Η ιστορία:
Καλοκαίρι στα δεκαοκτώ μου επισκεφτήκαμε με τους γονείς και την μεγαλύτερη (στα 21 τότε) αδερφή μου Βίκυ, το εξοχικό της θείας μου στο Πόρτο Χέλι. Η θεία μου, χήρα, ξαναπαντρεμένη με τον κύριο Βασίλη. Έναν ευγενικό αλλά άσχημο και λίγο χοντρούλη πενηντάρη, που η θεία μου (πολύ όμορφη γενικά στα σαράντα της) μάλλον διάλεξε για τα λεφτά του όπως έλεγε ο μπαμπάς.
Το εξοχικό του κύριου Βασίλη μια εκπληκτική πέτρινη μεζονέτα, με έναν τεράστιο κήπο και ένα ξενώνα στην άκρη του, που πιο πολύ χρησιμοποιούσανε σαν αποθήκη. Η αδερφή μου στα 21 της ήτανε αρκετά εντυπωσιακή, κυρίως λόγω ύψους, με μικρό αθλητικό στήθος, όχι πολύ όμορφη αλλά αυτό που θα χαρακτήριζες πρόστυχο προσωπάκι και στιλ. Εγώ πιο μαζεμένη, σχετικά κοντή, γλυκούλα και αθώα στο πρόσωπο, μόνο δυνατό σημείο μου θα έλεγα το στήθος μου που σπάνια πρόβαλλα τότε με το ντύσιμο μου. Είχα μια σχέση με τον Χρήστο στην Αθήνα και είχαμε προχωρήσει στο σεξ αλλά γενικά δεν είχα πολλές εμπειρίες, σε σχέση με την Βίκυ.
Το βραδάκι μετά από τσακωμό με τους πολύ συντηρητικούς γονείς μου τελικά καταφέραμε να βγούμε, μετά και την υποστήριξη της θείας μου Άννας. Η Βίκυ έβαλε ένα αποκαλυπτικό άσπρο φορεματάκι με τιραντάκι και ασημένια πεδιλάκια. Εγώ μια φούστα τζιν όχι πολύ κοντή και ένα στράπλες μπλουζάκι που τόνιζε το στήθος μου, κάτι ροζ πεδιλάκια και ένα ροζ στρινγκάκι της Βίκυς.
Μας κατέβασε στην πόλη η μαμά και μας ζήτησε να γυρίσουμε με ταξί γιατί το σπίτι ήτανε μακριά και σε ερημική περιοχή. Στο κλαμπ που πήγαμε είχαμε μια παρέα από τα καλοκαίρια που επισκεπτόμασταν το μέρος. Εγώ σαν πιο μικρή, ήμουνα πολύ μαζεμένη ενώ αντιθέτως, η Βίκυ φλέρταρε όλο το βράδυ με ένα παιδί, τον Δημήτρη. Το βράδυ αργά μας γύρισε σπίτι ο Δημήτρης.
Με έκπληξη μου τον είδα όταν φτάσαμε να βγαίνει από το αμάξι και την Βίκυ να μου ψιθυρίζει να περιμένω λίγο πριν μπω στο σπίτι και μπήκανε οι δυο τους στον ξενώνα. Είχα τρομοκρατηθεί ότι θα μας πιάσουν οι δικοί μου. Πλησίασα στο παράθυρο και είδα τον Δημήτρη να έχει στήσει σε ένα τραπέζι την Βίκυ με ανοιχτά τα πόδια, της είχε σηκώσει το άσπρο φορεματάκι και της έγλειφε το μουνάκι. Η Βίκυ είχε γύρει πίσω και έτριβε το στήθος της. Είχα φοβηθεί αλλά και καυλώσει ταυτόχρονα. Ασυναίσθητα ακούμπησα τις ρώγες μου, κατέβασα το μπλουζάκι μου και τις έτριψα.
Έγειρα στον τοίχο και κοίταξα προς το σπίτι.. «Όλοι κοιμόντουσαν…» σκέφτηκα και φοβισμένη κατέβασα το χέρι μου στο στρινγκάκι μου, άρχισα να τρίβω την κλειτορίδα μου, ενώ έριχνες κλεφτές ματιές στον Δημήτρη που ήδη είχε αρχίσει να πηδάει στα τέσσερα την Βίκυ. Είχα τρελαθεί από καύλα. Ήμουνα εγώ στη θέση της Βίκυς και έτρωγα τον πούτσο του Δημήτρη. Ακουμπισμένη στον τοίχο και στηριγμένη στα πεδιλάκια μου, είχα χαμηλώσει για να στηριχτώ όσο έτριβα το μουνί μου. Ξάφνου τα έχασα.. είδα μια σκιά σχεδόν δίπλα μου. Άκουσα τη ψιθυριστή αλλά και νευριασμένη φωνή του κύριου Βασίλη:
- «Εσείς είστε ρε μαλακισμένα;»
Ούτε που κουνήθηκα. Με το χέρι στο μουνί και τα βυζιά μου έξω, έμεινα αμίλητη και χεσμένη από το φόβο. Αυτός έσκυψε και κοίταξε από το παράθυρο. Είδε την Βίκυ στα τέσσερα και κόλλησε για λίγο. Με ξανακοίταξε, πιο καλά αυτή τη φορά και διαπίστωσε τι έκανα εγώ.
- «Παλιοπουτανάκια! Άμα ξύπναγε ο πατέρας σας;» μούγκρισε.
Σχεδόν μου κόπηκε η αναπνοή, ενώ πήγα να σταθώ όρθια και να μαζέψω το στήθος μου, αυτός με πίεσε πάλι κάτω αμίλητος κοιτάζοντας με νευριασμένος. Έμεινα παγωτό όταν τον είδα να τρίβει τον πούτσο του και να με διατάζει..
- «Συνέχισε!»
Υπάκουσα, χωρίς να ξέρω ακόμα γιατί. Αυτός τον έβγαλε έξω, σχεδόν εκατοστά δίπλα στις ρώγες και άρχισε να τον παίζει ενώ με πίεζε από τον ώμο στον τοίχο, ρίχνοντας ματιές στη Βίκυ που πηδιόταν σαν τρελή. Τώρα τον έπαιζε σαν τρελός. Σχεδόν όλο το καυλί του πάνω στις βυζάρες μου. Ασυναίσθητα είχα καυλώσει τόσο πολύ όσο ποτέ στη ζωή μου. Τον άκουσα να μουρμουράει:
- «Χύνω.. Άνοιξε…»
Και χωρίς να ξέρω γιατί άνοιξα όσο μπορούσα το στοματάκι μου. Άρχισε να με γεμίζει σπέρμα, στα χείλια, στα βυζιά, στα μαλλιά παντού.. Κατάπια λίγο και ένιωσα το μουνί μου να χύνει ασταμάτητα. Άκουσα θόρυβο από μέσα που μάλλον η Βίκυ και ο Δημήτρης, είχανε τελειώσει. Ο κύριος Βασίλης ντύθηκε και μου ψιθύρισε:
- «Μεταξύ μας αυτό, ναι;»
Κούνησα το κεφάλι και έφυγε. Ντύθηκα γρήγορα και προσπάθησα να σκουπιστώ. Μόλις βγήκε η Βίκυ πήγαμε για ύπνο. Μόλις ξάπλωσα άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι είχε γίνει. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλο το βράδυ από το φόβο τι θα γίνει την άλλη μέρα.
(Copyright protected OW ref: 31997)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.