Το e-mail μου είναι το:
Οδηγούσα σιγά σιγά στην Πατησίων προσπαθώντας να μην τραβήξω την προσοχή κάποιου από τα περιπολικά που κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα, ελπίζοντας ότι κανείς δε θα σταματούσε για αλκοτέστ δυο κοπελίτσες που γύριζαν από τη βραδινή τους βόλτα, και ψάχνοντας κάποιο σημάδι βενζινάδικου... Και ξαφνικά να το, ένα πράσινο σήμα της BP, η είσοδος ενός γκαράζ, η ταμπέλα ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ, η λύση στα μισά μου προβλήματα. Έβγαλα φλας και μπήκα αριστερά, σταμάτησα κάπου κοντά στην αντλία, έσβησα τη μηχανή κι άνοιξα την πόρτα. Η Τασία άνοιξε τα μάτια της:
«Φτάσαμε;»
«Όχι δε φτάσαμε, αλλά πρέπει να βάλω βενζίνη! Αν το πάω πίσω άδειο, την άλλη Παρασκευή θα γυρνάμε με ταξί», της είπα.
Μάλλον είπα πάρα πολλά για την κατάστασή της, γιατί άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε από το αμάξι. Δεν έβλεπα κανένα. Δεν πιστεύω να ναι από κείνα τα βενζινάδικα που βάζεις βενζίνη μόνος σου, σκέφτηκα πανικόβλητη. Δεν έχω ιδέα πως δουλεύουν αυτά τα πράγματα!
Η Τασία στηρίζονταν με την πλάτη πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου.... έτοιμη να γλιστρήσει και να βρεθεί στο τσιμεντένιο πάτωμα. Την αγκάλιασα και τη γύρισα ώστε να ακουμπήσει τους αγκώνες και το κεφάλι της στον ουρανό του αυτοκινήτου... Τουλάχιστον έτσι μου φαίνονταν πιο σταθερή.
Έβλεπα την είσοδο του υπόγειου πάρκινγκ… Να ήταν άραγε κανείς εκεί μέσα; Κοίταξα άλλη μια φορά την Τασία για να σιγουρευτώ ότι δε θα καταλήξει στα τσιμέντα κι άρχισα να κατηφορίζω τον ασφάλτινο διάδρομο. Τα τακούνια μου δε βοηθούσαν και πολύ στην κατηφόρα, αλλά σίγουρα ο θόρυβος τους θα ειδοποιούσε οποιονδήποτε υπήρχε ότι ήρθε πελάτης. Και δεν έκανα λάθος.
Ένας παχουλός νεαρός βγήκε από ένα γραφειάκι με τζαμαρία.
«Θέλετε κάτι;»
Με ρώτησε, και το βλέμμα του ταξίδεψε από το ντεκολτέ μου στα πόδια μου, στάθηκε για λίγο στο τελείωμα της φούστας μου και ξανανέβηκε προς τα πάνω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πώς δείχναμε, ντυμένες για τα μπουζούκια απ’ όπου και γυρίζαμε, η μία εντελώς μεθυσμένη κι η άλλη να προσπαθεί να μιλήσει καθαρά και να περπατήσει αξιοπρεπώς....
«Μπορούμε να βάλουμε βενζίνη;» Ρώτησα…
Έσκυψε και κοίταξε προς τα πάνω που ήταν το αυτοκίνητο. Κοίταξα και εγώ. Ευτυχώς η Τασία δεν είχε πέσει, απλά είχε γύρει κάπως περισσότερο στον ουρανό του αυτοκινήτου τουρλώνοντας τον κώλο της για ισορροπία. Πάλι καλά.
«Ναι, βέβαια!» είπε ο νεαρός, και μετά ξαναγυρνώντας σε μένα… «έχετε κάποιο πρόβλημα;».
«Η φίλη μου δεν αισθάνεται πολύ καλά» του είπα. «Ήπιε λίγο παραπάνω και την πηγαίνω σπίτι».
«Γιατί δεν την φέρνετε κάτω να της φτιάξουμε ένα καφέ να νιώσει καλύτερα;» προσφέρθηκε ο παχουλός νεαρός… «Στο μεταξύ εμείς θα βάλουμε βενζίνη».
Μου φάνηκε καλή ιδέα και ξεκίνησα κούτσα κούτσα την ανηφόρα για να φέρω την Τασία... Στο δεύτερο βήμα η γόβα μου με πρόδωσε και γύρισε άγαρμπα ο αστράγαλος μου. Άπλωσε το χέρι του και με κράτησε.
«Πρόσεξε!» μου είπε. «Μάλλον χρειάζεστε βοήθεια. Χαλίμ!»
Ένας μαυριδερός νεαρός βγήκε από το γραφειάκι. Δεν είχα κοιτάξει μέσα τόση ώρα. Ήταν ακόμα ένας εκεί μέσα, πιο ηλικιωμένος, κάθονταν γύρω από ένα τραπεζάκι και μάλλον έπαιζαν χαρτιά. Ο μαυριδερός ακολούθησε το βλέμμα του παχουλού.
«Η κοπέλα δε νιώθει καλά» του είπε… «βοήθησέ τη να κατέβει να της φτιάξουμε ένα καφέ».
Ο μελαχρινός ξεκίνησε για την Τασία και ο παχουλός άνοιξε την πόρτα για να μπω στο γραφειάκι. Μου έδωσαν μια καρέκλα.
«Θέλεις κι εσύ ένα καφέ;» με ρώτησε ο ηλικιωμένος.
Δε θα έλεγα όχι και δεν είπα. Ο Χαλίμ εμφανίστηκε με την Τασία που χαζογελούσε... γιατί είχε χώσει τα χέρια του κάτω από τη φούστα της και τη χούφτωνε. Ξεκίνησα να διαμαρτυρηθώ όταν μπήκαν μέσα κι έκλεισαν πίσω τους την πόρτα, αλλά ο παχουλός στάθηκε μπροστά μου και με ξανακάθισε στη θέση μου πιάνοντας με τρυφερά από τούς ώμους. Τρυφερά αλλά αρκετά δυνατά ώστε να με ξανακαθίσει κάτω.
«Μα κοίτα! Της αρέσει…» Μου είπε. «κι ύστερα θα τη βοηθήσει να ξεμεθύσει».
Κοίταγα την Τασία και δεν πίστευα τι έβλεπα. Ο μελαψός στέκονταν πίσω της, της χούφτωνε με το ένα χέρι τα βυζιά και με το άλλο είχε ανασηκώσει τη φούστα κι έτριβε το μουνάκι της. Κι εκείνη είχε ρίξει πίσω το κεφάλι και το απολάμβανε... Μα καλά πόσο είχε πιει πια;
Με είδε που την κοίταγα σα χαζή...
«Κοίτα, θα το κάνω με μαύρο επιτέλους!» μου είπε.
Γύρισε τελείως ξεδιάντροπα και τον χούφτωσε.
«Για να δούμε αληθεύουν όλα αυτά που ακούγονται;» τον ρώτησε.
Είχα μείνει ξερή να την κοιτάω, δε μπορούσα να αντιδράσω, την είδα να γονατίζει στο βρώμικο πάτωμα και να βάζει στο στόμα της τον σκούρο πούτσο του Χαλίμ... Και να τον ρουφάει με τέτοιο ενθουσιασμό που άρχισα να ερεθίζομαι αντί να θυμώσω...
«Τασία τι κάνεις εκεί;» κατάφερα να πω.
«Πίπα» είπε γελώντας μισοπνιγμένη από τον πούτσο που γέμιζε το στόμα της... «Αν θες έλα να βοηθήσεις…»
Κοίταζα σα χαμένη! Ο μαυρούλης ενθουσιασμένος έτριβε τον πούτσο του πάνω στα βυζιά της κι αυτή κούναγε το κεφάλι πέρα δώθε σαν τρελή μην τυχόν και τον χάσει από το στόμα της. Ο ηλικιωμένος απέναντι μου έτριβε τον πούτσο του πάνω από τη λαδί του φόρμα.... Τον παχουλό τον είχα χάσει.
Ο μαυρούλης τράβηξε τον πούτσο του από το στόμα της φίλης μου και τη γύρισε προς την καρέκλα μου... Έτσι γονατισμένη βρέθηκε με το κεφάλι ακριβώς ανάμεσα στα γόνατά μου...
«Α! Ναι!» είπε ενθουσιασμένη «δεν έχω παίξει ποτέ με τη φίλη μου!»
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα... Έβαλε τα χέρια της στα μπούτια μου, τα έσυρε προς τα πάνω σηκώνοντας τη φούστα μου, τράβηξε το κυλοτάκι μου στην άκρη κι έχωσε τη γλώσσα της στο μουνάκι μου.... Αυτό δεν το είχα φανταστεί ποτέ, αλλά ήταν τόσο τέλεια η αίσθηση που σχεδόν άρχισα να μουγκρίζω.... Έκλεισα τα μάτια και την άφησα να με γλύψει... και την ένιωσα να βογκάει μέσα στο μουνάκι μου. Ξανάνοιξα τα μάτια και είδα το μαυριδερό νεαρό να έχει χωθεί πίσω της και να την πηδάει λυσσασμένα. Σε κάθε του σπρώξιμο η γλώσσα της έμπαινε και πιο βαθιά στο μουνί μου, και με έκανε να ζητάω κι άλλο...
Ένιωσα κάτι να ακουμπάει στα χείλη μου, άνοιξα τα μάτια μου και ήρθα αντιμέτωπη με ένα κοντό και χοντρό πούτσο που προσπαθούσε να χωθεί στο στόμα μου... Ο ηλικιωμένος τελικά είχε βαρεθεί να τον τρίβει πάνω από τη φόρμα και είπε να περάσει στη δράση. Εντελώς καυλωμένη από τη γλώσσα της Τασίας και το θέαμα του μελαψού που την γαμούσε, άνοιξα το στόμα μου να δεχτώ την ψωλή που περίμενε… Χώθηκε με δύναμη μέχρι το λαρύγγι μου και πνίγηκα, σήκωσα τα χέρια μου για να δημιουργήσω μια απόσταση ασφαλείας, αλλά μου τα άρπαξε και με σήκωσε από την καρέκλα.
«Όχι χέρια πουτάνα», μου σφύριξε «θα σου γαμήσω το στοματάκι όπως γουστάρω εγώ!»
Βρέθηκα γονατισμένη δίπλα στην Τασία, με τον τύπο με τη φόρμα να έχει αρπάξει το κεφάλι μου και να χώνει την ψωλή του με δύναμη στο στόμα μου. Άκουσα την πόρτα πίσω μου να ανοίγει....
«Βρε τι έγινε; Αρχίσατε χωρίς εμένα;» είπε ο παχουλός νεαρός, που εμφανίστηκε πίσω από τον Χαλίμ.
Του έκανε ένα νόημα και κείνος ξεκόλλησε μουτρωμένος από τον κώλο της Τασίας... και κάνοντας το γύρο ήρθε δίπλα στον άλλο και τον έχωσε στο στόμα της. Ο παχουλός στέκονταν πίσω μας και εμείς γονατιστές ρουφούσαμε τα καυλιά των συναδέλφων του.
«Κάθομαι τόση ώρα και φυλάω τσίλιες και σεις γλεντάτε;;;» άκουσα ένα φερμουάρ να ανοίγει… «ωραίοι φίλοι είσαστε!»....
Το βογκητό της Τασίας κάλυψε την τελευταία του φράση. Ελευθερώθηκα από το καυλί που γέμιζε το στόμα μου και γύρισα να την κοιτάξω... Με ένα πούτσο στο στόμα κι ένα στο μουνί είχε μια έκφραση απόλυτης ευδαιμονίας… και δεν ξέρω αν είχε ξεμεθύσει από το αλκοόλ ή όχι πάντως μεθυσμένη από την καύλα ήταν σίγουρα... Και εγώ το ίδιο...
«Θες να βλέπεις μωρό μου;» είπε ο ηλικιωμένος τύπος.
Βγήκε από το στόμα μου και κάθισε στην καρέκλα που καθόμουν πριν. Με τράβηξε απότομα και με κάθισε πάνω στο καυλί του, έβλεπα τον παχύ νεαρό να γαμάει την κολλητή μου και να με κοιτάει, ένιωθα τον χοντρό πούτσο να μου σκίζει το μουνί κι έλιωνα...
«Κούνα τον κώλο σου!» μου είπε ο γαμιάς μου...
Ανεβοκατέβαινα αδέξια πάνω στο καυλί του στην άβολη στάση που ήμουν. Τον νευρίασα και με μια σπρωξιά με πέταξε στο πάτωμα. Στημένες στα τέσσερα, η μια απέναντι από την άλλη, εγώ κι η Τασία γαμιόμασταν από τρεις ξένους. Ο παχουλός νεαρός κι ο ηλικιωμένος άλλαξαν θέσεις... Ένα μακρύ και λεπτό καυλί άρχισε να χαϊδεύει την πίσω τρυπούλα μου... Άνοιξα το στόμα μου να διαμαρτυρηθώ κι η αεικίνητη γλώσσα της Τασίας χώθηκε μέσα του... Αρχίσαμε να δίνουμε τα πιο υγρά γλωσσόφιλα που δε νομίζω να είχαμε δώσει ποτέ σε γκόμενο. Ο νεαρός χώθηκε στην τρυπούλα μου και τα βογκητά μου χάθηκαν στο στόμα της Τασίας. Ο Χαλίμ στέκονταν όρθιος ανάμεσα μας κι έπαιζε τον μαυριδερό του πούτσο, μέχρι που τέλειωσε πάνω στα κεφάλια μας.
«Γλύψτε τον καλό Χαλίμ κορίτσια» είπε ο ηλικιωμένος «που θα πάει να γεμίσει το αμάξι σας βενζίνη».
Σήκωσα πρώτη το κεφάλι κι άρχισα να γλύφω τα χύσια του, πότε από το καυλί του και πότε από το πρόσωπο της Τασίας.
«Πήγαινε πάνω Χαλίμ» του είπε ο ηλικιωμένος... «σχεδόν ξημέρωσε και δεν είναι κανείς επάνω».
Καυτά χύσια ξεπετάχτηκαν στα κωλομέρια μου και το καυλί του νεαρού τρίφτηκε πάνω τους....
«Τι κώλος αφεντικό!» είπε καθώς ξανακούμπωνε τη φόρμα του.
Ο άλλος άφησε ένα μουγκρητό και έχυσε πάνω στην πλάτη της Τασίας τόσο δυνατά που σχεδόν έφτασε στο πρόσωπό μου... Η Τασία έγειρε λίγο πιο μπροστά και με έγλειψε. Τη φίλησα. Ξαπλώσαμε στο τσιμέντο και κλείσαμε τα μάτια αποκαμωμένες. Το καυτό υγρό στα πρόσωπα μας μας συνέφερε αμέσως... Άνοιξα τα μάτια όπως όπως γιατί κολλούσαν από τα χύσια που μόλις είχα δεχτεί και είδα ένα κοντόχοντρο μεσήλικα να την τινάζει πάνω από το κεφάλι μου.... «Να ’στε καλά κορίτσια, τέτοιο θέαμα πρωί ποιος το περίμενε!». Ανασηκώθηκα. Η πόρτα του γραφείου ήταν ανοιχτή κι απέξω στέκονταν κανα δυο ακόμα μπροστά από τα σταματημένα αυτοκίνητα τους και μας χάζευαν... Ένας χάιδευε ήδη το μπροστινό μέρος του παντελονιού του... Ο παχουλός νεαρός εμφανίστηκε τρεχάτος από πάνω…
«Έλα, έλα, δεν είναι για χόρταση! Έχετε κλείσει το διάδρομο παιδιά.....».
Απρόθυμα, ένας ένας μπήκαν στα αυτοκίνητα τους και ξεκίνησαν....
«Άντε κυρ Τάκη! Εδώ ήρθες να βαρέσεις την πρωινή σου;» είπε στον κοντόχοντρο τύπο.
Τον έδιωξε κι έκλεισε την πόρτα του γραφείου.
«Κορίτσια ευχαριστούμε πολύ για την παρέα!» είπε χαμογελώντας, «το αμάξι σας είναι έτοιμο, αλλά έχουμε και δουλειά εκτός αν θέλετε να περιμένετε την αλλαγή βάρδιας στις οχτώ».
Σηκώθηκα και τράβηξα την Τασία. Είχε ξεμεθύσει τελείως και προσπαθούσε όπως όπως να συμμαζέψει τα ρούχα της. Βγήκαμε από κείνο το γραφείο και φτάσαμε στο αυτοκίνητο μέσα σε σφυρίγματα και πειράγματα. Έβαλα μπρος και έφυγα σαν κυνηγημένη. Άφησα την Τασία σπίτι της και χώθηκα στο δικό μου όσο γίνονταν πιο αθόρυβα, ξάπλωσα στο κρεβάτι έτσι όπως ήμουν πασαλειμμένη με τα χύσια τους και κοιμήθηκα μέχρι το μεσημέρι. Τουλάχιστον δεν είχα επιστρέψει το αμάξι με το ρεζερβουάρ άδειο!
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.