Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε και παρατήρησα ότι η Μαρία είχε τρελές καύλες, όχι ότι εγώ πήγαινα πίσω. Μου έλεγε πόσο υγρό είναι το μουνάκι της και ότι θα ήθελε πολύ να ζήσει άγριες καταστάσεις απόψε. Κατάλαβα βέβαια ότι είχε στο μυαλό της έντονα την επιθυμία να κάνει τρέλες όχι μόνο μαζί μου, όχι απαραίτητα να γαμηθεί με κάποιον άλλο, αλλά σίγουρα να παίξει έντονα. Αφού πήραμε το πρωινό μας και μετά από αρκετό χαμούρεμα στον καναπέ, ετοιμαστήκαμε να πάμε σούπερ μάρκετ μιας και το σπίτι δεν είχε τίποτα και χρειαζόμασταν αρκετά πράγματα. Φόρεσε το Μαράκι μια τζιν φουστίτσα κοντή και ένα κολλητό μπλουζάκι, με ένα καλσόν στο χρώμα του δέρματος και φύγαμε. Σε όλο το δρόμο της χούφτωνα τα μπουτάκια με αποτέλεσμα να μη την αφήσω να σβήσει η φούντωση από το φάσωμα στον καναπέ. Την ανάβει πολύ να της χουφτώνουν τα μπούτια, ξέρει άλλωστε ότι έχει τέλεια πόδια και της αρέσει και να τα επιδεικνύει και να της τα χουφτώνουν.
Φτάσαμε στο σούπερ, που είναι σε ένα διπλανό χωριό, και εκεί όπως ψωνίζαμε συναντήσαμε ένα θείο της, τον Τάκη, ξάδερφο της μαμάς της, που είχαμε να τον δούμε πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια εγώ είχα να τον δω από το γάμο μας που ήταν και η μοναδική φορά. Από ότι είχα καταλάβει αυτά τα χρόνια η Μαρία δεν ήθελε σχέσεις για κάποιο λόγο, αλλά δε μου είχε εξηγήσει ποτέ το λόγο. Ο Τάκης είναι αγρότης, ψηλός γύρω στο 1,95 και γεροδεμένος με κοιλιά αρκετά μεγάλη, αλλά όχι δυσανάλογη με το ύψος του, μεγάλες πλάτες, χοντρά χέρια κλπ, γύρω στα 60 και χήρος. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πολύ νέα και έκτοτε δε ξαναπαντρεύτηκε. Ένας χωριατάνθρωπος. Η Μαρία όταν τον είδε ταράχτηκε ελαφρά.
- Γεια σου ανιψιά, της λέει.
- Γεια σου θείε…
του απαντά και την αγκαλιάζει και δίνουν ένα φιλί στο μάγουλο. Παρατήρησα όμως ότι η Μαρία ήταν κάπως αμήχανη.
- Γεια σου και σένα Νίκο, μου λέει.
- Τι κάνεις θείε;… του λέω.
- Μια χαρά, πολλά χρόνια έχω να σας δω, δεν έρχεστε και πολύ συχνά στο χωριό.
- Ε, πολλή δουλειά και οι αυξημένες υποχρεώσεις της Αθήνας που να μας αφήσουν να ερχόμαστε συχνότερα... του απαντώ.
Μιλούσαμε για αρκετή ώρα, αλλά παρατηρούσα τη Μαρία που δεν του μιλούσε ιδιαίτερα και έβγαζε έναν εκνευρισμό. Επίσης παρατηρούσα και τον Τάκη που την κοιτούσε συνέχεια, την έκοβε από πάνω μέχρι κάτω, μάλιστα ειδικά όταν πήγαινε το βλέμμα του στα πόδια της κολλούσε. Εκεί κατάλαβα ότι κάτι πονηρό είχε παιχτεί μεταξύ τους και αυτομάτως μου μπήκαν ιδέες και άναψα ταυτόχρονα. Δεν ξέρω βέβαια τι ήταν, αλλά η εικόνα του χωριάτη μπάρμπα να πηδάει το λεπτεπίλεπτο κορμάκι της Μαρίας με όλη του την αγριάδα μου σφηνώθηκε στο μυαλό και με καύλωσε τρελά. Όταν τελειώσαμε τη κουβέντα μας, είπε να περάσουμε για φαγητό το βράδυ σπίτι του. Απάντησε η Μαρία με ένα "θα δούμε" και πετάχτηκα εγώ και του είπα θα σε πάρουμε τηλέφωνο να σε ενημερώσουμε θείε. Στο αυτοκίνητο η Μαρία είχε έντονη νευρικότητα, με ρωτάει:
- Γιατί του είπες ότι θα τον πάρουμε;
- Δεν είναι σωστό μωράκι μου να μην του απαντήσουμε του θείου σου. Εγώ θα έλεγα να πάμε.
- Τι; Εγώ δεν πάω σπίτι του.
- Γιατί βρε μωράκι μου είσαι τόσο αρνητική; Ο άνθρωπος μας κάλεσε, δεν έχουμε πάει και ποτέ, γιατί όχι;
- Είναι μεγάλη ιστορία.
- Δε θα μου πεις;
- Όταν φτάσουμε σπίτι θα σου πω και θα καταλάβεις..
Με είχε φάει η περιέργεια, αν και είχα ψιλοκαταλάβει, μάλλον θα της την είχε πέσει σκεφτόμουν και ήμουν σίγουρος ότι αν έπαιζε κάτι τέτοιο, παρόλο που είναι αρνητική αποκλείεται να μη τρέχει το μουνάκι της. Φτάσαμε σπίτι και αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματα δεν άντεξα και τη ρώτησα.
- Θα μου πεις;
- Θα σου πω. Όταν ήμουν φοιτήτρια ένα καλοκαίρι μετά την εξεταστική ήρθα στο χωριό χωρίς τους γονείς μου που δούλευαν, θα έβγαιναν σε άδεια μετά από μια βδομάδα. Όπως σου χω πει ήμουν λίγο ατακτούλα αλλά όχι όσο τώρα. Είχα κατέβει λοιπόν στη κωμόπολη που έχει και αγορά για ψώνια και μετά κάθισα με μία φίλη για καφέ. Εκεί μετά από λίγο ήρθε ο θείος Τάκης τυχαία και αφού μας κέρασε το καφεδάκι, μου είπε να πάω το βράδυ από το σπίτι για φαγητό αν θέλω και βέβαια δέχτηκα. Πήγα και αφού φάγαμε, μου την έπεσε κανονικά και φαντάσου δεν ήμουν ιδιαίτερα προκλητικά ντυμένη, ένα σορτσάκι φορούσα όχι πολύ καυτό και μία μπλούζα ραντάκι. Άρχισε να με χουφτώνει παντού, με στρίμωξε στον καναπέ χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι… είναι πολύ πιο δυνατός από μένα. Κάποια στιγμή κι εγώ σταμάτησα να αντιστέκομαι, δεν είχε νόημα και τον ρώτησα τι να κάνω για να με αφήσει ήσυχη και μου είπε να του πάρω μια πίπα. Έτσι κι έγινε. Έβγαλε τον πούτσο του έξω, ήταν τεράστιος, τρόμαξα δεν είχα ξαναδεί μεγαλύτερο, δεν είχα και πολλές εμπειρίες, αλλά από ότι θυμάμαι είναι από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος. Έπεσα στα γόνατα και άρχισα να τον γλείφω και να τον ρουφάω. Αν δεν ήταν θείος μου πραγματικά θα του ζητούσα να με γαμήσει με τέτοιο πούτσο, είχα ανάψει κι εγώ. Έβαλα όλη μου τη τέχνη, όση είχα τότε γιατί ήμουν και πιο άπειρη. Μετά από κάνα δεκάλεπτο άδειασε όλο του το σπέρμα στο στόμα μου και με έβαλε να τα καταπιώ όλα, μέχρι σταγόνας "σαν καλό πουτανάκι" όπως είπε. Αφού τον ικανοποίησα, έφυγα και δεν ξαναπάτησα σπίτι του, όχι γιατί δε μου άρεσε ή γιατί δε το ευχαριστήθηκα, αλλά γιατί μου έβγαλε ένα φόβο, ίσως και λόγω που ήταν θείος και φοβόμουν μη μαθευτεί.
- Αφού το ευχαριστήθηκες τότε μωράκι μου νομίζω πως πρέπει να αποβάλεις το φόβο σου…
και της πιάνω το μπουτάκι και το χαϊδεύω ως το μουνάκι για να ανάψει. Δε χρειαζόταν βέβαια, ήταν ήδη μούσκεμα που μου περιέγραφε την ιστορία.
- Τι εννοείς;…
με ρωτάει ναζιάρικα και με κοιτάζει πονηρά.
- Εννοώ ότι πρέπει να ξαναπάς και μάλιστα νομίζω θα είναι καλύτερα να είσαι μόνη.
- Τι λες; Αν πάω μόνη δε θα το γλιτώσω το γαμήσι.
- Και δε θες;
- Λες; Μα είναι θείος μου βρε μωρό μου.
- Σιγά και ποιος θα το μάθει, δεν τον λυπάσαι κι αυτόν να μείνει με το απωθημένο; Και αν την έχει και τεράστια είναι κρίμα να χάσεις τέτοιο πούτσο.
- Είδες πως με κοιτούσε, πως κοιτούσε τα μπουτάκια μου και τα βυζάκια μου;
- Είδα, τούμπανο θα του τον έκανες. Για αυτό σου λέω παρ' τον τηλέφωνο και πες του ότι θα πας μόνη.
- Είσαι σίγουρος; Θα με ξεμουνιάσει.
- Αφού είσαι πουτάνα και γουστάρεις και γουστάρω κι εγώ που έχεις γίνει τόσο πουτανάκι.
- Οκ...
Τον πήρε και του είπε ότι θα πάει μόνη γιατί εγώ κανόνισα να βγω με κάτι φίλους. Στο τηλέφωνο του μιλούσε πολύ πιο θερμά απ' ότι στο σούπερ και με άναψε. Μόλις το έκλεισε, με μία κίνηση της έσκισα το καλσόν και το στρινγκάκι που ήταν μούσκεμα, έβγαλα τον πούτσο μου που είχε γίνει κάγκελο και μόνο στην ιδέα που θα γαμηθεί απόψε και μάλιστα με συγγενή της, της άνοιξα τις μπουτάρες της και της το κάρφωσα με όλη μου τη δύναμη, τη γαμούσα πολύ δυνατά, της έδινα χαστουκάκια στα χείλη και της έλεγα πόσο βρωμοπούτανο είναι, πόσο τσούλα έχει γίνει και ότι της αξίζει να τη γαμάνε και να την ξεφτιλίζουν. Δεν άργησα και πολύ να χύσω, είχα ερεθιστεί πάρα πολύ. Αφού συμμαζευτήκαμε από το γαμήσι και τα χύσια, σηκώθηκε η Μαρία και μου λέει:
- Θα κατέβω στην αγορά να κάνω κανένα ψώνιο για το βράδυ.
- Οκ μωρό μου, πάρε κάτι πολύ σέξι να τον τρελάνεις.
Έφυγε και μετά από κάνα δίωρο γύρισε, τη ρώτησα τι πήρε και μου απάντησε, "θα τα δεις μετά πάνω μου μία και καλή" και μπαίνει στο μπάνιο γιατί είχε αργήσει και λιγάκι. Η ώρα ήταν ήδη 7μιση και κατά τις 9 είχαν κανονίσει να πάει. Το μόνο που παρατήρησα ήταν το νύχι που το είχε φτιάξει, προφανώς πήγε για μανικιούρ, κατακόκκινο, πουτανέ, όπως της αρέσει. Πω… σκέφτομαι τι να έχει πάρει η πουτάνα. Μετά από αρκετή ώρα βγαίνει από το μπάνιο και κλειδώνεται στο δωμάτιο, φαίνεται περιποιήθηκε καλά τον εαυτό της, έβαλε τις κρέμες της, ξύρισε το μουνάκι της να είναι έτοιμο για σκίσιμο. Μετά από κάνα 20λεπτο, έτοιμη η πουτάνα μου. Βγαίνει από το δωμάτιο και παθαίνω σοκ, καύλωσα αμέσως. Μαύρο σούπερ μίνι φόρεμα, κλειστό μπροστά ως το λαιμό αλλά όλη η πλάτη έξω, χωρίς σουτιέν, οι ρώγες της ήδη έτοιμες να το τρυπήσουν, καλσόν στο χρώμα του δέρματος, γόβα 10ποντη, νύχι χείλια έντονα κόκκινα, γενικά βάψιμο έντονο και ίσιο μαλλάκι που έφτανε ως τη μέση της.
- Έτοιμη... μου λέει.
- Για τρελά γαμήσια είσαι απόψε τσουλάκι μου.
- Έλα… μη με βρίζεις γιατί ανάβω.
- Ναι αυτό περίμενες, δε βλέπω νομίζεις τη ρώγα σου που είναι κάγκελο. Άραγε φοράς βρακάκι από μέσα ή το ξέχασες όπως το σουτιέν;
- Δες μόνος σου...
και έρχεται κοντά μου να της βάλω χέρι. Δε φορούσε η καριόλα, το καλσόν της μούσκεμα από τα υγρά.
- Πουτανάκι, θα τον τρελάνεις το θείο σου.
- Ναι, θα τον κάνω ηφαίστειο, να μη μπορεί να με βγάλει από το μυαλό του και να ανυπομονεί να έρθουμε στο χωριό να με ξαναγαμήσει. Πάμε γιατί δε θέλω να αργήσω.
Θα την πήγαινα εγώ γιατί ο θείος μένει στο δίπλα χωριό και μας αρέσει να τη πηγαίνω εγώ να γαμηθεί... μας ανάβει πολύ. Μετά από κάνα δεκάλεπτο φτάσαμε, της βάζω το χέρι μου στο μουνάκι της για τελευταία φορά, να βεβαιωθώ ότι θα είναι καυλωμένη τέρμα εξ αρχής και της δίνω ένα δυνατό γλωσσόφιλο. Βάζει κραγιόν γιατί της το πήρα, βάζει και το παλτό της γιατί κάνει και κρύο και κατεβαίνει. Από εδώ και πέρα η περιγραφή είναι ακριβώς όπως μου τα περιέγραψε εκείνη όταν γύρισε.
Χτυπάει το κουδούνι και της ανοίγει ο θείος, σκύβει και τη φιλάει στο μάγουλο με τη Μαρία να ανταποδίδει, το στόμα του θείου της μύριζε αλκοόλ και τσιγάρο, δείχνει ότι προετοιμαζόταν κι αυτός, περνάει μέσα και εκεί τη περιμένει μια έκπληξη. Ο θείος δεν είναι μόνος του, είναι και ένας φίλος του στο σαλόνι γύρω στα 60-65 και αυτός, κοντός, αρκετά άσχημος και λιγδιάρης, χοντρός με μουστάκι, που όταν έβγαλε το παλτό η Μαρία του πετάχτηκαν τα μάτια έξω στη θέα της κορμάρας της, το ίδιο και του θείου της. Στο τραπεζάκι είχαν ένα μισοάδειο μπουκάλι ουίσκι, τα έπιναν φαίνεται από νωρίς, σκέφτηκε η Μαρία, ίσως φύγει τώρα που πήγε. Η απορία όμως της λύθηκε σύντομα και όχι ευχάριστα για εκείνη.
- Μαρία να σου συστήσω το Στέλιο, ένα καλό μου φίλο, δε σε πειράζει να κάτσει μαζί μας;
- Καθόλου...
απάντησε η Μαρία προσπαθώντας να το παίξει ψύχραιμη μιας και ο τύπος δεν της άρεσε καθόλου. Πήγε κοντά να του δώσει το χέρι της και εκείνος πήρε το θάρρος να σκύψει να τη φιλήσει κι αυτός στο μάγουλο. Βρωμούσε και η ανάσα του, αλλά και ο ίδιος, σίγουρα είχε τσακωθεί με το μπάνιο.
- Χάρηκα Μαρία, είσαι όντως όπως σε είχε περιγράψει ο Τάκης.
- Πως με είχε περιγράψει δηλαδή;
- Κουκλάρα... για να μην πω...
- Για να μην πεις;
- Μουνάρα.
- Έλα Στέλιο άσε το κορίτσι, το πήρες από τα μούτρα. Σε πειράζει, είναι λίγο ο τρόπος του χοντροκομμένος, μην τον παρεξηγείς... είπε ο Τάκης.
- Εντάξει δεν πειράζει...
απάντησε η Μαρία έχοντας καταλάβει τι παίζεται και προφανώς αφού δε θα το απέφευγε το διπλό γαμήσι, είπε να αρχίσει να παίζει, ειδικά με το Στέλιο. Για αυτό κάθισε απευθείας δίπλα του στον καναπέ και όχι με τον θείο της απέναντι στον άλλο καναπέ. Εκεί να βλέπατε το Στέλιο. Δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τα μπούτια της, βλέπετε το φόρεμα έφτασε στον θεό, σχεδόν φαινόταν το μουνί της, ενώ και οι ρώγες της φαίνονταν ξεκάθαρα ότι είχαν καυλώσει. Της έβαλαν ποτό και έπιασαν για λίγο την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων, ενώ ο Στέλιος όλο και τάχα τυχαία της έπιανε τα μπούτια με το εξωτερικό του χεριού του. Αυτό έγινε για λίγο όμως γιατί ο Στέλιος δεν άντεξε και ήθελε να προχωρήσουν στο ψητό.
- Τέτοια μουνάρα και σε αφήνει μόνη σου ο άντρας σου;… ρωτάει ο Στέλιος.
- Δε με άφησε σε κάνα ξένο, στο θείο μου με έφερε.
- Ναι αλλά είμαι και γω εδώ.
- Και; τι θα μου κάνεις; θα με φας;
- Μη με προκαλείς…
της λέει και της πιάνει το μπούτι, ενώ ο θείος ήδη χάιδευε τη καυλωμένη πουτσάρα του που φαινόταν από το φούσκωμα στο παντελόνι του. Η Μαρία που είχε χαλαρώσει από το ουίσκι (την πιάνει αμέσως έτσι κι αλλιώς) δεν αντέδρασε έντονα, αλλά ναζιάρικα του έσπρωξε το χέρι και του είπε να κάτσει ήσυχα. Έτσι όπως του το 'πε βέβαια ήταν σα να του έλεγε "πιάσε και το μουνί μου να δεις που είναι μούσκεμα". Αυτός αμέσως λοιπόν πήρε περισσότερο θάρρος και της το ξανάπιασε ανεβαίνοντας ως το μουνί της που είχε γίνει μούσκεμα.
- Πω… μαλάκα έλα να δεις πως στάζει η ανιψούλα σου η πουτάνα...
και της το χουφτώνει με όλη του τη δύναμη. Πάει λοιπόν και ο θείος Τάκης, τη βάζουν στη μέση, της χουφτώνουν και οι δύο το μουνάκι, πάνω από το καλσόν που έχει γίνει μούσκεμα, ενώ έχουν αρχίσει και τη φιλάνε και τη γλείφουν στο λαιμό, ενώ ο Στέλιος της βουτάει το κεφάλι και της δίνει ένα γλωσσόφιλο χώνοντας όλη του τη γλώσσα στο στόμα της. Η Μαρία βογκούσε από τη καύλα, αλλά αηδίασε με το γλωσσόφιλο του Στέλιου επειδή η ανάσα του βρωμούσε και τραβήχτηκε απότομα από το φιλί. Τιμωρήθηκε όμως για αυτό, αφού ο Στέλιος της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι λέγοντάς της:
- Σε εμένα πουτανάκι δε θα τραβιέσαι, που ήρθες εδώ να γαμηθείς και μου το παίζεις δύσκολη.
Της δίνει άλλο ένα από την άλλη και τη βουτάει πάλι και της χώνει εκ νέου τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Ο θείος Τάκης, της τραβάει με δύναμη το καλσόν και της το σκίζει, και της χώνει κατευθείαν μέσα της δύο από τις χοντροδακτυλάρες του και της σκίζει το μουνί με τα δάκτυλα. Η Μαρία έχει ανάψει για τα καλά, έχει καταλάβει ότι θα τη ξεσκίσουν. Κατεβάζουν τα παντελόνια και οι δύο και της πιάνουν τα χέρια και της τα οδηγούν στις πούτσες τους. Και οι δύο είναι τεράστιες και χοντρές, γύρω στους 20 με 22 πόντους. Παίζει δύο ψωλές με τα χέρια της ενώ αυτοί της ξεκουμπώνουν το φόρεμα και της το κατεβάζουν έτσι ώστε να φανούν τα βυζιά της. Δεν της το έβγαλαν τελείως γιατί ήθελαν να τη γαμήσουν με αυτό, οπότε της το άφησαν σα φούστα. Της έγλειφαν και της δάγκωναν τις ρώγες λαίμαργα. Την έβριζαν και οι δύο, πουτανάκι, τσούλα, ξέκωλο κλπ. Μετά από λίγο την έβαλαν να γονατίσει και της λέει ο θείος της:
- Γλύψε μας πουτάνα, όπως με έγλειψες τότε, κάνε μας να αδειάσουμε τις ψωλές μας στο στόμα σου βρωμοπούτανο…
και της δίνει και αυτός ένα χαστούκι στη μούρη, με τη Μαρία αυτή τη φορά να δακρύζει.. Ήταν πολύ δυνατό.
- Έτσι πουτανάκι, κλάψε, της λέει ο Στέλιος. Κλάψε γιατί απόψε θα σε ξεμουνιάσουμε και της βουτάει το κεφάλι και της δίνει τον τριχωτό του πούτσο στο στόμα.
Η Μαρία έτσι δακρυσμένη πίπωνε το Στέλιο, ενώ με το χέρι της έπαιζε τη πούτσα του Τάκη. Ο Στέλιος δεν άντεξε ούτε 5 λεπτά, η Μαρία είναι άπαιχτη στην πίπα… και άδειασε όλο του το σπέρμα στο στόμα της πιάνοντας της το κεφάλι για να βεβαιωθεί ότι θα καταπιεί και τη τελευταία σταγόνα, ενώ παράλληλα συνέχιζε να τη βρίζει. Σειρά είχε ο θείος της, πριν τον πάρει στο στόμα της, της έδωσε δυο τρία πουτσοσκάμπιλα. Το θείο τον περιποιήθηκε πιο ευχάριστα, ήταν και πιο καθαρός, ξυρισμένος, της άρεσε περισσότερο. Έβαλε όλη της την τέχνη. Δίπλα ο Στέλιος τον έπαιζε και της έπιανε τα γυμνά της βυζιά, δεν άργησε να του ξανασηκωθεί, δεν ξανά είχε γαμήσει τέτοιο μουνί, οπότε και μόνο στη θέα του τέλειου κορμιού της του ξανασηκώθηκε αμέσως. Ο θείος δεν άργησε κι αυτός να χύσει και αυτός μέσα στο στόμα της. Τη χόρτασαν σπέρμα. Πριν προλάβει καλά-καλά να τα καταπιεί, την τραβάει ο Στέλιος με δύναμη και τη βάζει να κάτσει πάνω στον πούτσο του. Η Μαρία του τον πιάνει υπάκουα και τον οδηγεί στο μουνί της, μπαίνει μέσα της και αρχίζει να χοροπηδάει πάνω στον πούτσο του.
- Έτσι πουτανάκι, έτσι παλιογαμιόλα, μας καύλωσες και τώρα θα τιμωρηθείς.
Της δίνει χαστούκια στα μάγουλα που της τα έχουν κάνει κατακόκκινα και στα βυζιά της, της τραβάει της ρώγες με δύναμη, της τις δαγκώνει, την πονάει και εκείνη δακρύζει ξανά.
- Έτσι μπράβο, έτσι θέλω να κλαις βρωμοπούτανο…
της λέει, την πιάνει από τη μέση και αρχίζει να την ανεβοκατεβάζει στον πούτσο του με όλη του τη δύναμη. Αυτή ουρλιάζει από τον πόνο και κλαίγοντας του λέει:
- Μη, μη, με πονάς, σε παρακαλώ λυπήσου με.
Αυτός καύλωσε ακόμα περισσότερο που τον παρακαλούσε να την λυπηθεί.
- Δε σε λυπάμαι, να μην ερχόσουν έτσι ντυμένη, δε μας λυπήθηκες κι εσύ τσουλάκι…
και την ανεβοκατέβαζε ακόμα πιο δυνατά, ώσπου μετά από λίγο την τράβηξε απότομα να βγει και την έχυσε στα βυζιά της απάνω.
- Παρ' τα καργιόλα, παρ' τα πουτάνα, έτσι να πας χυμένη στον αντρούλη σου τον κερατά…
της δίνει ένα χαστούκι και την σπρώχνει στον Τάκη λέγοντάς του, είναι καυτό το μουνάκι της καργιόλας, ξέσκισέ το. Ο Τάκης τη βάζει με τα χέρια στο τραπέζι απέναντι σκυμμένη, όπως ήταν με μισοφορεμένο το φόρεμα, της το σηκώνει λίγο και την καρφώνει με δύναμη στο μουνί. Τη γαμάει άγρια και της δίνει χαστούκια στον κώλο, δυνατά, πολύ δυνατά, της τον μελανιάζει και αυτή κλαίει από τον πόνο.
- Σου αρέσει ξεκωλάκι μου; Σου αρέσει να σε ξεσκίζει ο θείος;
- Ναι, λέει κλαίγοντας.
- Δεν άκουσα τίποτα…
της λέει δίνοντάς της ακόμα ένα δυνατό χαστούκι στο κώλο.
- Μου αρέσει θείε, πολύ... ξεσκισέ με την πουτάνα.
Τη σκίζει με μανία, φαίνεται την είχε τρελό απωθημένο, για αυτό και αποφάσισε να την ξεφτιλίσει έτσι με το φίλο του, γιατί την είχε άχτι που τόσα χρόνια δε του είχε κάτσει και ειδικά εκείνη τη μέρα μετά από εκείνη την πίπα. Τη σκίζει και τη βαράει, τη βρίζει χυδαία, πουτάνα, καργιόλα, ξεκωλιάρα.
- Θα σου σκίσω και τον κώλο… της λέει και μετά θα σε στείλω στον άντρα σου ξεσκισμένη και χυμένη παντού.
Όπως της τα λέει η Μαρία χύνει, το καταλαβαίνει ο Τάκης από τους σπασμούς στο μουνί της, τραβιέται, τη γυρνάει και τη χύνει και αυτός. Το σπέρμα του πάει παντού, στα βυζιά, στο πρόσωπο, στα μαλλιά, λέγοντάς της:
- Έχυσες πουτανίτσα ε; Δεν άντεξες, τώρα με καύλωσες περισσότερο…
και πριν προλάβει να βγάλει "κιχ" η Μαρία φωνάζει το Στέλιο που ήδη του 'χει ξαναγίνει τούμπανο. Του λέει να ξαπλώσει και να τη βάλει πάνω του. Η Μαρία είναι εξουθενωμένη από το ξέσκισμα αλλά και επειδή τελείωσε και εκείνη. Κάθεται από πάνω του και τον παίρνει πάλι στο μουνί της. Τη γαμάει δυνατά. Ο Τάκης της σαλιώνει την κωλοτρυπίδα, ήρθε η ώρα να την αποτελειώσουν, θα τη γαμήσουν παρέα και οι δυο μαζί, και από κώλο και από μουνί. Μπαίνει μέσα της και ο Τάκης, μαλακά-μαλακά, τη γαμάνε και οι δύο παρέα και η Μαρία είναι έτοιμη να λιποθυμήσει από τον πόνο. Δεν την αφήνει όμως ο Στέλιος που της ρίχνει δυο δυνατά χαστούκια.
- Όχι πουτάνα, δε θα σε αφήσω να λιποθυμήσεις, δε θα το γλιτώσεις, θα το νιώσεις όλο το ξέσκισμα... της λέει ο Στέλιος.
- Ναι ξεκωλιάρα, θα σου μείνει αξέχαστο αυτό το ξέσκισμα, θα το νιώσεις σε όλο του το μεγαλείο…
και την αρχίζει στα σκαμπίλια στον κώλο και ο Τάκης ενώ έχει αρχίσει να τη γαμάει και αυτός με δύναμη από πίσω. Η Μαρία έχει κατακαυλώσει παρά τον πόνο και χύνει πάλι, έχει τρελούς σπασμούς στο μουνί της.
- Νωρίς τελείωσες καριόλα...
της λέει ο Στέλιος. Έχουν τρελή αντοχή παρά την ηλικία τους και ότι είχε προηγηθεί. Τη γαμάνε δυνατά, ταυτόχρονα και οι δύο για κάνα τέταρτο με εικοσάλεπτο. Ο Τάκης συνεχίζει να της δίνει χαστούκια στο κωλαράκι της που είναι μαύρο από το ξύλο, ενώ ο Στέλιος ρουφάει τις βυζάρες της. Ο Στέλιος δεν άντεξε άλλο και τη χύνει μέσα στο μουνί. Ο Τάκης συνεχίζει να τη σφυροκοπά, η Μαρία έχει πέσει πάνω στο Στέλιο σχεδόν λιπόθυμη. Μετά από λίγο τη χύνει και ο Τάκης μέσα στον κώλο. Οι τρύπες της στάζουν και οι δύο, ενώ και το φόρεμά της έχει γεμίσει χύσια.
Μετά από λίγο τους πήρε ο ύπνος τους δύο άντρες εξαντλημένους εκεί στο πάτωμα. Με όσες δυνάμεις της είχαν μείνει, η Μαρία σηκώνεται, με πολύ δυσκολία, βάζει το φόρεμά της κανονικά και μου στέλνει μήνυμα να πάω να την πάρω. Δεν άργησα πολύ. Μετά από κάνα τέταρτο έφτασα. Κατεβαίνει, χυμένη παντού, να μη μπορεί καλά-καλά να περπατήσει από τον πόνο στο μουνί και στον κώλο. Το φόρεμά της γεμάτο άσπρα σημάδια, κάθισε με δυσκολία στο αυτοκίνητο. Ο κώλος της ήταν γεμάτος μελανιές και την πονούσε. Την είδα έτσι εξαντλημένη και κατάλαβα ότι πέρασε καλά, αλλά και δύσκολα. Είχε πάνω της έντονη τη μυρωδιά του σπέρματος. Δεν τη ρώτησα τίποτα, πήγαμε σπίτι και τη βοήθησα να κάνει ένα μπάνιο. Το σώμα της γεμάτο μελανιές. Καύλωσα που έβλεπα τα σημάδια της "κακομεταχείρισης" στο σώμα της. Βγήκαμε από το μπάνιο και κοιμήθηκε μέχρι το άλλο μεσημέρι. Όταν ξύπνησε, ευδιάθετη πλέον, μου τα είπε όλα με κάθε λεπτομέρεια, μου έγινε τούμπανο και παρότι είχε ξεσκιστεί το προηγούμενο βράδυ, μου ζήτησε να τη γαμήσω κι εγώ. Δε χορταίνει το πουτανάκι μου. Το μουνάκι της ήταν πολύ ανοιγμένο. Την ξέσκισαν κανονικά σκέφτηκα. Πηδηχτήκαμε άγρια. Ήταν από τις καλύτερες μας φορές.
Copyright protected OW ref: 121629
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.