Προηγούμενο μέρος: Θεοδώρα: Σχολείο / Με το Λυκειάρχη και τον Πατριό της
Την επόμενη ημέρα στις επτά παρά πέντε χτυπούσε το κουδούνι στο σπίτι του Λυκειάρχη της. Μετά το γαμήσι με τον πατριό της δεν είχε και πολύ όρεξη για το γέρο-Λυκειάρχη, αλλά δε μπορούσε να κάνει και αλλιώς, αφού την είχε πιάσει με τον Ιάκωβο στις τουαλέτες την κρατούσε στο χέρι. Φορούσε μια κοντή-μίντι τζιν φούστα και ένα μπλουζάκι με ενδιάμεσο ντεκολτέ. Για μια κοπέλα με συνηθισμένο σώμα ένα τέτοιο ντύσιμο δε θα ήταν προκλητικό αλλά με τις βυζάρες, την κωλάρα και τις μπουτάρες της Δώρας ακόμα κι αυτά τα ρούχα είχαν θεαματικά αποτελέσματα στους άντρες.
Ο Λυκειάρχης έτρεξε να της ανοίξει. «Πολύ ωραία, στην ώρα του το πουτανάκι. Έχει να γίνει χαμός σήμερα, θα καλοπεράσεις μεγάλε…», σκέφτηκε απευθυνόμενος στον πούτσο του!
- Καλώς την, καλώς την. Έλα μέσα κορίτσι μου πέρασε…
την καλωσόρισε με πατρικό-δασκαλίστικο ύφος. Η Δώρα προχώρησε ντροπαλά. Ήξερε πολύ καλά τι θα επακολουθούσε αλλά παρόλο το χθεσινό γαμήσι της με το Λυκειάρχη και μάλιστα στο γραφείο του, συνέχιζε να τον βλέπει σαν τον σεβάσμιο γέρο-καθηγητή της.
Ο γέρο-τράγος όμως ανυπομονούσε. Αφού την κάθισε δίπλα του στον καναπέ, άφησε απαλά το χέρι του στο μπούτι της και της είπε:
- Χθες το μεσημέρι Θεοδώρα ήσουνα καλό κορίτσι μαζί μου και έκανες αυτό που έπρεπε. Αυτό όμως θα πρέπει να το επαναλαμβάνουμε τακτικά. Αφού σε έπιασα να κάνεις αυτό το παράπτωμα με το συμμαθητή σου στις τουαλέτες, δεν υπάρχει άλλος τρόπος όπως σου εξήγησα. Λοιπόν, θα είσαι υπάκουη μαζί μου;…
τη ρώτησε κοιτώντας την έντονα.
- Μάλιστα, κύριε Λυκειάρχα θα κάνω ότι μου πείτε εσείς…
απάντησε η βυζαρού ψευτο-χαμηλώνοντας τα μάτια.
- Μπράβο, μπράβο, τότε ας αρχίσουμε λοιπόν…
είπε χαρούμενα ο Λυκειάρχης και της χούφτωσε το ένα βυζόμπαλο χώνοντας τη χερούκλα του μέσα από τη μπλούζα της. Η Δώρα έγειρε λίγο προς τα πίσω και μισάνοιξε το στόμα της προκλητικά. Ο Λυκειάρχης έσκυψε πάνω της κι άρχισε να τη γλείφει στο πρόσωπο γεμίζοντάς τη σάλια. Τα χέρια του χωνόντουσαν παντού… στα γαλακτόμπουτα της, πάνω στο μουνάκι της, στην κωλάρα της και βέβαια στους βύζους της. Η Δώρα έβγαζε αναστεναγμούς, βογκητά και τσιριγματάκια όταν της τραβούσε άγαρμπα τις τρίχες στο μουνάκι και την κωλοτρυπίδα ή της τσιμπούσε πολύ δυνατά τις ρώγες.
- Τι παίδαρος είσαι εσύ; Τι μανάρι;… και είσαι μικρή ακόμη! Έλα τώρα πουτανάκι μου σκύψε και παρ’ τον μου στο στόμα. Έτσι… έτσι κι εγώ να σου χαϊδεύω τις βυζάρες. Μάνα μου κάτι βύζαροι, αυτά είναι μαστάρια. Πλούσια, γεμάτα και χοντρά και οι ρώγες αριστούργημα, όπως τα θέλω τα ’χεις, ούτε παραγγελία να τα έκανα…
της έλεγε ενώ ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της στον πούτσο του. Παρόλη την ηλικία του ο πούτσος του ήταν αρκετά σκληρός. Η Δώρα ένοιωθε καυλωμένη από τα γλειψίματα καθώς και από την επίδραση που είχε στο σεβάσμιο Λυκειάρχη της.
- Μ… ωραία γλείφεις, ωραία τσιμπουκλού μου. Σήκω, φτάνει τώρα. Πάμε στο κρεβάτι να είμαστε πιο άνετα…
της είπε και πιάνοντάς την από το χέρι, την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά του. Αφού την έγδυσε εντελώς, την ξάπλωσε ανάσκελα. Η αγελαδίτσα το γέμιζε το κρεβάτι με την κορμάρα της. Της άνοιξε τα μπούτια και άρχισε να της κάνει γλειφομούνι. Ήταν η πρώτη φορά που η Δώρα ένοιωθε μια γλώσσα να παίζει μέσα στο μουνάκι της. Γρήγορα έχασε κάθε έλεγχο από την καύλα. Έπιανε με τα χέρια το κεφάλι του Λυκειάρχη οδηγώντας το εκεί που ήθελε.
- Κύριε Λυκειάρχα! Τι μου κάνετε κύριε Λυκειάρχα; Δεν έχω ξανανοιώσει έτσι, πως με γλείφετε… αχ νομίζω ότι χύνω, αχ… συνεχίστε σας παρακαλώ, μη σταματάτε, ναι-ναι, νάτο πάλι, έρχεται!
Η Δώρα νόμιζε ότι θα πεθάνει από την ηδονή. Κουνούσε τον κώλο της πάνω-κάτω, η γλώσσα του Λυκειάρχη τη γαμούσε κανονικά και η μουνίτσα έχυνε σαν τρελή.
- Σου αρέσει αυτό που σου κάνω ε μουνίτσα μου; Δεν σου το έχουν ξαναγλείψει το μουνάκι σου; Ωραίο, είναι όμως, πεταχτό και φουσκωτό. Και η κλειτορίδα σου έχει καυλώσει, να πάρε-πάρε γλωσσοκοπάνημα, χύσε-χύσε κι άλλο. Τώρα νομίζω ότι είσαι έτοιμη για το γαμήσι σου, άνοιξε κι άλλο τις μπουτάρες σου, έτσι, σήκωσε τις ποδάρες σου, σου έρχεται, νάτο-νάτο, παρ’ τον!
Ο Λυκειάρχης τη γαμούσε και της έχωνε το έμβολό του με δύναμη. Η μικρή ήταν καυλωμένη. Κουνούσε τον κώλο της στο ρυθμό του Λυκειάρχη της και σταύρωνε τα πόδια της πίσω του. Βογκούσε και έχυνε σα βρύση.
Ο Λυκειάρχης δεν άργησε να χύσει.
- Να το… μου έρχονται… δεν αντέχω άλλο! Γρήγορα άνοιξε το στόμα σου, έτσι βγάλε τη γλωσσίτσα του πουτάνα μου, στις τσιμπουκοχειλάρες σου θέλω να εκτονωθώ, πάρε… πάρε σκρόφα, κατάπινε, μη σου φύγει σταγόνα, είναι όλο για σένα, φα’ το πουτανάκι, γλειψ’ το μου!
Η Δώρα κατάπινε γρήγορα. Το σπέρμα του είχε μια ξινή γεύση αλλά έπρεπε να υπακούσει. Μόλις του στράγγιξε τον πούτσο, τη σήκωσε και την οδήγησε στο μπάνιο.
- Τώρα θα πλυθούμε πουτανάκι μου. Πάρε το σφουγγάρι και σαπούνισέ με καλά-καλά. Μπράβο-μπράβο. Κάτσε να σε σαπουνίζω κι εγώ. Καλύτερα με τα χέρια μου, να βάζω και σαπούνι μέσα στο μουνάκι σου να καθαρίσει. Κάτσε να σου κάνω και τις βυζάρες. Ξανακαύλωσα! Παιξ’ τον μου λίγο, έλα θέλω να ξαναχύσω, γρήγορα-γρήγορα έλα στα όρθια, μπράβο, έτσι-έτσι το χέρι σου ζωηρά. Μα εσύ είσαι πουτανάκι πρώτης, όλα-όλα τα ξέρεις εσύ! Χύνω, αχ… τι ωραία, ξέπλυνέ με πάλι μούνα μου.
Μετά και την εκσπερμάτωση στο μπάνιο ο Λυκειάρχης ηρέμησε. Αφού βγήκαν έξω τη σκούπισε προσεκτικά φιλοδωρώντας τη με μερικές αποχαιρετιστήριες τσιμπιές.
- Μπράβο σου Θοδώρα μου, μπράβο σου. Ήσουν πολύ υπάκουη και σήμερα. Είμαι σίγουρος ότι θα περάσουμε πολύ όμορφα ώσπου να τελειώσεις το Λύκειο…
της είπε και συμπλήρωσε:
- Μεθαύριο σε περιμένω πάλι την ίδια ώρα.
Δύο ημέρες μετά, η Δώρα ήταν συνεπής στο ραντεβού της. Όταν ο Λυκειάρχης της άνοιξε την πόρτα, κατάλαβε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Από μέσα ακούγονταν θόρυβοι και ομιλίες σα να ήταν κι άλλοι στο σπίτι.
- Γεια σας, μα τι;…
του είπε η βυζαρού απορημένη.
- Μπα, καλώς τη, καλώς τη. Σε περιμέναμε πως και πως.
Λυκειάρχης την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε στο σαλόνι. Η Δώρα αντίκρισε με ανησυχία τρεις ηλικιωμένους κυρίους, προφανώς φίλους του Λυκειάρχη.
- Να και η άτακτη μαθήτρια που σας έλεγα. Δεν είναι πολύ ζουμερή;…
είπε και της χούφτωσε ξεδιάντροπα τον ένα βύζαρο. Η Δώρα τα έχασε:
- Ωχ, μα τι καν… εγώ… σας παρακ… μη με… κάτω το χερ… αχ μη…
- Έλα, έλα Θοδώρα, για κάτσε ήσυχη. Οι κύριοι είναι φίλοι μου, θα είναι καλοί μαζί σου κι εσύ θα είσαι καλή μαζί μας. Ξέρω ότι θα κάνεις αυτό που πρέπει αλλιώς…
κι έσκυψε στο αυτί της και συμπλήρωσε ψιθυριστά ότι διαφορετικά θα μάθαινε η μάνα της τις… επιδόσεις της στα μαθήματα. Ενώ της ψιθύριζε τις απειλές έχωσε τη γλώσσα του στο αυτί της και της χούφτωσε δυνατά την κωλάρα. Η Δώρας κατάλαβε ότι δεν είχε και πολλές επιλογές.
- Εντάξει κύριε Λυκειάρχα, ό,τι πείτε εσείς…
είπε και νοιώθοντας το χέρι του να της πασπατεύει την κωλάρα, χαμήλωσε τα μάτια και χαμογέλασε παθητικά.
- Μπράβο, μπράβο, να ένα υπάκουο κορίτσι…
είπε ένας από τους πορνόγερους.
- Τι θα έλεγες να μας χόρευες λίγο;…
ρώτησε ένας άλλος και την ανέβασαν στο τραπέζι. Κάποιος έβαλε και ένα τσιφτετέλι. Η Δώρα αφού τους κοίταζε αμήχανη από ψηλά για λίγα δευτερόλεπτα άρχισε να κουνιέται στο ρυθμό. Οι βυζάρες και η κωλάρα της πήγαιναν πέρα-δώθε. Πολύ γρήγορα άρχισε να νοιώθει τα χέρια των γέρων, που τους τρέχανε τα σάλια για τη ζουμπουρλού που είχαν στη διάθεσή τους, παντού στο σώμα της. Είχε αρχίσει να ζαλίζεται και να υγραίνεται από τα οκτώ χέρια που τους τσίμπαγαν μπούτια, βυζιά, κώλο και χώνονταν ακόμα και στο μουνάκι της.
- Ρε παιδί μου, κοίτα τις βυζάρες της… έλεγε ο ένας.
- Όλα ωραία τα έχει και πλούσια, δεν έχω ξαναδεί τέτοια κωλάρα…
απαντούσε ο άλλος.
- Κύριοι, αρκετά! Έχω καυλώσει σαν άλογο. Κατεβάστε την να αρχίσουμε…
ζήτησε ο τρίτος και το αίτημά του εισακούστηκε. Την κατέβασαν βγάζοντάς της και όσα ρούχα είχαν απομείνει πάνω της και αφού την έβαλαν στη μέση της όρμησαν και οι τέσσερις με τις πούτσες τους ορθωμένες και βγαλμένες έξω. Η Δώρα δεν ήξερε τι της γινόταν και με ποιόν να πρωτοασχοληθεί. Είχε συνεχώς πούτσες στα χέρια της, στο στόμα της, στο μουνί και τον κώλο της. Οι γέροι την έγλειφαν, την τσιμπούσαν, τη χάϊδευαν και τη γαμούσαν συνεχώς όλοι μαζί.
- Πάρε τσουλίτσα, πάρε πούτσους πουτανάκι. Μα που τη βρήκατε αυτή την καργιολίτσα;… καθηγητής έπρεπε να είχα γίνει…
έλεγε ο ένας ενώ η Δώρα τον τσιμπούκωνε.
- Της αρέσει της βυζαρούς, νοιώθω το μουνάκι της να χύνει πάλι, το απολαμβάνει το γαμήσι που της κάνω…
συμπλήρωνε ο άλλος ενώ τη γαμούσε.
- Πιο ζωηρά το χέρι σου, χύνω κι εγώ, να παρ’ τα στις βυζάρες σου…
ο τρίτος.
- Κούνα λίγο την κωλάρα σου, έτσι, έτσι, κουνήσου, σε χύνω, παρ’ τα μέσα στην κωλάρα σου…
φώναζε ο τέταρτος που την κωλογαμούσε. Η Δώρα ενώ στην αρχή τους σιχαινόταν είχε αρχίσει να το απολαμβάνει. Δεν της είχε ξανατύχει με τέσσερις (το ρεκόρ της ήταν με τρεις μεγαλύτερους συμμαθητές που την είχαν στριμώξει στο τέλος ενός πάρτι και την αλάλιασαν στο γαμήσι) και επιπλέον οι γέροι αργούσαν πολύ να χύσουν. «Με ξεπάτωσαν οι κωλόγεροι, με ξέσκισαν. Καυλώνουν πολύ όμως, κάνουν πολύ ώρα να χύσουν και μετά ξανακαυλώνουν γρήγορα», σκεφτόταν η βυζαρού, όμως δεν ήξερε ότι είχαν πάρει όλοι τα χαπάκια τους.
- Τώρα μουνίτσα θα κάνουμε ένα διάλειμμα, για να συνεχίσουμε και το παιχνίδι μας, είπε ο κύριος Λυκειάρχης. Μα, όχι τι κάνεις, μη ντύνεσαι, θα παίξεις κι εσύ. Θα είσαι το έπαθλο αυτού που θα κερδίζει σε κάθε γύρο. Έτσι είναι οι κανόνες αυτού του παιχνιδιού. Όποιος είναι ο νικητής του γύρου θα σ’ έχει στα γόνατά του και θα σε κάνει ό,τι θέλει ώσπου να τελειώσει ο γύρος και να κερδίσει κάποιος άλλος. Περίμενε λοιπόν να δούμε ποιος θα είναι ο πρώτος τυχερός…
της είπε και την έβαλε όρθια δίπλα του να περιμένει. Λίγα λεπτά μετά τον γύρο τον κέρδισε ένας χοντρός καραφλός και αφού έβγαλε έξω τη μαλαπέρδα του κάθισε τη Δώρα στα πόδια του. Στην αρχή την είχε με την πλάτη της γυρισμένη προς αυτόν, της χούφτωνε τους βύζους και κουνούσε τον πούτσο του στη σχισμή του κώλου της. Μόλις καύλωσε αρκετά, τη σήκωσε, τη γύρισε και την κάθισε πάνω στον πούτσο του.
- Έλα, κουνήσου, κούνα τον κώλο σου. Έτσι, καβάλα, καβάλα το αλογάκι σου κι εγώ θα σου γλείφω τις βυζάρες. Μανάρι μου, τι παιδί είσαι εσύ;… γρήγορα όμως κουνήσου πιο πολύ, θέλω να χύσω πριν τελειώσει ο γύρος. Κάτσε να σου βάλω κωλοδάχτυλο για να σου δίνω και ρυθμό, να παρ’ τον, ωχ… έχυσα, πρόλαβα!
Ο γέρος αφού ανακουφίστηκε λίγο πριν τελειώσει ο γύρος, σκούπισε τον πούτσο του στις τρίχες του μουνιού της Ντόρας και την παρέδωσε στον επόμενο νικητή.
- Εμένα θέλω να μου τον πάρεις στο στόμα. Μπες καλύτερα κάτω από το τραπέζι για να είμαστε πιο άνετα…
της είπε ο επόμενος. Η Δώρα μπήκε γονατιστή κάτω από την τραπεζαρία και άρχισε να τον τσιμπουκώνει. Επειδή δεν πρόλαβε να χύσει με τον χοντρό, με το ελεύθερο χέρι της χάιδευε και το μουνάκι της. Η Δώρα ένοιωσε το σπέρμα του να της πλημμυρίζει το στόμα. Άρχισε να καταπίνει γρήγορα και λαίμαργα.
- Το ήπιε όλο η καργιολίτσα, εντάξει είμαι κι εγώ, ποιος είναι ο επόμενος;
- Εμένα θέλω να μου το κάνεις με το χέρι…
της είπε ο τρίτος, αφού την κάθισε στα πόδια του. Η Δώρα κατακαυλωμένη καθόταν στην αγκαλιά του, ένοιωθε τα χέρια και τα σάλια του γέρου στα βυζιά, τον κώλο και το μουνάκι της και του τον έπαιζε ζωηρά. Η Δώρα έχυνε σα βρύση.
- Ελάτε, ελάτε, χύστε κι εσείς, χύστε, έρχεται το νοιώθω, θέλετε να σας το γλείψω λίγο;…
ρώτησε το πουτανάκι με τα μάτια ορθάνοιχτα.
- Πουτάνα, δεν προλαβ… χύνω τώραα…
και εξαπέλυσε ένα πίδακα σπέρματος στα χέρια και τα μπούτια της, ενώ της τσιμπούσε δυνατά τα βυζιά. Ο Λυκειάρχης παρόλο που ήταν ο επόμενος νικητής προτίμησε να μην τη γαμήσει μπροστά στους άλλους. Εξάλλου η μικρή βυζαρού έσταζε από το πολύ σπέρμα. Έτσι, αφού οι φίλοι του έφυγαν, αφού πρώτα τους υποσχέθηκε ότι η μικρή βυζαρού θα παρευρισκόταν και στην επόμενη χαρτοπαιξία σε δύο μέρες, την έστειλε πρώτα στο μπάνιο να πλυθεί καλά και της άλλαξε τον αδόξαστο στο γαμήσι, αφού του ήρθε φρεσκαρισμένη, πάνω στο κρεβάτι του. Η Δώρα είχε μερικούς ακόμη οργασμούς. Μόλις έφυγε για το σπίτι της με την ελπίδα να μη θέλει κι ο πατριός μου να γαμηθούν γιατί δεν αντέχε άλλο για σήμερα.
Σε δύο ημέρες η Δώρα ήταν ξανά στο σπίτι του Λυκειάρχη. Αυτή τη φορά έφτασε πριν από τους φίλους του, όπως της είχε πει ο Λυκειάρχης.
- Βρε, βρε καλώς τη. Έλα, πέρασε κούκλα μου. Σήμερα σου έχω μία έκπληξη! Θέλω να φορέσεις αυτή τη στολή που νοίκιασα. Κοίτα, κοίτα τι ωραία που είναι!
Ο γέρο-τράγος είχε βρει μια στολή υπηρέτριας. Αποτελούνταν από μια πολύ κοντή φουστίτσα με άσπρη δαντελωτή ποδιά, λίγο πιο μακριά από τη φούστα, μαύρο, δικτυωτό καλσόν με ραφή, ψηλοτάκουνες γόβες και το πάνω μέρος ήταν μια μπλούζα πάλι με ποδιά, η οποία είχε εξαιρετικά βαθύ ντεκολτέ. Η Δώρα χαμογελώντας απορημένα έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε τη στολή της υπηρέτριας. Μόλις ντύθηκε πήρε στα χέρια της ένα φτερό ξεσκονίσματος και κοίταξε τον Λυκειάρχη χαμογελώντας:
- Κύριε Λυκειάρχα, είμαι έτοιμη…
του είπε, και ξεσκόνισε παιχνιδιάρικα ένα βάζο. Ο Λυκειάρχης είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό:
- Μπράβο, μπράβο Θοδώρα. Σου πάει πολύ η στολή. Τι θα έλεγες να ξεσκονίσεις λίγο το σπίτι, ώσπου να έρθουν οι φίλοι μου; Μετά θα μας… σερβίρεις και θα μας … περιποιηθείς με τη στολή της υπηρέτριας…
της είπε και της χούφτωσε τον κώλο.
- Μάλιστα… ό,τι πείτε…
απάντησε η βυζαρού δουλοπρεπώς και χαμογελώντας προκλητικά άρχισε το ξεσκόνισμα. Όταν χρειαζόταν να σκύψει δε λύγιζε τα πόδια της, με αποτέλεσμα η φουστίτσα να αποκαλύπτει σχεδόν όλη την κωλάρα της στο Λυκειάρχη που βλέποντάς την καύλωνε σαν ταύρος. Δεν άντεξε για πολύ:
- Αυτό πάει πολύ. Δε μπορώ να κρατηθώ άλλο! Κάτσε λίγο έτσι σκυμμένη μουνίτσα μου, μην κουνηθείς καθόλου…
της είπε και πήρε θέση πίσω της. Η Δώρα υπάκουσε και παρέμεινε σκυμμένη. Γύρισε το κεφάλι της και είδε το Λυκειάρχη να χώνει το δάχτυλό του στο μουνάκι της, παραμερίζοντας την κιλότα της, ενώ παράλληλα έβγαζε έξω το παλαμάρι του.
- Έτσι, έτσι μπράβο. Θέλω να στο κάνω λίγο πριν έρθουν οι άλλοι, εδώ-εδώ, στα όρθια. Να λοιπόν, στον έχωσα, το νοιώθεις, το νοιώθεις μουνίτσα μου; Είσαι καυτή, παρ’ τον δουλάρα, μ’ έχεις καυλώσει καμαριέρα, ωχ… είσαι η υπηρέτρια μου, είσαι η σκλάβα μου. Τι καύλες είναι αυτές, έλα-έλα, κούνα λίγο την κωλάρα σου, κούνα τη, κούνα τη… χύνω!
Λυκειάρχης άδειασε στα γρήγορα την αντλία του στο μουνάκι της μικρής του υπηρέτριας. Η Δώρα μόλις αποτραβήχτηκε από πίσω της σηκώθηκε σκαμπρόζικα.
- Εντάξει κύριε Λυκειάρχα; Μπορώ να πάω να πλυθώ λίγο τώρα;…
τον ρώτησε ενώ ίσιαζε τα ρούχα της.
- Ναι, ναι παιδί μου. Πήγαινε, θέλω να είσαι καθαρή για όταν έρθουν και οι φίλοι μου. Αφού πλυθείς πήγαινε στην κουζίνα. Θα βρεις τους δίσκους με τα πράγματα που θα μας σερβίρεις…
της είπε ικανοποιημένος. Στην κουζίνα υπήρχαν αρκετοί δίσκοι γεμάτοι με μεζέδες και ποτά. «Δε φτάνει που με ξεσκίζουν στο γαμήσι, θέλουν να τους κάνω και την υπηρέτρια οι κωλόγεροι», σκέφτηκε η Δώρα τσαντισμένη. Σε λίγο άκουσε κουδούνι.
- Θα ανοίξω εγώ Θοδώρα. Εσύ έλα με τον πρώτο δίσκο όταν σε φωνάξω. Θέλω να είσαι η έκπληξη της βραδιάς…
της είπε ο Λυκειάρχης και πήγε να ανοίξει. Οι φίλοι του ήταν τρεις, οι ίδιοι με την προηγούμενη φορά. Ο Λυκειάρχης τους πήγε στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα. Αφού κάθισαν και μίλησαν λίγο, ο γέρο-τράγος τάχα μου αδιάφορα είπε:
- Κύριοι, τι θα λέγατε για ένα… μεζεδάκι; Θοδώρα! Έλα να μας σερβίρεις!.
Η Δώρα εμφανίστηκε κρατώντας τον πρώτο δίσκο. Ο δίσκος ήταν μεγάλος, γεμάτος πιάτα και τόσο βαρύς που με δυσκολία ισορροπούσε στα ψηλά της τακούνια. Έπρεπε και να τον πιάνει αρκετά χαμηλά με τα χέρια τεντωμένα γιατί οι βυζάρες της έμπαιναν στην μέση.
- Ορίστε, τι θα θέλατε παρακαλώ;…
ρώτησε μπροστά στον πρώτο γέρο-μπισμπίκη.
- Δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω. Φαίνονται όλα λαχταριστά…
έλεγε αυτός και χούφτωνε την κωλάρα της βυζαρούς ενώ την είχε όρθια μπροστά του να ξεροσταλιάζει. Τελικά, αφού την πασπάτεψε καλά-καλά στον κώλο και στα βυζιά πήρε μερικά μεζεδάκια και η Δώρα προχώρησε στον επόμενο.
- Εσείς κύριε, τι θα θέλατε;…
ρώτησε χαμογελώντας. Η μικρή είχε αρχίσει να καυλώνει από τα πασπατέματα του πρώτου και είχε ένα ελαφρύ τρέμουλο και αναψοκοκκίνισμα. Ο δεύτερος γέρος πήρε ένα μακρόστενο κριτσίνι και το έχωσε στο μουνάκι της.
- Εμένα μου αρέσει να το βρέχω το παξιμάδι. Και απ’ ότι βλέπω είσαι αρκετά βρεγμένη, μούσκεμα. Για να δούμε… μ… νοστιμότατο. Μπράβο κύριε Λυκειάρχα! Πρώτης τάξεως περιποίηση και σήμερα!
Ο βρωμόγερος είχε βουτήξει το κριτσίνι στο μουνάκι της Δώρας και το στριφογύριζε μαλακά. Η βυζαρού ένιωσε τα χέρια της να τρέμουν από το βάρος του δίσκου και την καύλα που ένιωθε:
- Τα συγχαρητήριά μου για την καμαριέρα σας…
είπε ενώ μασουλούσε απολαυστικά το παξιμάδι του. Η Δώρα προχώρησε στον τρίτο της παρέας.
- Εσείς κύριε τι θα θέλατε;…
ρώτησε χαμηλώνοντας τα μάτια της τάχα μου σεμνότυφα.
- Επιτέλους, ήρθε και η σειρά μου. Εγώ θα αρχίσω από το… φρούτο. Για να δούμε λίγο τις φραουλίτσες σου…
είπε ο πορνόγερος και με μια απότομη κίνηση κατέβασε το ντεκολτέ της στολής της και ξεγύμνωσε τους βύζους της μικρής.
- Ας δούμε με ποια σάλτσα ταιριάζουν καλύτερα!
Ο γέρο-μπισμπίκης πασάλειψε τις ρώγες της Δώρας με τις δύο σάλτσες που βρήκε στο δίσκο και άρχισε να τις γλύφει και να τις δαγκώνει πρώτα τη μία και μετά την άλλη.
- Δεν αντέχω άλλο, σας παρακαλώ μπορώ να αφήσω το δίσκο, θα μου πέσει, να τον ακουμπήσω στο τραπέζι;…
ρώτησε η πουτανίτσα ικετευτικά τον Λυκειάρχη.
- Μα ναι, βέβαια παιδί μου. Νομίζω εξάλλου ότι τώρα που σερβιριστήκαμε το πρώτο πιάτο μπορούμε να περάσουμε στο… ψητό. Κύριοι, πάρτε θέσεις. Το μόνο που λείπει από το μενού είναι τα λουκάνικα…
είπε ο Λυκειάρχης και παίρνοντας το δίσκο από τα χέρια της Δώρας τον ακούμπησε στο τραπέζι.
- Ωραία, μια που ο φίλος μου δε χόρτασε ακόμη, τι θα έλεγες να έσκυβες λίγο; Έτσι, θα μπορέσεις να εξυπηρετήσεις και εμάς ταυτόχρονα. Έτσι, έτσι μπράβο! Μπάμπη, κοίτα πως τούρλωσε την κωλάρα της. Γάμησε την εσύ πρώτα. Εμένα και του Αντρέα θα μας τις παίξει με τα χέρια ώσπου να χύσεις. Μετά αλλάζουμε. Εμπρός λοιπόν, δώστε στην πουτανίτσα να καταλάβει…
διέταξε ο Λυκειάρχης και χωρίς χρονοτριβές έβαλε τον πούτσο του στα χέρια της Ντόρας. Αμέσως έκανε το ίδιο και ο Αντρέας από την άλλη πλευρά, ενώ ο Μπάμπης αφού σήκωσε λίγο τη φουστίτσα της άρχισε να της εμβολίζει τα καπούλια. Σε λίγο ο Μπάμπης άρχισε να τη χύνει μουγκρίζοντας. Τώρα πια ο Γιάννης που της έγλειφε τα βυζιά τα είχε αφήσει στο Λυκειάρχη και τον Αντρέα που άρπαξαν από ένα ενώ η Δώρα τους μαλάκιζε απαλά και αυτός την είχε αρχίσει στα γλωσσόφιλα, χώνοντας τη γλώσσα του στο στόμα της και δαγκώνοντάς της τις τσιμπουκοχειλάρες και τη γλωσσίτσα.
- Αλλαγή στάσης παιδιά!», έδωσε το σύνθημα ο Λυκειάρχης. «-Γιάννη, ξάπλωσε εσύ κάτω. Θοδώρα, κάθισε πάνω του, το μουνάκι σου είναι δικό του. Εγώ θα σου γαμήσω το κωλαράκι, την κωλάρα σου, κι εσύ Αντρέα πήγαινε από μπροστά για να σε τσιμπουκώσει. Μπάμπη, μόλις είσαι πάλι έτοιμος όρμα της. Θα βρει τρόπο να σε εξυπηρετήσει κι εσένα!.
Η Δώρα ήταν στον παράδεισο. Ένιωθε τρεις πούτσους να την εμβολίζουν με δύναμη σε όλες της τις τρύπες ενώ οκτώ χέρια την πασπάτευαν παντού.
- Κύριε Λυκειάρχα, μπορώ να χύσω στο μουνάκι της υπηρέτριάς σας;…
ρώτησε ο κύριος Γιάννης λαχανιασμένος.
- Μα και βέβαια, τι ερώτηση; Θα είναι τιμή για τη δούλα μου να πάρει το σπέρμα σου. Κι εσύ Αντρέα, χύσε στο στόμα της. Θα τα καταπιεί όλα η πουτανίτσα, θα σου τον καθαρίσει τον πούτσο. Κι εγώ δεν αντέχω άλλο, χύνω στην κωλάρα της, τη γεμίζω, πάρε πουτανάκι, είναι για σένα, παρ’ τα!
Άρχισαν να της ρίχνουν τα φλόκια τους ο ένας μετά τον άλλο. Η Δώρας είχε ήδη χύσει τέσσερις φορές και ένιωθε ξανά το μουνάκι της να γεμίζει όχι μόνο από τα υγρά των γαμιάδων της, αλλά και από τα δικά της. Εν τω μεταξύ είχε ξανασηκωθεί και του κυρίου Αντρέα και η Δώρα τον εξυπηρετούσε με το χέρι. Ο Αντρέας εκτόξευσε το πράμα του στο πρόσωπο και τους βύζους της Δώρας παράλληλα με τους άλλους που της πλημμύριζαν όλες τις τρύπες μουγκρίζοντας.
Copyright protected OW ref: 122077
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.