Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είδα και τι έζησα. Είχα την εικόνα της γυναίκας μου να παίρνει βίζιτα δυο άγνωστους άντρες. Να τους φέρνει στο ξενοδοχείο και να ξεσκίζεται άγρια μαζί τους. Δυο πούτσους στο μουνί ούτε που να το φανταστώ μπορούσα κι όμως βολεύτηκαν άνετα μέσα της. Εγώ κι η κουνιάδα μου πίσω από τον καθρέφτη ενώ εγώ την είχα στριμώξει μεταξύ του σώματος μου και του καθρέφτη σκίζοντας κυριολεκτικά τον κώλο. Κανένας όμως δεν ήθελε να χάσει το θέαμα. Κι ύστερα όταν οι πελάτες έφυγαν πήγαμε κι οι δυο στο κρεβάτι μαζί της και την αποτελειώσαμε στο γλείψιμο και γαμήσι.
Τότε ήταν που ένιωσα την απόλυτη διείσδυση μέσα της και το τέλειο χύσιμο. Τώρα που το ξανασκέφτηκα ήρθαν στην μνήμη μου τα λόγια του φίλου μου του Βλάση για το «άνοιγμα του ρόδου». Ο Βλάσης χρόνια ναυτικός μου είχε πει κάποτε ότι σπάνια, πολύ σπάνια φτάνεις στο κέντρο μιας γυναίκας, στον πυρήνα της ύπαρξης της. Όταν η γυναίκα είναι λιώμα, είναι μαστουρωμένη από έρωτα, όταν δεν έχει κόκαλα αλλά είναι μια μάζα φλεγόμενης ηδονής τότε ανοίγει όπως το ρόδο για να πάρει την πρωινή δροσοσταλιά και σε δέχεται ολοκληρωτικά μέσα της. Τότε νιώθεις ότι επικοινωνείς με το απέραντο βάθος της.
Νομίζω ότι αυτό ένιωσα χτες όταν με κράτησε μέσα της και μου ψιθύρισε ξέπνοα να χύσω μέσα της. Ο πούτσος μου είχε σηκωθεί μ’ αυτές τις σκέψεις κι έκανε την πετσέτα να σηκώνεται σαν σκηνή. Τότε μπήκε μέσα η γυναίκα μου, ολόγυμνη, αναμαλλιασμένη, μαχμουρλού και με τα μάτια μισόκλειστα είδε το σκηνικό. Γονάτισε και μου τον πήρε πίπα χωρίς να πει ούτε καλημέρα. Δεν μου τον τρόμπαρε αλλά μου τον έγλειφε και μου τον μασούσε.
Σε λίγο να σου κι η κουνιάδα μου το ίδιο μαχμουρλού, γυμνή και αναμαλλιασμένη με το κορμί της να αναδύει το άρωμα και την αύρα του έρωτα. Ήρθε πλάι μου, ήπιε λίγο καφέ μα τα μάτια κλειστά από την νύστα, έφαγε και μισό κρουασάν κι έπεσε κι αυτή στα γόνατα διεκδικώντας το μερίδιο της από την καυλωμένη πούτσα μου. Τον κάνανε σάντουιτς, πρωινό, τον αλείψανε μαρμελάδες, μέλια και σοκολάτες και τον τρώγανε αχόρταγα. Εγώ έχυσα βέβαια αλλά αυτές συνέχισαν στον ίδιο ρυθμό να απολαμβάνουν το πρωινό τους φροντίζοντας, με το στόμα ή με τα δάχτυλα να μην αφήσει η μια την άλλη παραπονεμένη από την «λεία». Ακόμα θα με έγλειφαν και θα με μασούσανε αν δεν τους έλεγα ότι είναι 10:00 πμ. και τα μαγαζιά άνοιξαν.
Για πότε, σηκώθηκαν, πλύθηκαν, ντύθηκαν κι ήταν στις 10:30 πμ στη ρεσεψιόν έτοιμες για την επίθεση στα μαγαζιά δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Αλλά είναι γνωστό ότι οι γυναίκες καυλώνουν για τα μαγαζιά και στην αγορά γενικότερα. Εγώ ήρθα τελευταίος μέχρι να βγάλω τα μέλια από τ’ αρχίδια μου και φύγαμε για ψώνια. Στο δρόμο δεν κρύβαμε καθόλου τον έρωτα μας σαν τρίο. Φιλάκια, πιασιματάκια ήτανε στην ημερήσια διάταξη.
Πέντε περίπου ώρες κράτησε η επίθεση στην Via dei Condotti, την Via Borgognona, την Via Belsiana, την Via Frattina κι όλους τους γύρω δρόμους. Γύρω στις 3:00 μμ. καθίσαμε να φάμε στην παραδοσιακή Tratoria του Armando στην οδό Salita dei Crescenzi ανάμεσα στην Piazza Navona και το Patheon. Παραδοσιακό ιταλικό φαΐ με tortellini ή zuppa di Armando για πρώτο και καταπληκτικό osso di bue για δεύτερο πιάτο. Μαζί η βαρελίσια μπίρα μας δρόσισε τα σωθικά μας.
Εκεί, αφού είχαμε στανιάρει από φαΐ και πίναμε τον καφέ μας μου ήρθε η φαεινή ιδέα. Έβγαλα τα παπούτσι μου και με τα δάχτυλα των ποδιών αναζήτησα τα μουνάκια τους που τα είχα απέναντι. Η Σύλβια αμέσως ανταποκρίθηκε, άνοιξε και το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μου ποδιού ακούμπησε το στρινγκάκι της που «φύλαγε» τον θησαυρό της. Έξυνε, γαργαλούσε και προσπαθούσε να κάνει πέρα το εσώρουχο και να μπει.
Αντίθετα η Αγνή ήταν πιο συνεσταλμένη. Με δυσκολία προχωρούσε το δεξί μου πόδι προς το μουνί της. Ντρεπόταν και κοίταζε γύρω της μη τύχει και μας πάρουνε χαμπάρι αν και το τραπεζομάντιλο που έφτανε μέχρι το πάτωμα κάλυπτε τις κινήσεις μας. Η Σύλβια της έριξε μια άγρα ματιά σαν να της έλεγε: «Δε σταματάς τώρα τις μαλακίες;», αλλά ταυτόχρονα σαν μητέρα προστάτης γύρισε σ’ εμένα και μου είπε:
- «Πλήρωσε και πάμε στο ξενοδοχείο».
- «Γιατί κωλώνεις να το κάνεις εδώ;», την προκάλεσα.
Ήξερα πως η Σύλβια φουντώνει άγρια στην πρόκληση και δεν έπεσα έξω. Με κοίταξε καρφί στα μάτια ενώ τα δικά της στένεψαν μυστήρια. Τα πόδια της σηκώθηκαν και πάτησαν στην μπροστινή περόνη. Η λεκάνη της σύρθηκε προς τα μπρος και στάθηκε στην άκρη της καρέκλας ενώ η πλάτης λόξεψε λίγο κι έγειρε προς τα πίσω. Το χέρι της χώθηκε κάτω από το τραπέζι, έπιασε το στρινγκ της και το έκανε στο πλάι.
Με κοίταξε καθώς πρώτα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού μου κι ύστερα το μέσο και το παράμεσο χώθηκαν μέσα στο πλημμυρισμένο μουνί της κι άρχισαν να παίζουν στον δικό τους ερωτικό ρυθμό. Με κοίταγε κατάματα καθώς η ηδονή την πυρπολούσε. Με κοίταγε καθώς τα στήθη της φούσκωσαν και τα χείλη της μισάνοιγαν από την καύλα. Απότομα το χέρι της χώθηκε κάτω από το τραπέζι, έπιασε και ακινητοποίησε το πόδι μου μέσα της καθώς με το άλλο βούτηξε ένα γεμάτο ποτήρι νερού κι άρχισε να πίνει λαίμαργα θέλοντας να κρύψει τον οργασμό που την κυρίευε. Έχυνε.
Μόλις πήρε τις αναπνοές σταμάτησε να πίνει κι έτσι το λαχάνιασμα του οργασμού καλύφτηκε. Η γυναίκα είναι γάτα και η δικιά μου επιβεβαίωνε κάθε στιγμή τον ορισμό αυτό. Η Αγνή δίπλα της είχε πάρει όλα τα χρώματα του ήλιου από την ένταση που ένιωθε δίπλα της αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση παρά μόνο ότι τα μπουτάκια της είχαν χαλαρώσει από μόνα τους και το ποδαράκι μου πίεζε το εσώρουχο της που αντιστεκόταν στην εισβολή. Η Σύλβια την είδε καθώς συνερχόταν και με μια απότομη κίνηση έχωσε το χέρι της κάτω από το τραπέζι κι έκανε το στρινγκάκι της στο πλάι.
- «Τώρα η σειρά σου», της είπε.
- «Όχι, μη. Ντρέπομαι», είπε η Αγνή καθώς το πόδι μου χωνόταν χωρίς δισταγμό μέσα της που ήταν έτσι ή αλλιώς υγρή.
- «Άσε τον εαυτό σου να το απολαύσεις. Κανείς δεν σε βλέπει. Κι αν σε βλέπει στ’ αρχίδια σου. Εσύ είσαι μόνη εδώ και κανένας άλλος».
Το πόδι μου της μπαινόβγαινε σαν έμβολο ενώ τα δάχτυλα μου παίζανε στο μουνάκι της. Δεν μπορούσε να ανασάνει ενώ δάγκανε το χειλάκι της στην άκρη για να μην ουρλιάξει από την καύλα. Η Σύλβια της έπιασε το χέρι πάνω στο τραπέζι και της ψιθύρισε:
- «Χύσε!»
- «Δεν μπορώ...», ανταπάντησε ψιθυριστά.
Τότε εγώ τράβηξα ξαφνικά το πόδι μου όλο από μέσα της. Με κοίταξε με μάτια να ανοίγουν διάπλατα από την απορία. Την κοίταξα κι εγώ ίσια πάνω της και το πόδι μου τινάχτηκε και ξαναχώθηκε στο μουνί της όσο μπορούσε πιο βαθιά. Έβγαλε μια φωνή υπόγεια κι ηδονική κι ύστερα άρχισε να βήχει για να κρύψει τον οργασμό που την τρέλαινε. Λίγα δάκρυα φανήκανε στα μάτια της μόλις σταμάτησε που μόνο οι μυημένοι καταλάβαιναν την αιτία τους. Η Σύλβια την σήκωσε να πάνε στις τουαλέτες. Εγώ πλήρωσα και τις περίμενα.
Άργησαν λίγο και πήγα να τις ψάξω. Μπήκα στον ανδρών τίποτα, ψυχή. Μπήκα στων γυναικών επίσης ησυχία. Έκανα να φύγω κι άκουσα κάτι σαν υπόκωφο αναστεναγμό πολύ σιγανό και ανολοκλήρωτο. Γύρισα και σιγουρεύτηκα ότι ήταν από την τρίτη τουαλέτα. Μπήκα στην δεύτερη κι ανέβηκα πάνω στην λεκάνη. Από το χώρισμα ψηλά είδα την κουνιάδα μου να στέκεται όρθια, με το ένα πόδι της σηκωμένο να πατάει πάνω στην λεκάνη, όλα της τα ρούχα να έχουν μαζευτεί στην μέση και την γυναίκα μου σχεδόν γονατιστή να της χύνει τρία δάχτυλα στο μουνί και να της το γαμάει κυριολεκτικά ενώ με το άλλο χέρι της τσίμπαγε την ρώγα.
- «Χύσε καριόλα, χύσε! Εδώ σε φέραμε για να γαμηθείς και να ξεθολώσει το μυαλό σου κι όχι για ναζάκια και κόνξες. Εδώ θα ξεσκιστείς στο γαμήσι. Στο υπόσχομαι!», της ψιθύριζε και την άναβε.
- «Κορίτσια, θέλετε βοήθεια;», τους είπα από ψηλά και γύρισαν και κοίταξαν κι οι δυο προς τα πάνω.
- «Τι κάθεσαι; Έλα», μου είπε η γυναίκα μου.
Μπήκα, κάθισα στην λεκάνη κι η Αγνή μου κάθισε καβάλα σαν την πινακωτή. Την πηδούσα κι η Σύλβια είχε σκύψει και μας έγλειφε τα όργανα που χτυπιόταν. Την σήκωσα λίγο και την έβαλα να καθίσει με τον κώλο στο καυλί μου αφήνοντας το μουνί της εξολοκλήρου στην Σύλβια. Την κωλοχτυπούσα αλλά δεν με ζόριζε, η Αγνή έσταζε πια από παντού. Η Σύλβια της ρουφούσε το μουνί και της έβαζε δάχτυλο. Δεν κράτησε πολύ. Η Αγνή ήρθε πρώτη με σπασμούς κι αναφιλητά. Εγώ μόλις πρόλαβα να την ξεκαρφώσω από πάνω μου κι έχυσα με τα περισσότερα να πηγαίνουν στην μούρη της γυναίκας μου που μου την πήρε στο στόμα και την καθάρισε. Σηκωθήκαμε να φτιαχτούμε όταν η Σύλβια μας ρωτάει:
- «Καλά κι εγώ θα μείνω απήδηχτη;»
Τότε την ανεβάσαμε στην λεκάνη κι αρχίσαμε να την γλείφουμε εγώ από τον κώλο κι η Αγνή από το μουνί χώνοντας μέσα της όσα δάχτυλα μπορούσαμε. Έχυσε έντονα με σπασμούς και παραλίγο να μας πέσει και να τσακιστεί. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο όπου κοιμηθήκαμε για να ανακτήσουμε δυνάμεις για το βράδυ, κατά ή μετά την βραδινή έξοδο. Τα πράγματα κίνησαν ομαλά. Ξυπνήσαμε, τουλάχιστον εγώ, λίγο πριν τις 7:00 μμ. και μετά από ένα γρήγορο καφέ αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την βραδινή έξοδο.
Βγήκαμε περίπου στις 9:00 μμ. για το εστιατόριο. Είχαμε κλείσει στην «La Rosetta» ένα θαυμάσιο εστιατόριο με ειδικότητα στα θαλασσινά που είχε πρωτοξεκινήσει να λειτουργεί την δεκαετία του ’60 κι έχουν περάσει από εκεί όλα τα γνωστά ονόματα το κινηματογράφου, της πολιτικής και τελευταία της τηλεόρασης και του ποδοσφαίρου.
Μετά από ένα χορταστικό γεύμα με απίθανες λιχουδιές όπως 'Pappardelle con Frutti di Mare alla Carmelo', 'Filetti di Triglie alla salvia con melanzane', 'Tagliata di Tonno', 'Insalata di Gamberi Rossi e lattuga al sesamo', καπνιστό σολωμό, γλυκά και καφέ βγήκαμε να περπατήσουμε για να χωνέψουμε. Πήραμε τον δρόμο για να βγούμε στο ponte Umberto I να πάμε lungotevere μέχρι το ponte Cavour κι από εκεί μέσο της via Tomacelli, της via Condotti, της Piaza Spagna να πάμε σε μπαρ της Via Venetto. Κάναμε όμως λάθος από κακό προσανατολισμό, την νύχτα και το κρασί που είχαμε πιει και βρεθήκαμε στο ponte Vittorio Emanuele II, μάλιστα περάσαμε κι απέναντι στο Mausoleo di Adriano.
Προσπαθώντας να ξαναβρούμε τον προσανατολισμό μας βρεθήκαμε στο ponte di Regina Margerita. Το περάσαμε και κόψαμε δεξιά για να βρούμε το ponte Cavour. Εκεί απέναντι από το πάρκο της Pasegiata di Ripetta είχε καρπούζι κι είπαμε να φάμε λίγο. Καθώς τρώγαμε είδα παρακάτω στην άκρη του πάρκου να κάνουνε πιάτσα πουτάνες. Δεν έδωσα σημασία μιας κι η Ρώμη έχει γεμίσει πουτάνες. Καθώς έτρωγα όμως παραλίγο να πνιγώ. Σε 20 μέτρα μπροστά μου μια μουνάρα ίδια η Adriana Sklenarikova έκανε πιάτσα.
Καρφώθηκα. Με την Sklenarikova είχα κόλλημα. Επειδή λόγω δουλειάς είχα έρθει σε επαφή μαζί της είχα τρελαθεί. Η Σύλβια το ήξερε και μάλιστα αρκετές φορές μου είχε κάνει απίθανα γαμήσια προκαλώντας με. «Τι θα έκανες τώρα στην Adriana μανάρι μου;», «Πώς θα την γαμούσες;», «Σκίσε τον κώλο της Sklenarikova γαμιά μου», μου έλεγε και μου τούρλωνε τον δικό της για να τον ξεσκίσω. Η Σύλβια είναι άπαιχτη να σε κάνει τούρμπο στο γαμήσι, το παραδέχομαι. Μου έπεσε το καρπούζι βλέποντας αυτό το μουνί. Ήταν ίδια. Λίγο κοντύτερη αλλά ίδια πόδια, ίδιος κώλος, ίδια βυζιά, ίδιο χρώμα μαλλιών και δέρματος, ίδια τσιμπουκόχειλα. Η Σύλβια με έπιασε κι είπε η μουνίτσα:
- «Ίδια η Adriana δεν είναι;»
Κούνησα το κεφάλι μου. Ούτε να μιλήσω μπορούσα.
- «Θέλεις να την πάρεις; Χτες εγώ σήμερα εσύ».
Δεν μίλησα αλλά τα μάτια μου λάμψανε. Η Σύλβια έκανε να ξεκινήσει προς την γκόμενα και να συνεννοηθεί. Τότε ακούστηκε η Αγνή που μέχρι τότε ήταν άφωνη.
- «Θα μας καταφέρει και τις τρεις;», είπε η κουνιαδίτσα μου αγωνιώντας μην χάσει τίποτα από την γλύκα που ρουφούσε κάθε στιγμή αυτές τις μέρες.
- «Μην στεναχωριέσαι εσύ», είπε η Σύλβια που πισωγύρισε λίγο. «Ο καλός ο κόκορας όλες τις κότες τις βολεύει κι ο Αιμίλιος είναι ο πρώτος!», συνέχισε η γυναίκα μου και προχώρησε προς την γκόμενα.
Ενώ συνομιλούσαν εγώ και η Αγνή πλησιάσαμε. Τότε μου ήρθε η δεύτερη κολούμπρα. Πλάι τους στεκότανε ένα μαυράκι, cafe au lait καλύτερα σκέτη Naomi Campbell. Γούρλωσα με το κωλαράκι της, την κοιλίτσα της έξω με το πετραδάκι πάνω στον αφαλό, τις χειλάρες της και τα δυο υπέροχα μάτια. Η Σύλβια πάλι με έπιασε.
- «Και τις δυο θα πάρουμε. Δίκαιο. Δύο εγώ, δύο κι εσύ. Θα σε ψοφήσουμε γλυκέ μου αλλά δεν σε φοβάμαι, θα μας ξεσκίσεις εσύ!», είπε.
Δεν περιμέναμε πολύ, συμφωνήσανε. Πήραμε ταξί και φύγαμε για το ξενοδοχείο. Ανεβήκαμε και πήραμε ένα ποτό για να χαλαρώσουμε. Η Daniela που έμοιαζε στην Sklenarikova ήταν άνετη και πιο ομιλητική από την Richanna που ήταν λιγότερο ομιλητική αλλά ιδιαίτερα προκλητική από την θέση και την στάση του σώματος, την κίνηση των ματιών και των χειλιών της. Η Daniela ήταν Ιταλίδα από την Vicenza κι η Richanna Ρωμαία από Ιταλίδα μάνα και πατέρα από το Mali. Ήταν κι οι δυο θαυμάσιες, μουνάρες ατελείωτες κι ο πούτσος μου προ πολλού χτυπούσε κόκκινο.
Μετά τα ποτάκια η Σύλβια που συνεννοούνταν άψογα στα ιταλικά μαζί τους είπε πως θα γίνει το παιχνίδι. Τα φώτα χαμηλώσανε, εγώ σηκώθηκα όρθιος με τις πουτάνες να με σιγογδύνουν ενώ οι μουνίτσες μου πήρανε θέση στις πολυθρόνες για να φάνε τα μουνάκια τους από τα χάδια. Εγώ όρθιος παθητικός, αφημένος στα χάδια, τα φιλιά και το αργό γδύσιμο που μου κάνανε οι πουτανίτσες. Η μια ξεκινούσε αργά - αργά πίσω από τα’ αφτιά, συνέχιζε λαιμό, πλάτη, μέση, κωλομέρια που μου έριχνε και μικρές δαγκανιές η σκύλα και έφτανε μέχρι το λακουβάκι πίσω από το γόνατο. Γλωσσίτσα, φιλάκια και μικρές δαγκωματιές σε τέλεια αναλογία.
Η άλλη από μπροστά κολλούσε το σώμα της πάνω μου, βουτούσε το κεφάλι με τα δυο χέρια και μου τραβούσε γλωσσόφιλα κι ύστερα χαλάρωνε κι άφηνε το σώμα της να γλιστρήσει πάνω στο δικό μου με φιλάκια στο λαιμό, στο στήθος με ρούφηγμα στις ρώγες που είχαν καυλώσει και στεκόταν όρθιες. Μετά κοιλιά, αφαλός, πάνω από τον πούτσο, πλάι στα μπούτια, κάτω ανάμεσα στα πόδια αλλά πάνω στο όρθιο καυλί μου τίποτα κι αυτό καύλωνε και σηκωνόταν περισσότερο όσο πιο αλάργα περνούσανε τα χείλια και τα δάχτυλά της.
Τεχνίτρες οι πουτάνες όνομα και πράγμα με είχαν στην τσίτα και στο άναμμα συνέχεια ενώ οι μουνίτσες μου στις πολυθρόνες βογκούσαν από την καύλα πιο πολύ από μένα χώνοντας στις τρυπούλες τους όσα δάχτυλα είχαν κι ότι δονητές έβρισκαν μπροστά τους. Παρακαλούσα τις πουτάνες να σταματήσουν να τις γαμήσω αλλά αυτές ή δεν καταλάβαιναν μιας και τα όποια ιταλικά ήξερα δεν βγαίνανε από την καύλα ή με παίδευαν ακόμα περισσότερο μετατρέποντας το παιχνίδι σε βασανισμό. Μάλιστα τώρα όποια ήταν μπροστά μου έτριβε το κωλαράκι της στο καυλί και η πίσω μου χάιδευε με τα δάχτυλα όλη την κωλοχαράδρα από πάνω ως κάτω.
- «Πες στις καριόλες να σταματήσουν γιατί θα σκάσει ο πούτσος μου και θα βρέξει το δωμάτιο χύσι!», φώναξα στην Σύλβια κι αυτή κάτι είπε στα Ιταλικά ούτε που κατάλαβα.
Αυτές γελώντας μόνο με τα στρινγκάκια χώθηκαν κάτω από τα σκεπάσματα κι ύστερα γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε ενώ ήμουν έτοιμος να ορμήσω πάνω τους.
- «Σιγά, μη βιάζεσαι. Θα μπεις από κάτω από τα σκεπάσματα από την κάτω μεριά του κρεβατιού και θα πας να βρεις τα κορίτσια στα σκοτεινά».
Υπάκουσα και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα ψάχνοντας τις πουτάνες. Πρώτα βρήκα τα πόδια τους, ύστερα τις γάμπες, τα γόνατα, τα μπούτια τους. Έγλειφα, φιλούσα, χάιδευα κι ανέβαινα προς τα πάνω. Πράγματι τα πόδια τους ήταν υπέροχα. Τα μουνάκια τους μύριζαν υγρά και καύλα. Περίμεναν τη γλώσσα τα δάχτυλα και τον πούτσο μου. Τσίτωσα, πετάχτηκα πάνω σηκώνοντας τα σεντόνια πάνω μου σαν φάντασμα.
Προσπαθούσα να απαλλαγώ απ’ αυτά, έπεφτα, χτυπούσα, σηκωνόμουνα, μέχρι που τα κατάφερα. Στο κρεβάτι ξαπλωμένες οι δυο κουκλάρες με τις κορμάρες τους απλωμένες να με κοιτούν χαμογελώντας. Στη θέση των μουνιών τους δυο μισοκαυλωμένοι πούτσοι πρόβαλαν καμαρωτοί, καμαρωτοί. Είχα πάθει ταραχή.
- «Τραβέλια, τραβέλια!», έλεγα γεμάτος πόνο, αηδία, έκπληξη κι απογοήτευση μαζί.
- «Μην κάνεις έτσι», μου λέει η Σύλβια. «Δεν έγινε και τίποτα. Κοίταξε να ηρεμήσεις».
- «Τραβέλια, τραβέλια, τραβέλια!», έλεγα και ξανάλεγα και δεν μπορούσα να αρθρώσω άλλη λέξη.
- «Εντάξει, εντάξει!», είπε η Σύλβια. «Είναι ένα σοκ για σένα».
- «Δηλαδή, εσύ το ήξερες;», ρώτησα γεμάτος αηδία.
- «Όχι, όχι αλλά δεν κάνω κι έτσι. Εδώ που τα λέμε έχουν και κάτι που μας ενδιαφέρει. Το πληρώσαμε κιόλας και λέμε ότι δεν πρέπει να πάει χαμένο. Εντωμεταξύ εσύ ηρέμησε», είπε η Σύλβια και κάνοντας νόημα στην Αγνή σύρθηκαν στο κρεβάτι και πλάκωσαν τα τριβέλια στα τσιμπούκια.
Εγώ φρικαρισμένος εκεί στην ίδια θέση, όρθιος με τα σεντόνια να κρέμονται πάνω μου σαν μανδύας μεσαιωνικού ιππότη δεν μπορούσα ακόμη να χωνέψω το όλο σκηνικό. Οι πουτάνες, έτσι θα τις αποκαλώ μου είναι πιο εύπεπτο, είχανε στρωθεί κι απολάμβανε το τσιμπούκι και τους είχαν γίνει οι ψωλές σίδερο. Και τι ψωλές, παλαμάρια του βαρκάρη κι οι δυο. «Ποτέ μου δεν κατάλαβα παλικάρια με τέτοια μαρκούτσια που τρελαίνουνε όποιο μουνί ή κώλο θέλουνε γίνονται κωλαρπάχτρες», σκεφτόμουνα όταν η Σύλβια με έβγαλε από τις σκέψεις.
- «Τι κάθεσαι και βλέπεις; Έλα κι εσύ πλάι μας», μου πέταξε η γυναίκα μου.
- «Πού, εκεί;», ρώτησα με αποστροφή.
«Ναι εδώ, ανάμεσα μας. Έχει πράγμα για όλους μας. Εσύ πάρε τα γυναικεία κομμάτια κι άσε για μας τα ανδρικά», είπε και συνέχισε την πίπα στην Richanna.
Η διάθεση μου δεν με προέτρεπε να ακολουθήσω το κάλεσμα της αλλά ο πούτσος είχε άλλη γνώμη κι είχε σηκωθεί. Πλησίασα και σιγά - σιγά μπήκα ανάμεσα τους. Η Richanna μου τράβηξε ένα γλωσσόφιλο που μου ξερίζωσε την γλώσσα κι η Daniela συνέχισε με ένα δεύτερο που με μέλωσε τελείως. Οι πουτάνες συνέχισαν να με φιλάνε ενώ οι μουνίτσες μου, μου τραβούσαν μαλακία. Ανατρίχιασα και αφέθηκα στα χάδια τους. Βρεθήκαμε ανάποδα. Οι πουτάνες σε θέση 69 μου χάιδευαν τον πούτσο και στα σκέλια τους οι μουνίτσες μου να τις πιπώνουν αχόρταγα.
Τώρα η Σύλβια τσιμπούκωνε την Daniela και η Αγνή την Richanna. Σε μια δόση κι οι δυο πουτάνες μαζί μου τον πήρανε τσιμπούκι. Τρελάθηκα οι γκόμενες κάνανε και γαμώ τα τσιμπούκια. Με πεθάνανε. Δεν άντεξα κι έχυνα σαν βρύση. Τίποτα αυτές αφού με καθαρίσανε συνέχισαν την πίπα απτόητες μέχρι που μου ξανασηκώθηκε. Εδώ που τα λέμε δεν ήθελε και πολύ με τέτοια πίπα. Τι φιλί, τι τρόμπα, τι μάσημα, τι λαρυγγάτο, τι γλωσσομπιρμπιλωτό λες και θέλανε να χώσουνε το ακρογλώσσι τους μέσα στην πουτσότρυπα μου και να την ανοίξουν.
Παραμιλούσα από την καύλα ενώ δίπλα στην μούρη μου οι μουνίτσες μου παίρνανε μάτι και συνέχισαν να τους ρουφάνε τις ψωλές. Τότε η Σύλβια που είχε γυαλίσει το μάτι της από την καύλα, ξεκόλλησε από το καυλί της Daniela και μου τράβηξε ένα γλωσσόφιλο που μου ξερίζωσε την γλώσσα από τον πάτο. Πριν προλάβω να συνέλθω μου κόλλησε τον πούτσο της Daniela πλάι στο στόμα και με βραχνή από την καύλα φωνή μου είπε:
- «Έλα, γλείψε λίγο την κλειτορίδα της Adriana σου».
Με δισταγμό κι ανταποκρινόμενος στον απέραντο πόθο της έλειψα λίγο σαν παγωτό το καυλί της Daniela. Η Σύλβια τότε πήρε το πουτσοκέφαλο της στο στόμα της και το έσπρωχνε να μπεί στο δικό μου. Αντιδρούσα κι αντιστεκόμουν.
- «Έλα, πάρε λίγο πίπα την κλειτορίδα της Adriana σου. Δες το έτσι κι άσε με εμένα να βλέπω πως θα τσιμπουκώνεις το καυλί που θα με γαμήσει», είπε πνιχτά βγάζοντας το παπάρι από το στόμα της και σπρώχνοντας το στο δικό μου.
Αντέδρασα για λίγο σφίγγοντας τα χείλη μου αλλά μετά το στόμα μου άνοιξε σαν την σπηλιά του Αλί Μπαμπά και ρούφηξε το καυλί της Daniela ή Adriana όπως εμένα μου άρεσε καλύτερα. Έκανα κανονική πίπα ενώ όταν γύρισα να κοιτάξω την Αγνή μου πρότεινε κι αυτή το παπάρι της Richanna. Το τσιμπούκωσα κι αυτό. Πότε το ένα καυλί και πότε το άλλο ρουφούσα και σκεφτόμουνα πόσο ωραία την βολεύουν οι γκόμενες με τις πίπες μια και είναι καλύτερες από γλειφιτζούρι και παγωτό χωνάκι. Οι μουνίτσες μου είχαν πάθει πλάκα από τα τσιμπούκια που έκανα κι η Σύλβια παραμιλούσε και με παρότρυνε γεμάτη καύλα:
- «Ναι μανάρι μου, ρούφα το! Ναι, σκίσε της το καυλί της ξεκωλιάρας! Ναι, πιπίλα την κλειτορίδα της Adriana σου. Ρούφα την! Τσιμπούκωσε την!» κ.ά. ενώ στα ιταλικά προέτρεπε τις πουτάνες: «Σκίστε του το λαρύγγι! Τρυπήστε του τον ουρανίσκο! Σπάστε του τα σαγόνια!» κ.ά. που της υπαγόρευε η αφόρητη καύλα που αισθανόταν.
Όταν πράγματι τα σαγόνια μου πονέσανε από την πίπα, η Σύλβια παίρνει την πούτσα της Daniela και την καβαλάει ενώ μου λέει:
- «Τώρα γλείψε το μουνάκι μου που είναι γεμάτο μαζί με τον γαμιά που με πηδάει!», είπε και συμπλήρωσε: «Κάντο καλά γιατί όσο πιο πολύ ευχαριστήσεις τον γαμιά μου τόσο πιο καλά θα ξεσκίσει το μουνάκι μου».
Άρχισα από πίσω να του γλείφω τα αρχίδια μετά τον πούτσο που περίσσευε από το μουνί της, μετά τα φουσκωμένα μουνόχειλα που όλο και πιο πολύ φούσκωναν όσο ο πούτσος βολευόταν στο μουνί της κι ύστερα της γλωσσόπαιζα την κωλοτρυπίδα. Τρελαινότανε κι έχυνε.
- «Ναι πασά μου, ναι γαμιά μου!», φώναζε συνέχεια.
Η Αγνή δίπλα της την αντέγραφε σε ότι έκανε εκτός από το να μιλά. Την είδα καβάλα κι έκανα σ’ αυτήν και στον γαμιά της ότι και στην γυναίκα μου. Πότε στην μια και πότε στην άλλη.
- «Χύνω η πουτάνα η κωλοξεσκισμένη!», φώναζε η Σύλβια.
- «Κι αυτό δεν είναι τίποτα!», της είπα.
Έτσι όπως ήτανε καβάλα την έφερα στο πλάι του κρεβατιού, την έσπρωξα λίγο μπροστά για να μου τουρλώσει τον κώλο της και άρχισα το κωλοξέσκισμα. Πλάι στην ίδια θέση κι η Αγνή με την δικιά της ζητούσε κι αυτή μερίδιο από την καύλα μου. Βγήκα από την Σύλβια και χώθηκα στο κωλαράκο της κουνιάδας μου. Ζορίστηκα λίγο γιατί η Richanna τον είχε πιο μεγάλο, γέμιζε ασφυκτικά το μουνί της και στένευε το κώλο της αλλά και γιατί η σούφρα της Αγνούλας ήταν πιο στενή. Τα κατάφερα κι άρχισα να την γαμώ με μανία μέχρι που την άνοιξα. Ταυτόχρονα κωλοδαχτύλωνα την Σύλβια δίπλα μου για να την έχω έτοιμη. Έτσι γαμούσα πότε την μια και πότε την άλλη κι αυτές χύνανε και το ομολογούσανε ακόμη κι η Αγνή.
Αφού χύσανε καλά, καλά οι πουτάνες τις γύρισαν βαρελάκι και τις έβαλαν από κάτω τους τουρλώνοντας τώρα τους κώλους τους σ’ εμένα ζητώντας το δικό τους μερίδιο. Τώρα οι πουτάνες γαμούσανε τις μουνίτσες μου και σουσουράδιαζαν τους κώλους τους σ’ εμένα. Δέχτηκα την πρόκληση, έβαλα μια μπιρμπιλωτή καπότα και μπήκα πρώτα στην Daniela που πηδούσε την γυναίκα μου. Βγάλανε ουρλιαχτά κι οι δύο. Δεν ξέρω αν η γυναίκα μου που δεχότανε την πίεση δυο ψωλών και δυο κορμιών ή η Daniela που πηδούσε και πηδιότανε βογκούσε και χαιρόταν περισσότερο. Έκανα το ίδιο και στην Αγνή με την Richanna και μετά πάλι στην Σύλβια και ξανά στην Αγνή μέχρι που δεν βαστούσανε ούτε αυτές ούτε κι εγώ.
Τον πέταξα έξω και τις πασπάλισα με μπόλικο ψωλόχυμα κι αυτές κάνανε σαν τρελές για κάθε σταγόνα. Έπεσα ξερός στο κρεβάτι. Το πρωί που ξύπνησα, πιο πρωί δηλαδή περασμένες 11:00 πμ. ήμουνα ακόμη στην ίδια θέση κι οι μουνίτσες με τις πουτάνες δεν ήταν εκεί. Σηκώθηκα και τις έψαξα στο άλλο δωμάτιο αλλά έπεσα πάνω σε καφέ και γλυκά κι έκατσα να φάω γιατί πεινούσα σαν λύκος. Μετά άκουσα κάτι γέλια από το μπάνιο και μπήκα μέσα.
Η γυναίκα μου χωμένη στην μπανιέρα με νερό ξύριζε και περιποιούνταν το μουνάκι της αδελφής της που καθόταν πάνω στο χείλος της μπανιέρας. Ρώτησα για την κατάσταση κι η Σύλβια μου είπε ότι την περιποιείται γιατί σήμερα η Αγνή θα μυηθεί σε ανώτερα σεξουαλικά ομαδικά όργια. Δεν έδωσα σημασία νόμισα ότι ήταν παιχνίδι. Πλησίασα, κάθισα κι εγώ στην άκρη της μπανιέρας. Πήρα στην αγκαλιά μου την Αγνή, τρίβοντας της τα βυζάκια ενώ διέταξα την γυναίκα μου να της γλείψει το μουνί.
Η Αγνή έγειρε πάνω μου από την καύλα, έσκυψε και μου τον πήρε πίπα. Ήταν τόσο χαλαρή, πλαστική κι αισθησιακή που δεν κρατήθηκα κι έχυσα στο στόμα της. Πήγα με τις μουνίτσες μου στο ντους, σαπουνιστήκαμε, τριφτήκαμε και βρέθηκα να γαμάω στα όρθια κάνοντας ταυτόχρονα ντους, την κουνιάδα μου πισωκολλητά κι η γυναίκα μου γονατιστή να μας γλείφει το σημείο που γαμιόμαστε. Μετά κι αφού η Αγνή έχυσε περιέλαβα την γυναίκα μου. Ακουμπούσαν οι πλάτες μας στα τοιχώματα της ντουζιέρας κι ενωνόμαστε μόνο στο σημείο που γαμιόμαστε. Η Σύλβια κρατιότανε από τις χειρολαβές κι εγώ ήμουν όρθιος.
Με ένα τίναγμα άφησε μετέωρο το κορμί της κι εκτοξεύτηκε πάνω μου. Με αγκάλιασε κι άρχισε να έχει σπασμούς. Έχυσα. Καθόμαστε για την συνέχεια του πρωινού όταν έμαθα ότι θα ερχότανε η Richanna κατά τις 4:00 μμ. για να οδηγήσει την Αγνή στον τόπο της μύησης της. Αντέδρασα. Τι δουλειά είχε τώρα ο πούστης ο/η Richanna να μας χαλάσει την παρέα αλλά η Σύλβια επέμενε ότι έχει κι αυτή δικαίωμα να γνωρίσει το πάθος και την έκταση πέραν από εμάς.
- «Κι εμείς;», ρώτησα.
- «Εμείς θα πάμε βόλτα μέχρι να την φέρουν πίσω», είπε η Σύλβια.
Σπάστηκα αλλά η Σύλβια μου έκλεισε το μάτι. Τότε δεν κατάλαβα. Στις 3:30 μμ. η Richanna έπαιρνε στο αμάξι της την Αγνή που ήταν κούκλα και εξαφανιζόταν στο βάθος του δρόμου. Για δευτερόλεπτα δεν ήξερα τι θα κάνω όταν ένα κορνάρισμα με ξύπνησε. Ήταν η Daniela που μας φώναζε να πάμε στο αμάξι της.
- «Τι νόμισες; Ότι δεν θα πάρουμε μάτι εμείς από αυτή την μύηση; Αλλά αυτή δεν ξέρει τίποτα».
Μπήκαμε στο αμάξι της Daniela και φύγαμε. Πήραμε την Via Aurella και κατευθυνθήκαμε προς την περιοχή Casalotti στα περίχωρα της Ρώμης. Στο δρόμο προλάβαμε το αυτοκίνητο της Richanna και το ακολουθούσαμε διακριτικά. Κάποια στιγμή μπήκε σε μια βίλα με μεγάλο κήπο. Περιμέναμε την Αγνή να μπει μέσα και παρκάραμε. Η Daniela μας οδήγησε σε ένα δωμάτιο που υπήρχε ένας καθρέφτης που έβλεπε σε τεράστιο σαλόνι. Μέσα έφεραν την Αγνή όπου την περίμεναν τέσσερις 65άρηδες, όχι πέντε ήταν μαζί με αυτόν που μιλούσε ελληνικά και έδινε το πρόσταγμα.
Η Αγνή ήταν πανέμορφη κι ατάραχη ανάμεσα στα λιγούρια που περίμεναν να την «κατασπαράξουν». Ήταν άκρως αισθησιακή. Όμως ξαφνικά βρέθηκε προ εκπλήξεων διότι αυτοί την αιφνιδίασαν και εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά μου κάτι 30άρηδες σωματαράδες με τεράστια παλούκια. Φοβήθηκα λίγο κι είπα στην Σύλβια να την πάρουμε, αλλά αυτή και η Daniela με ζόρισαν να περιμένουμε. Μάλιστα άρχισαν να μου την χαϊδεύουν για να με καυλώσουν. Οι τύποι, οι νεοφερμένοι, στο σαλόνι προκαλούσαν την Αγνή.
- «Τι θέλεις να γίνει μωρή πουτάνα; Αφού για να πηδηχτείς ήρθες. Γλείψε μας τις πούτσες, διαφορετικά θα σε βιάσουμε».
Άρχισε να τους πιπώνει κι αυτοί καύλωσαν πάρα πολύ. Την χάιδευαν, την φιλούσαν, την έγλειφαν, την πήδηξαν παρτούζα τρομερά βίαια με χαστούκια, φτύσιμο στα μούτρα και βρίσιμο. Της φέρθηκαν σαν να ήταν σκουπίδι. Η Σύλβια και η Daniela βλέπανε και με είχανε τρελάνει στην πίπα. Στο σαλόνι η Αγνή παιρνότανε με απίθανη σκληρότητα. Οι τύποι αφού την ξεπάτωσαν από παντού με τα παλούκια τους την έχυσαν ένας, ένας στα μούτρα. Οι γέροι δεν συμμετείχαν, καθόντουσαν στους καναπέδες, κάπνιζαν, έπιναν και απολάμβαναν το θέαμα.
Αφού τέλειωσαν οι τριαντάρηδες, το ανελέητο γαμήσι στο κορμί της κι έφυγαν, οι γέροι έβαλαν βίντεο μια τσόντα όπου η πρωταγωνίστρια, μια δεκαοκτάχρονη έπαιρνε παρτούζα καμιά δεκαριά άντρες διαφόρων ηλικιών κι άρχισαν να της κάνουν τα ίδια. Η Αγνή με μια ηρεμία που προκαλούσε δεχόταν μέσα της κάθε είδος πούτσας μεμονωμένα ή δυο και τρεις μαζί. Την παρτούζωσαν καλά για πάνω από πέντε ώρες. Εγώ άγρια φτιαγμένος από το θέαμα είχα στήσει στον καθρέφτη την Σύλβια και την Daniela και τις έπαιρνα εναλλάξ.
Σίγουρα η Daniela έχυσε τρεις φορές, το είδα κι η Σύλβια είχε συνέχεια σπασμούς και το μουνί της έσταζε συνέχεια. Εγώ γέμισα τον κώλο της Daniela και το μουνί της Σύλβιας από μια γερή χυσιά την κάθε μια. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και φέραμε την Αγνή στο κρεβάτι σε κατάσταση μαστουρωμένη από τον όγκο της ηδονής που είχε δεχτεί. Την χαϊδεύαμε, με την Σύλβια και την φιλούσαμε καθώς αυτή σαν παραλήρημα μας εξιστορούσε ότι είχε βιώσει.
- «Αφού με έχυσαν παντού...», έλεγε η Αγνή, «..κάλεσαν ταξί και με πέταξαν κυριολεκτικά από το σπίτι, λέγοντας στο ταξιτζή, πάρε την πουτάνα και πήγαινε την στον άντρα της. Ο ταξιτζής μου κόλλησε κι αναγκάστηκα να του κάνω μια στοματική εκτόνωση μέσα στο ταξί για να τον ξεφορτωθώ. Καθώς έκανα πίπα ένας ή μια από πίσω μου έγλειφε τις τρύπες και μου έβαζε δάχτυλα ταυτόχρονα και στο μουνί και στον κώλο. Ψαλίδι δεν το λένε αυτό; Μου άρεσε πολύ και τελικά έκανα ένα γεμάτο τσιμπούκι στον ταξιτζή που το ευχαριστήθηκα πιο πολύ εγώ παρά αυτός».
Δεν είχε καταλάβει η γλυκιά μου ότι ταξιτζής ήμουνα εγώ, η Daniela την έγλειφε και την έπαιζε από πίσω, την γάμησε αλλά ούτε αυτό θα πρέπει να το καταλαβαίνω στο πίσω και διπλανό κάθισμα η αδελφή της είχε κάτσει στην πούτσα της Richanna και τον έπαιρνε μέχρι την ρίζα. Με τις πουτάνες χωρίσαμε στην είσοδο, δεν ανέβηκαν πάνω, πήγανε για πιάτσα. Πάνω συνεχίσαμε οι τρεις μας μέχρι που γίναμε λιώμα. Το πρωί δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας κι οι μουνίτσες μου κοιμόταν όρθιες και μουρμουρούσανε.
- «Ας μείνουμε ακόμη μια μέρα...»
Τελικά χάσαμε την πρωινή πτήση, ευτυχώς πήραμε την μεσημεριανή για Αθήνα. Δεξιά κι αριστερά μου οι μουνίτσες μου κοιμότανε ευτυχισμένες από την επίσκεψη τους στην Ρώμη. Θα σας ενημερώσω για ότι νεώτερο.
Αιμίλιος
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.