Η ιστορία:
Μια συνάντηση, τυχαία, πριν λίγες μέρες με έκανε να θυμηθώ κάτι από πολύ παλιά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ζω σε ένα νησί, σε μια κλειστή κοινωνία που δεν επιτρέπει σεξουαλικά παραστρατήματα χωρίς τις ανάλογες συνέπειες. Έτσι όλα γίνονται κρυφά… τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Μοναχοπαίδι, καλομαθημένος, ο μπαμπάς πάντα έλειπε, η μαμά δεν είχε πολύ χρόνο. Άρχισα ανοίγοντας τα συρτάρια της μαμάς και ψάχνοντας ρούχα, εσώρουχα, μυρωδιές. Στην αρχή μόνο κοίταγα και απλά χάιδευα τις δαντέλες, τα φουστάνια, όλα αυτά τα διεγερτικά υφάσματα που μόνο στο άγγιγμα τους ένιωθα κάτι να σκιρτάει μέσα μου και μόλις άκουγα τον παραμικρό θόρυβο, έκλεινα τα συρτάρια και έτρεχα στο δωμάτιο μου να κρυφτώ. Δεν ήθελα να καταλάβει η μαμά ότι αγγίζω τα πράγματα της.
Ήταν το μυστικό μου και δεν μπορούσα να το μοιραστώ με κανέναν ακόμα. Ίσως το φθινόπωρο που θα πήγαινα στο Γυμνάσιο στην πόλη να έβρισκα έναν φίλο που θα μπορούσα να το κουβεντιάσω.
Το Σάββατο η μαμά και ο μπαμπάς θα πήγαιναν έξω με ένα άλλο ζευγάρι και θα γύριζαν αργά. Θα έμενα μόνος στο σπίτι. Δεν θυμάμαι αν ήταν πρώτη φορά που έμενα μόνος, όμως είμαι σίγουρος ότι ήταν η πρώτη φορά από όταν άρχισα να εξερευνώ τα συρτάρια της μαμάς.
- «Θα περάσω να σε πάρω στις οκτώ. Κοίταξε να είσαι έτοιμη», είπε ο μπαμπάς στη μαμά και έφυγε.
Πρέπει να είχαν κάποιο σοβαρό ραντεβού γιατί εκείνο το βράδυ η μαμά κατέβασε τη μισή ντουλάπα, τα δοκίμασε σχεδόν όλα πριν αποφασίσει τι θα φορέσει και τελικά για να μην αργήσει, τα άφησε όπως ήταν ριγμένα στο κρεβάτι και κατέβηκε γρήγορα κάτω που την περίμενε ο μπαμπάς.
Όταν μπήκα στο δωμάτιο της έμεινα με το στόμα ανοιχτό γιατί εκτός από τα ρούχα ήταν δίπλα από το κρεβάτι ένα μεγάλο κουτί που δεν το είχα ξαναδεί. Ήταν ανοιχτό και γεμάτο εσώρουχα. Ξαφνικά όπως τα είδα όλα, συνειδητοποίησα ότι μπορώ να τα αγγίξω όσο θέλω χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα. Μα τι λέω; Θα μπορούσα να τα φορέσω ακόμα.
Άρχισα να ψάχνω στο κουτί και αναστατώθηκα. Τι ήταν αυτά; Τα φορούσε η μαμά μου; Απίστευτο! κιλοτάκια που στο πίσω μέρος ήταν σαν κορδόνι, κάλτσες και καλσόν, ένας κορσές που έδενε στην πλάτη με κορδόνια. Τρελάθηκα. Γδύθηκα αμέσως και άρχισα διαλέγω τι θα φορέσω. Πήρα ένα κιλοτάκι μαύρο και το φόρεσα. Τι αίσθηση ήταν αυτή;
Κοίταξα τον καθρέπτη στη μεγάλη ντουλάπα και είδα το είδωλο μου σαν κάποιο άλλο κορμί. Στην προσπάθεια μου να κρύψω το πουλάκι μου μέσα στο κιλοτάκι, αυτό έγινε σκληρό σαν πέτρα και μόλις το άγγιξα και τρίφτηκε λίγο πάνω στη δαντέλα, ένα ρίγος διαπέρασε τη ράχη μου και το πουλάκι μου έχυσε αμέσως.
Όχι δεν θα τελείωνε έτσι η βραδιά μου. Έτρεξα στο μπάνιο και πλύθηκα γρήγορα και επέστρεψα για την συνέχεια. Δεν θυμάμαι πόσες φορές επαναλήφθηκε αυτό. Δοκίμασα σχεδόν τα πάντα. Ήμουν συνεπαρμένος από την καινούρια μου εμπειρία και το αποκορύφωμα ήρθε όταν την ώρα που φορούσα ένα από τα πολλά καλσόν, άκουσα το κλειδί στην πόρτα. Δεν προλάβαινα να το βγάλω. Έφυγα όπως ήμουν και χώθηκα στο κρεβάτι μου κάνοντας πως κοιμάμαι. Άκουσα τη μαμά να ρίχνει μια κλεφτή ματιά στο δωμάτιο μου.
- «Κοιμάται», είπε. «Πάμε κι εμείς για ύπνο, είναι αργά».
Είμαι μέσα στο κρεβάτι και φοράω το καλσόν. Η αίσθηση είναι μοναδική. Τα μπούτια μου ακουμπάνε και καυλώνω συνέχεια. Το κωλί μου ακουμπάει στο νάιλον και είναι σαν να μου το χαϊδεύει κάποιος σε κάθε μου κίνηση. Χύνω, χύνω, χύνω όλη τη νύχτα.
Βλέπω στα όνειρα μου ότι είμαι μια πανέμορφη κοπέλα ντυμένη με όλα αυτά τα υπέροχα ρούχα που δοκίμασα απόψε και θέλω κάποιον να με δει, να μου πει πόσο όμορφη είμαι και να μοιραστώ αυτή τη χαρά μου. Να με χαϊδέψει ανάμεσα στα μπούτια και στο κωλαράκι μου με το καλσόν κι εγώ να καυλώνω και να χύνω.
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 25833)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.