλα έγιναν όπως πριν. Ήμουν αυτό που θα έπρεπε να είμαι μια 19χρονη κοπελίτσα που θέλει απλά να διασκεδάσει. Έτσι άρχισα να υποδύομαι ότι διασκεδάζω μέχρι που άρχισα να διασκεδάζω πραγματικά. Πέρασαν 14 μήνες από το καλοκαίρι στην Θάσο. Με τις φίλες μου μας κάλεσαν να παραστούμε στην παρέλαση της 28ης Στην παραλία Θεσσαλονίκης. Βάλαμε και εμείς τις μαθητικές ενδυμασίες μας και εμφανιστήκαμε.
Στην παρέλαση είχε κόσμο ως συνήθως, εγώ όπως και οι άλλες φορούσα χαμηλές μαύρες γόβες, καλτσόν στο μπεζ, σκούρα μπλε κοντή φούστα, λευκό πουκάμισο, γάντια και μπλε φουλάρι στον λαιμό. Μετά την παρέλαση είχαν κανονίσει οι γονείς μου να πάμε για φαγητό σε ταβέρνα καθώς τον επισκέπτονταν δύο φίλοι από την Αθήνα. Ο Κύριος Λευτέρης φυσιοθεραπευτής και ο Κύριος Δημήτρης καθηγητής αρχαιολογίας.
Μετά την παρέλαση θα συναντιόμουν με τους δύο φίλους του πατέρα μου που ήρθαν να δουν πρώτη φορά την παρέλαση της Θεσσαλονίκης και να ανέβουμε μαζί σπίτι μου να ετοιμαστούν και να πάμε στην ταβέρνα.
- Καλά… κάθε χρόνο όλο και πιο κοντές οι φούστες των κοριτσιών. Παρέλαση σου λέει μετά.
- Ναι, ναι αγαπητέ παρέλαση για τόνωση του Εθνικού φρονήματος.
- Δες εδώ κοριτσάκια 15 – 16 χρονών πως τους βγάλανε οι γονείς τους έτσι! Μετά λένε φταίει ο βιαστής.
- Και δηλαδή αν βρεις μια από αυτές σε ξενυχτάδικο και την πηδήξεις, μετά θα σε πάνε φυλακή.
Μετά την παρέλαση της 28ης άραζα κάπου με τις φίλες μου σε ένα πεζούλι και τα λέγαμε. Φαινόταν ότι ήμουν κάπως μαζεμένη. Προσπαθούσα να περάσω καλά. Ακόμα δεν είχα ανοιχτεί σε καμία για το τι συνέβη το καλοκαίρι, αλλά ούτε και για τις εβδομαδιαίες συναντήσεις μου στην ψυχιατρική κλινική. Εκεί που κάθομαι στρίβω τσιγάρο και τους λέω να βλέπουν μην έρθουν οι γονείς μου. Γελάνε και με καλύπτουν. Τότε ένας νεαρός μέτριου αναστήματος με κοντά μαλλιά σα φαντάρος μας πλησιάζει:
- Καλημέρα κορίτσια, Μπορώ να σας βγάλω μια φωτογραφία για την εφημερίδα μας;
- Φυσικά…
λέμε και χαμογελάμε. Καθόμαστε η μια δίπλα στην άλλη με πλατιά χαμόγελα και ποζάρουμε για τον φακό. Έπειτα ο φωτογράφος με πλησιάζει και μου λέει:
- Ξέρεις σε παρατηρώ και αναρωτιέμαι μήπως έχουμε συναντηθεί κάπου ή γνωριζόμαστε; Γιάννης ονομάζομαι, δημοσιογραφία τελείωσα. Αν σου λέει κάτι αυτό.
- Με συγχωρείς, δεν μου λέει τίποτα. Δεν ξέρω αν με έχεις ξαναδεί κάπου έξω.
- Μήπως ταξιδεύεις σε νησιά; Εγώ καλύπτω τις παραθερίσεις του καλοκαιριού σε νησιά.
- Ναι έχουμε και εξοχικό στην Θάσο.
- Ενδιαφέρον! Αλλά από την εμφάνιση και το σώμα σου μάλλον σε κάποιο galla νόμιζα ότι σε είχα πετύχει για μοντέλα. Ξέρεις το site μας καλύπτει και θεματολογία πάνω σε modeling. Μου επιτρέπεις να σε βγάλω μια φωτογραφία ως το πρόσωπο της παρέλασης;
- Ναι γιατί όχι. Λοιπόν; Που θα τις βγάλουμε τις φωτογραφίες; Εδώ;
Μου πρότεινε να προχωρήσουμε ήθελε μερικές στο άγαλμα του Μέγα Αλεξάνδρου και στο πάρκο του Ξαρχάκου από πάνω. Προχωράω λίγο πιο μπροστά του πηγαίνοντας για το άγαλμα. Εκεί στο πάρκο πηγαίνοντας μας πλησιάζουν δύο άντρες ο Δημήτρης και ο Λευτέρης. Ο κύριος Δημήτρης άρχισε:
- Τι γίνεται Γιάννη συνάδελφε το ρίξαμε στην dolce vita εν ώρα καθήκοντος;
Εγώ κάθομαι λίγο παραπέρα σε ένα παγκάκι στρίβω και ανάβω άλλο ένα τσιγάρο. Ο άλλος ο κύριος και πιο εύσωμος από τον κύριο Δημήτρη λέει:
- Το παν σε αυτή την περίπτωση είναι το ποιο είναι το αντικείμενο της dolce vita!
- Καλημέρα κύριοι συνάδελφοι, πως και από εδώ, άδεια δεν έχετε το τριήμερο αυτό;
- Ναι έχουμε και θα βρεθούμε με ένα φίλο και την οικογένεια του σε ταβέρνα.
Αφού χαιρέτισαν λοιπόν το Γιάννη γύρισαν σε εμένα.
- Ρε Δημήτρη, αυτή δεν είναι η Χριστίνα; Χριστίνα!
- Ωχ Καλημέρα κύριε Λευτέρη τι κάνετε;
- Στεναχωριέμαι που σε βλέπω μ' αυτόν το Διάολο αλλά δε θα σε καρφώσω. Χαχα, κατά 2ον έχουμε συνάντηση με τους δικούς σου στην ταβέρνα.
- Α ναι… κι εγω σε λίγο θα 'ρθω μαζί σας. Ο κύριος Γιάννης με σταμάτησε για να με βγάλει μερικές φωτογραφίες για την παρέλαση.
- Σκέφτηκα να τη βάλω στο εξώφυλλο της εφημερίδας σαν το πρόσωπο της παρέλασης.
- Καλή επιλογή. Είναι και ο μπαμπάς της μέτοχος της εφημερίδας, ότι πρέπει...
είπε ο κύριος Δημήτρης και του έκλεισε το μάτι. Μετά γύρισε σε εμένα και πριν φύγει μου λέει:
- Και αν έχεις κανένα παράπονο από το Γιάννη πες το σε εμάς και μην ανησυχείς θα πληροφορήσουμε την μαμά σου...
λέει και αλληλοκοιτάζονται πονηρά με το Λευτέρη.
- Μην ανησυχείτε θα την προσέχω!
Οι φίλοι και συνεργάτες του κύριου Γιάννη μας αποχαιρετούν και φεύγουν μια βόλτα μέχρι να τελειώσουμε την φωτογράφιση. Καθώς κάνουμε διάλειμμα για τσιγάρο ο κύριος Γιάννης κοιτάζει το κινητό του επίμονα. Εκεί βρίσκει και αυτό που έψαχνε. Ένα βίντεο, ένα βίντεο που άλλαξε πολλά χέρια και κυκλοφόρησε παντού στο ίντερνετ, μιας κοπέλας μεθυσμένης που κάνει παρτούζα σε παραλία. Αλλά ούτε μεθυσμένη ήταν ούτε οικειοθελώς έπαιρνε μέρος στην παρτούζα.
- Έλα Χριστίνα μου ας ξεκινήσουμε και εδώ τις φωτογραφίες και σ' αφήνω στην ησυχία σου.
- Ναι κύριε Γιάννη χιχι.
- Παρατήρησα ότι έχεις μεγάλο... στήθος και κάποια παραπανίσια κιλά αλλά αν προσέξεις την διατροφή σου και με καλή γυμναστική μπορείς να τα χάσεις.
Τότε ο κύριος Γιάννης αφήνει την κάμερα στο παγκάκι με πλησιάζει πιάνει το πουκάμισο που φοράω και χώνει τα ακροδάχτυλα ανάμεσα στις σχισμές και τραβάει με δύναμη σχίζοντας το πουκάμισο μου.
- Έχετε τρελαθεί τι κάνετε;
- Σκασμός πουτανάκι της Θάσου, που νόμιζες δεν θα σε αναγνώριζα.
- Τι λέτε;... δε σας ξέρω...
λέω ενώ τρέμω, έχω παγώσει ολόκληρη από το φόβο μου ακόμη και τώρα όταν σκέφτομαι το καλοκαίρι παγώνω.
- Ξέρω τι λέω, το καλοκαίρι είχα πάει Θάσο με μια παρέα και ενώ ήμουν στο Ραχώνι είχαμε ήδη ακούσει φήμες για το όργιο της Θάσου. Ένας φίλος μου πάσαρε βιντεάκια που βρήκε στο ίντερνετ που επισημοποιούσαν την φήμη.
- Δεν... δεν...
ΣΛΑΠ! ΣΛΑΠ! ΣΛΑΠ! Με χαστουκίζει τρεις φορές δυνατά και με πιάνει από το λαιμό και το στήθος:
- Πόσες μαλακίες βάρεσα μ' αυτά τα βιντεάκια! Φαίνεται ο εγκέφαλος μου συνήθισε την εικόνα σου και δεν ήταν δύσκολο να κάνει την επαφή όταν σε είδα από κοντά.
- Σε παρακαλώ σταμάτα.
Αρχίζω και δακρύζω και προσπαθώ σαν τρελή να κουνηθώ πέρα δώθε. Να ουρλιάξω αλλά με πιάνει μου χώνει ένα κομμάτι ύφασμα στο στόμα και μια μπουνιά στο στομάχι που με χωρίζει στα δύο. Με πιάνει από τον λαιμό με το ένα χέρι ενώ με το άλλο με χαστουκίζει μέχρι να ζαλιστώ αφήνοντας μια κοκκινίλα στο μάγουλό μου:
- Βούλωσε το μωρή γαμιόλα Χριστίνα! Το παίζετε παρθένες στις πόλεις και γαμιέστε στα νησιά και στα χωριά σαν τα άλογα. Συνέχισε να αντιστέκεσαι γιατί μ' ανάβεις και δε θα αντέξεις το γαμήσι που θα φας από εμένα.
Γδύνεται, ξεκουμπώνει το παντελόνι του και βγάζει έξω την πούτσα του. Με πιάνει από το μαλλί και με σέρνει πίσω από κάτι θάμνους που είναι σκοτεινά, που μόνο πρεζόνια πηγαίνουν για να πάρουν την δόση τους. Ένα σημείο που δεν πλησιάζει κανείς από αηδία αλλά και φόβο. Με κρατάει στα γόνατα και σκύβει και μου λέει:
- Μην τολμήσεις να βγάλεις άχνα πορνοχριστινάκι γιατί αλλιώς θα σου σπάσω το κεφαλάκι κατάλαβες;…
λέει και δεν περιμένει καν απάντηση. Σηκώνεται και καρφώνει την πούτσα του στο λαρύγγι μου. Με σπρώχνει να κολλήσω πίσω στον τοίχο ενός κτηρίου που είναι εκεί και μου γαμάει το στόμα με δύναμη με το άλλο χέρι με αρχίζει στα χαστούκια από το άλλο μάγουλο.
- Έτσι μωρή μαλακισμένη Χριστίνα, ρούφα με πουτάνα, έτσι φώναξε καργιόλα αν μπορείς, φώναξε σε προκαλώ.
Αρχίζω να κλαίω γοερά και προσπαθώ να τον σπρώξω με τα χέρια μου εκείνος όμως με γαμάει δυνατά και το κεφάλι μου χτυπάει στον τοίχο πίσω. Γελάει δυνατά:
- Χαχαχα! Γιατί κλαις Χριστινάκι; Θυμάσαι τις αλμυρές πούτσες της Θάσου; Δεν σου κάνουν οι Θεσσαλονικιώτικες;
Μπήγω τα νύχια μου στα μπούτια του και τα σέρνω προς τα κάτω ματώνοντας τον και αφήνοντας του γρατσουνιές. Μου αρπάζει τα χέρια και με χαστουκίζει ξανά:
- Κάτσε καλά γαμώ το σπίτι σου σκρόφα γιατί δε θα τελειώσουμε καλά εμείς οι δύο.
Σκέφτομαι πότε θα τελειώσει το μαρτύριο και ελπίζω να χύσει γρήγορα για να του ξεφύγω κάπως. Εκείνος μπαινοβγαίνει στο στόμα μου σαν να ήταν μουνί.
- Σ' αρέσει πουτανάκι ε; Σ' αρέσει γαμώ το μπουρδέλο σου… μόλις αρχίσαμε…
λέει και ξαφνικά δυναμώνει την πίεση που καρφώνει την πούτσα του και την ταχύτητα του έχω ζαλιστεί. Πονάει το κεφάλι μου πίσω στον τοίχο η πλάτη μου και η ψυχή μου από το μαρτύριο. Εκείνος με σηκώνει με το χέρι του στον λαιμό κολλημένη στον τοίχο πάει να χώσει το χέρι του κάτω απ’ την φούστα μου εγώ κλαίω και προσπαθώ να τον παλέψω:
- Σε παρακαλώ μη, όχι άλλο σε παρακαλώ!
- Για να δούμε και το μουνάκι σου τώρα Χριστινάκι. Σε λίγο θα με παρακαλάς για άλλα πράγματα τσουλίτσα!
Χτυπάει τα χέρια μου και χώνει με δύναμη το χέρι του κάτω απ’ την φούστα μου, τραβάει το βρακάκι μου άγαρμπα και άγρια και χώνεται από πίσω στον κώλο μου, τραβάει με περισσότερη δύναμη και χάνεται ανάμεσα στα μουνόχειλα μου. Λίγο ακόμη και δεν αντέχει, το ξεχειλώνει και το αφήνει να πέσει στους αστραγάλους μου. Χώνει άγαρμπα τα δάχτυλα του στο αιδοίο μου, τα κουνάει πάνω κάτω πολύ γρήγορα και χύνω, χύνω στο χέρι του βιαστή μου, είναι δυνατόν να με καυλώνει όλο αυτό; Έπειτα με σπρώχνει στο χώμα, μου σηκώνει το ένα πόδι στον ώμο του και ενώ με το ένα χέρι με κρατάει απ’ τα μαλλιά με το άλλο οδηγεί την μεγάλη και χοντρή ψωλή του στο μουνάκι μου. Ενώ πάει να με γαμήσει μια φωνή τον διακόπτει:
- Ρε Γιάννη τι κάνεις εκεί;
Είναι ο κύριος Γιάννης και ο Κύριος Δημήτρης από πριν.
- Τι κάνω; Ε τι κάνω; Δίνω ένα μάθημα σε ένα ξεσκισμένο πορνίδιο, αυτή που νομίζετε ως θύμα την έχει πάρει ένα ολόκληρο νησί.
- Τι λες μωρέ μαλάκα, πιωμένος είσαι; Σε χτυπούσαν όταν ήσουνα μικρός στο κεφάλι;
- Δεν με έχει χτυπήσει τίποτα την αλήθεια λέω.
Στην διάρκεια που μιλάνε ο Γιάννης συνεχίζει να μου γαμάει το μουνάκι κι εγώ να κλαίω και να παρακαλάω για έλεος. Ο Κύριος Δημήτρης φουριόζος του λέει:
- Τι της έχεις κάνει ρε ανώμαλε και κλαίει; Θα σε πάμε μέσα και θα σε διαγράψουμε από την Ένωση για χρήση δημοσιογραφικής ιδιότητας προς ιδιοτελείς σκοπούς.
Νευριασμένος που τον διέκοψαν ο Γιάννης σηκώνεται απότομα, με αρπάζει από τα μαλλιά και με τραβάει μπροστά τους στα γόνατα κλαμένη και τους λέει:
- Αυτό το δίποδο πουταναριό η Χριστίνα, αυτή η ξεχειλωμένη τρύπα, το καλοκαίρι που μας πέρασε γλέντησε ένα ολόκληρο νησί. Από συγγενείς μέχρι και τελείως αγνώστους.
Ο Κύριος Δημήτρης και ο κύριος Λευτέρης δεν άντεξαν στην εικόνα αυτή, ο Δημήτρης πλησίασε τον Γιάννη και του έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο ρίχνοντας τον κάτω. Ο Λευτέρης πήγε από πάνω του και τον έφτυσε, άρχισαν και οι δύο να τον κλωτσάνε και να τον χτυπάνε όπου βρουν.
- Παρ' τα ανώμαλε γαμημένε καργιόλη, δεν ντρέπεσαι την κόρη του φίλου μας;
- Δε θα έχεις που να τρέξεις και να κρυφτείς μπάσταρδε!
- Το βίντεο, δείτε το βίντεο, σταματήστε να με βαράτε μωρέ μαλάκες.
Ο Κύριος Δημήτρης τραβάει το κινητό του Γιάννη από την τσέπη του. Εγώ μαζεύω τα ρούχα μου όπως-όπως καθώς τρέμω. Ο κύριος Λευτέρης με βοηθάει να σηκωθώ και να τακτοποιηθώ και με συγκρατεί ενώ τρέμω ολόκληρη, ο κύριος Δημήτρης κοιτάζει το κινητό και εμένα, ξανά το κινητό και ξανά εμένα.
- Τώρα ξέρετε. Ο Θείος μου το καλοκαίρι με βίασε και ξεκίνησε μια αλυσίδα γεγονότων.
Έκανα να βγάλω από την τσέπη μου και έδωσα στον κύριο Λευτέρη το ημερολόγιο μου.
- Μετά απ' αυτό το βίντεο είχα ένα ατύχημα. Με χτύπησε αυτοκίνητο.
- Πως έγινε αυτό;
- Δεν άντεχα το ξεφτίλισμα και είδα ευκαιρία και την άρπαξα. Αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω και απέτυχα.
- Καημένο κορίτσι.
Με κοιτούσαν και οι τρεις αποσβολωμένοι. Ενώ κρατούσα το στομάχι μου και τρέμοντας έχασα την ισορροπία μου, ο κύριος Λευτέρης με συγκράτησε.
- Κάθε εβδομάδα επισκέπτομαι μια ψυχιατρική κλινική στην οποία μου ζήτησαν να γράψω όσα μου συνέβησαν το καλοκαίρι μέσα. Αν θέλετε να ξέρετε τι πραγματικά συνέβη διαβάστε αυτά…
λέω και χάνω τις αισθήσεις μου. Οι τρεις άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Με έβαλε ο κύριος Λευτέρης να κάτσω στο παγκάκι και άρχισε να διαβάζει τις εμπειρίες του καλοκαιριού για να ακούνε οι άλλοι. Ο Γιάννης επέμενε:
- Ψέματα, το γούσταρε, το γούσταρε όταν ο θείος της την γάμησε, το γούσταρε που όλα τα αρσενικά της οικογένειας και του χωριού και το νησί ολόκληρο ήθελε να τη γαμήσει γι’ αυτό και δε μίλησε ούτε στην μάνα της ούτε στην αστυνομία. Γιατί είναι μια πουτάνα γαμημένη.
- Όχι, όχι δεν είναι Γιάννη. Είναι ένα θύμα βιασμού και εσύ παρατείνεις το μαρτύριο και τον πόνο της με τον τρόπο σου και τις πράξεις σου. Της έδειξες πως να μην εμπιστεύεται κανέναν.
- Θα μπορούσαν όλα αυτά να είναι ψέματα που έγραψε. Μυθοπλασίες. Έχεις τον πατέρα της και φίλο μας ικανό να γαμήσει την ίδια του την κόρη;…
είπε ο κύριος Λευτέρης ενώ μου χάιδευε τα μαλλιά απορημένος.
- Μπορεί να έχει πρόβλημα στον εγκέφαλο και να τα φαντάστηκε όλα αυτά.
Ο κύριος Δημήτρης με παίρνει αγκαλιά και μου ψιθυρίζει καθώς με πηγαίνει προς το αμάξι του.
- Έλα μην κλαις μικρούλα μου. Τελείωσε, πάμε από εδώ. Θα σε πάω σπίτι σου να μη σε δουν σ' αυτά τα χάλια οι γονείς σου και στεναχωρηθούν. Ειδικά η μανούλα σου. Και εσένα αλήτη θα σε κανονίσουμε αργότερα.
Φτάνοντας στο αμάξι ο κύριος Δημήτρης με βοηθάει να κάτσω στο πίσω κάθισμα. Μου δίνει μια κουβέρτα με την οποία τυλίγομαι, ένα μπουκάλι με νερό και ένα ηρεμιστικό απ' αυτά που κρατάει για τις ημικρανίες του. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και λέει:
- Έλα Χριστινάκι, πιες να ηρεμήσεις λιγάκι. Μη φοβάσαι καλό μου δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι πλέον.
Ξεκίνησε το αμάξι και ο κύριος Λευτέρης έκατσε πίσω μαζί μου να με προσέχει. Από το άγχος μου δεν πρόσεξα ότι η φούστα είχε ανέβει τόσο ψηλά που το μουνάκι μου ήταν ορατό. Στη διαδρομή άρχισα να ζαλίζομαι από το ηρεμιστικό και με πήρε ο ύπνος. Ο κύριος Δημήτρης προσέχει στο δρόμο. Ο κύριος Λευτέρης δεν άντεχε άλλο να βλέπει το μουνάκι μου και σκεπτόμενος ότι όλα αυτά τα έβγαλα απ' την φαντασία μου με το μεσαίο δάχτυλο του άρχισε να χαϊδεύει το μουνάκι μου απαλά πάνω κάτω. Μετά έβαλε το δάχτυλο του μέσα στο μουνάκι μου και άρχισε να το πηγαίνει μέσα έξω, μέσα έξω. Άνοιξε λίγο το ήδη σκισμένο μου πουκαμισάκι και έβγαλε τα βυζάκια μου απ' έξω. Πήρε το χέρι μου και το έβαλε πάνω στο καβάλο του και το έσφιξε.
- Μαλάκα Δημήτρη… δεν παίζει θα της το βάλω.
- Μην κάνεις Μαλακία ρε Λευτέρη.
Χωρίς να απαντήσει ξανά, βγάζει την πούτσα του έξω, τη δίνει στο χέρι μου, τη σφίγγει καλά και ασυνείδητα στον ύπνο μου αρχίζω και του την παίζω αργά.
- Κοιμάται ρε Δημήτρη, δε θα καταλάβει τίποτα. Έλα που δεν σ' άρεσε κιόλας μαλάκα.
Και οι 2 χαϊδεύουν τα καυλιά τους πάνω απ' τη βερμούδα.
- Μ' αρέσει ρε Λευτέρη, είναι πανέμορφη η Χριστίνα, αλλά είναι μικρή και την εκμεταλλεύτηκαν τόσοι και τόσοι.
- Και τώρα ξέρεις τι μένει... αχ βυζάρες έχει!
- Ρε Λευτέρη κόψε ρε, θα γίνει μαλακία!
- Σιγά ρε.
- Μαλάκα Δημήτρη τώρα ή ποτέ.
Με πιάνει από το κεφάλι και το κατεβάζει απαλά πάνω του γέρνοντας με στην αγκαλιά του. Ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού του και αφήνει το κεφάλι μου να πέσει και τον πούτσο του να χωθεί στο στόμα μου και αρχίζει να μου γαμάει το στόμα ενώ σάλια γεμίζουν τον πούτσο και το παντελόνι του. Ενστικτωδώς εγώ του τον γλείφω.
- Ρε θα τη γαμήσει αυτός στο τέλος όπως πάει…
λέει ο Δημήτρης ενώ βλέπει από τον καθρέφτη κάθε τρεις και λίγο τι γίνεται πίσω και παίζει τον πούτσο του διστακτικά πάνω απ’ το παντελόνι του. Εγώ κοιμάμαι, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Σταματάει το αμάξι ο Δημήτρης σε έναν παράδρομο ερημικό, έρχεται πίσω, τον βγάζει έξω και με γυρίζει πάνω του να τον βάλω στο στόμα μου.
- Μαλάκα Δημήτρη ήταν που δεν ήθελες.
- Θέλω, πως δε θέλω, αλλά δεν είναι σωστό και έχω καυλώσει τόσο που φοβάμαι και τον ίδιο μου τον εαυτό.
Καθώς έχω γυρίσει πάνω στο Δημήτρη, πλέον δίνω την καλύτερη θέα της κωλάρας μου στο Λευτέρη ο οποίος τον παίζει με το ένα χέρι και με το άλλο χαϊδεύει τον κώλο μου. Και σιγά-σιγά τον βάζει μέσα μου.
- Είδες τελικά τι πουτανάκι έχει βγάλει ο φίλος μας και η μουνάρα η γυναίκα του;
- Αχ πουτάνα, την μάνα σου που γουστάρω δεν μπορώ να τη σκίσω επομένως το μουνάκι σου θα στο ξεσκίσω.
Με παίρνουν και οι 2 έτσι καθώς κοιμάμαι. Για άλλη μια φορά γίνομαι έρμαιο στα χέρια 2 φίλων του πατέρα μου αυτήν την φορά.
- Ρούφα καργιόλα. Ξεσκίσου έτσι τσουλάκι, έτσι παλιοπούτανο.
- Αχ ναι τσουλάκι τσιμπούκωνε πορνίδιο.
Ο ένας με γαμάει από μουνί και ο άλλος από στόμα πέρα δώθε μπρος πίσω.
- Αχ σε κάνω γυναίκα Χριστινάκι.
Έχω αρχίσει να συνέρχομαι και απ’ τις κινήσεις μου αγχώνονται. Μου δίνει ο Λευτέρης ένα ηρεμιστικό ακόμα με λίγο νερό από ένα μπουκάλι είμαι και πάλι τελείως λιπόθυμη για εκείνους. Τότε ο Λευτέρης πωρώνεται και με γαμάει ασταμάτητα και μου ανοίγει το μουνάκι μου.
- Αχ έχω καυλώσει απίστευτα, θα χύσω μέσα σου ούτε που θα το καταλάβεις τσουλάκι όμορφο.
- Ρε Λευτέρη, όχι στο μουνί, θα μείνει έγκυος, είπαμε όχι άλλες μαλακίες.
- Σιγά ρε δεν παθαίνει τίποτα.
Με γαμάει με δύναμη και επιταχύνει για να με χύσει, ξαφνικά ριπές από πηχτά χύσια τρέχουν στο μουνί μου.
- Παρ' τα καργιόλα Χριστίνα, παρ' τα μωρή τσουλίτσα.
- Αχ Λευτέρη, τελειώνω κι εγώ στο στόμα της. Έτσι μωρή πουτάνα.
- Αχ… έτσι, την ξεφτιλίσαμε την παλιοκαργιόλα την κόρη του, έτσι ότι μαλακία και να μας πει εν τέλει, εμείς βγαίνουμε κερδισμένοι.
Μετά απ' αυτό παίρνουν μωρομάντηλα και σκουπίζουν το στόμα και το μουνάκι μου. Κατεβάζουν τη φούστα μου και βάζουν στη θέση τους σουτιέν και κιλοτάκι, κουμπώνουν την πουκαμίσα μου και με γέρνουν στο παράθυρο να κοιμηθώ. Ο Κύριος Δημήτρης αμίλητος βάζει μπρος και ξανά ξεκινάει το αμάξι. Στη διαδρομή δε μιλάνε μεταξύ τους καθόλου και περιμένουν την αντίδραση μου όταν ξυπνήσω. Ο κύριος Δημήτρης σκουπίζει τα δάκρυα του ενώ σκέφτεται τι έκανε. Φτάνοντας καθώς σταματά το αμάξι συνέρχομαι, κοιμόμουν με ανοιχτό το στόμα και πιάστηκα.
- Χριστινάκι, ξύπνα καλό μου φτάσαμε, σπίτι σου είμαστε.
- Ουφ φτάσαμε; Με συγχωρείτε, με πήρε ο ύπνος μάλλον, δεν ήξερα πόσο κουρασμένη ήμουν.
- Δεν πειράζει Χριστίνα συμβαίνουν αυτά καλή μου.
Βγαίνω πρώτη από το αμάξι κουρασμένη και ακόμα πονάω από το γαμήσι του Γιάννη πριν ή έτσι νομίζω. Και κατευθύνομαι προς την εξώπορτα ενώ ψάχνω τα κλειδιά μου. Ο κύριος Δημήτρης βγαίνει και του πέφτουν τα κλειδιά κάτω, σκύβει να τα πάρει και όταν σηκώνεται ο κύριος Λευτέρης στέκεται πίσω του και του ψιθυρίζει:
- Χαλάρωσε Μαλάκα μη μας πάρει χαμπάρι.
- Αυτό φοβάμαι μαλάκα Λευτέρη, αν μας πήρε χαμπάρι και κάνει καταγγελία θα χάσουμε περισσότερα απ’ τις δουλειές μας απλά. Τις οικογένειες μας τις ζωές μας φυλακή θα πάμε.
- Γι’ αυτό σου είπα, έχω σχέδιο σκάσε και ηρέμησε!
- Γιατί αυτό που λες δε με αγχώνει νομίζεις;…
λέει και έρχονται με τις αποσκευές τους πίσω μου. Ξεκλειδώνω την εξώπορτα και βλέπω ένα σημείωμα στο κομοδίνο στην είσοδο «Χριστίνα εγώ και ο πατέρας σου είμαστε με 2 απ' τους συνεργάτες του πατέρα σου στο εστιατόριο πάνω στο βουνό. Θα έρθουν 2 ακόμα φιλοξενούμενοι δείξε τους τους ξενώνες που θα μείνουν στον 2ο όροφο, ετοιμαστείτε και ελάτε όλοι μαζί». Διαβάζοντας το γράμμα φωναχτά τους καθοδηγώ στο σαλόνι.
- Καθίστε εδώ, η κουζίνα είναι δίπλα αν θέλετε να πιείτε κανένα καφέ, εγώ θα πάω να κάνω ένα μπάνιο και να αλλάξω.
- Ναι Χριστινάκι όλα καλά πήγαινε εσύ.
Φεύγω στο δωμάτιο μου, βγάζω τη κουβερτούλα από πάνω μου και σιγά-σιγά αφαιρώ τα σκισμένα ρούχα μου, την κομματιασμένη πουκαμίσα μου, την ξεχειλωμένη φούστα, το καλτσόν το ξεχειλωμένο βρακάκι μου και γυμνή πηγαίνω στο μπάνιο. Μπαίνω στην μπανιέρα και με πιάνουν πάλι τα κλάματα.
- Είδες κώλο που έχει ρε Δημήτρη;
- Όχι κώλο. Κωλάρα έχει η μικρή. Θέλω να τον γλείφω και να την ξεκωλιάσω.
Ο Λευτέρης φεύγει λίγο με την πρόφαση να πάει τουαλέτα. Ανεβαίνει και ανοίγει την πόρτα. Απ’ τη σχισμή της πόρτας βλέπει την γυμνή μου φιγούρα, παίρνει το σκισμένο βρακάκι από το πάτωμα και το μυρίζει, μετά το χώνει μέσα στο παντελόνι του και πάνω στον πούτσο του. Αρχίζει να τον μαλάζει ενώ προσπερματικά υγρά μουσκεύουν το βρακάκι μου. Φεύγει κάτω στο Δημήτρη:
- Μαλάκα Δημήτρη τι είδα; Άνοιξα κατά λάθος το μπάνιο και ήταν μέσα γυμνή. Είναι τρελό μουνί φίλε. Ήθελα να μπω και να τη βιάσω.
Βγαίνω από το ντους με μια πετσέτα, μπαίνω στο δωμάτιο και σκουπίζω το σώμα μου σπιθαμή προς σπιθαμή. Ξεκινάω από τα ακροδάχτυλα και ανεβαίνω σιγά-σιγά στις γάμπες, στα μπούτια, στη μέση στο στήθος και στην πλάτη και τέλος στο κεφάλι και στα μαλλιά. Βάζω το πρώτο σετ εσώρουχων που τραβάω από το συρτάρι. Ένα φανελάκι και ένα κολλάν μακρύ γκρι. Πιάνω τα μαλλιά μου με ένα μολύβι πάνω και κατεβαίνω.
- Κύριε Δημήτρη, κύριε Λευτέρη θα κάνω έναν καφέ να πιω θέλετε να κάνω και για εσάς;
- Ναι Χριστίνα μου αν δεν είναι κόπος.
- Πως τον πίνετε;
- Μέτριο. Και ο Λευτέρης με γάλα.
Φεύγω στην κουζίνα. Ο Λευτέρης γυρνά και λέει στον Δημήτρη:
- Και αν θέλει βάζω και στον δικό της γαλατάκι, το δικό μου γαλατάκι χα, χα...
λέει ενώ πιάνει το καβάλο του παντελονιού του και σφίγγει την πούτσα στην παλάμη του.
- Έφερα και τους καφέδες.
Καθόμαστε αμίλητοι και πίνουμε τους καφέδες μας από αμηχανία. Κάποια στιγμή ο Κύριος Δημήτρης σηκώνεται να πάει στην κουζίνα να βάλει κι άλλο να πιει. Με φωνάζει από μέσα:
- Χριστίνα έρχεσαι ένα λεπτό στην κουζίνα σε παρακαλώ;
- Ναι τι έγινε;
Μπαίνω και βλέπω το χυμένο καφέ στο πάτωμα. Παίρνω ένα V-tex σκύβω στα γόνατα και το καθαρίζω. Έτσι όπως γονατίζω φαίνεται το στρινγκάκι που εξέχει από το κολλάν. Σηκώνομαι και ο κύριος Δημήτρης με πιάνει απ’ τα μπράτσα με κοιτάζει στα μάτια βαθιά και μου λέει:
- Χριστίνα θέλω να ξέρεις ότι νιώθω πολύ άσχημα για ότι σου έκανε αυτός ο αλήτης και δε θέλω να ξαναζήσεις τέτοιο κακό. Θέλω να σε προστατέψω…
λέει και τον αγκαλιάζω. Κάτι με τραβάει στον τρόπο που με κοιτάζει ίσως είναι η πρώτη φορά που νιώθω τόση ασφάλεια. Νιώθω παραδομένη στα χέρια του.
- Κύριε Δημήτρη εγώ... έχω αγόρι.
- Σ… μικρό μου κορίτσι, το αγόρι σου δεν είναι εδώ τώρα.
Λέει και με φιλάει και κολλάνε τα σώματα μας και μπλέκουν οι γλώσσες μας σε ένα φιλί πάθους. Τα χέρια του γλιστράνε απ’ την πλάτη στην μέση και ύστερα στα οπίσθια μου, ένας ηλεκτρισμός με ανατριχιάζει με σηκώνει και με βάζει να κάτσω πάνω στον πάγκο, εγώ κρατιέμαι από τα δυνατά του μπράτσα και συνεχίζω να τον φιλάω, τυλίγω τα πόδια μου γύρω απ’ την μέση του, τον θέλω να με αγκαλιάζει όλη την ώρα να με κρατήσει στην φωλιά του και να γίνω έρμαιο στα χέρια του. Μου σηκώνει το μπλουζάκι και αρχίζει να μου γλείφει παθιασμένα τα βυζιά μου και να τα δαγκώνει που και που γλυκά. Μετά σταματάει και με κοιτάει:
- Ίσως παραφέρομαι, αν δεν νιώθεις έτσι ή καλά μ' αυτό, πες μου να σταματήσω.
- Σ-σ-σε θέλω…
λέω και συνεχίζουμε τα φιλιά. Κατεβαίνει και σιγά-σιγά με τα χέρια του τραβάει το κολλάν μου μέχρι τα γόνατα. Σηκώνει τα πόδια μου ψηλά και γονατίζει μπροστά μου. Αρχίζει και μου κάνει ένα γλειφομούνι που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ. Αρχίζω και χύνω στο στόμα του και δαγκώνω τα χείλη μου. Κατάφερε ότι δεν κατάφερε ούτε ο δικός μου τόσο εύκολα. Ίσως η εμπειρία του. Σηκώθηκε και με τράβηξε να κατέβω απ’ τον πάγκο, με έπιασε απ’ τα μαλλιά και με έσπρωξε να γονατίσω μπροστά του. Τα χέρια μου τα στήριξα στα μπούτια του και ξεκούμπωσα το παντελόνι του.
- Σειρά σου Χριστινάκι μου καυλίτσα μου μικρή…
πρόλαβε και είπε προτού χώσω τη χοντρή και μεγάλη του πούτσα στο στόμα μου. Άρχισα να τον τσιμπουκώνω με μανία λες και πεινούσα. Πνιγόμουν από μόνη μου πάνω στην ψωλάρα αυτού του άντρα του φίλου του πατέρα μου και ήλπιζα να μην τελειώσει ποτέ. Τότε χτύπησε το κουδούνι, μαζευτήκαμε όπως-όπως και πήγαμε στο σαλόνι.
Και με τον χτύπο του κουδουνιού άρχιζε ένα άλλο κεφάλαιο. Το κουδούνι εκείνο με σημάδεψε για πάντα, καθώς αυτό που ερχόταν ήταν ένα άλλο... νέο κεφάλαιο διαστροφής.
Copyright protected OW ref: 147408
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.