Η ιστορία:
Εκείνο το απόγευμα, η Ελένη είχε μεγάλο πρόβλημα. Η Αγγελική, η μικρή μοναχοκόρη της, που προετοιμαζόταν για να μπει στην Αρχιτεκτονική, της είχε ομολογήσει πως ήταν τρελά ερωτευμένη με τον κύριο Πέτρο, που είχε το φροντιστήριο σχεδίου και ζωγραφικής στο οποίο φοιτούσε.
Τον τελευταίο καιρό, παρατηρώντας ότι η κόρη της ήταν συνεχώς αφηρημένη και ανήσυχη, την παρακολούθησε και διαπίστωσε πως, όταν ήταν στο φροντιστήριο, ενώ έφευγαν όλα τα άλλα παιδιά, αυτή παρέμενε κάθε φορά μια με δυο ώρες. Σκέφτηκε πως κάτι ύποπτο συμβαίνει. Μπορεί η Αγγελική να μην είχε κλείσει ακόμα τα δεκαοκτώ, αλλά ήταν ήδη ως γυναίκα αρκετά μεστωμένη, ψηλή με ωραίες καμπύλες. Είχε πάρει απ’ τη μάνα της, η οποία και τώρα στα σαράντα διατηρούσε ένα τροφαντό και προκλητικό σώμα, που σκανδάλιζε τους άντρες όλων των ηλικιών.
Όταν η Ελένη έκανε νύξη για τις υποψίες της στη μικρή, εκείνη έμεινε έκπληκτη στην αρχή. Μετά, παραδέχτηκε, δήθεν αθώα, πως ποζάρει στον καθηγητή της ως μοντέλο και τη ζωγραφίζει. Όμως, η κοπέλα έτρεμε. Κι όταν η μάνα της την πίεσε, έσπασε και της αποκάλυψε πως είχε ερωτικές σχέσεις με τον καθηγητή της, που ήταν εργένης κι έμενε στο στούντιο που διατηρούσε δίπλα απ’ το φροντιστήριο, και πως σκόπευε σύντομα να φύγει απ’ το σπίτι και να πάει να ζήσει μαζί του γιατί αγαπιόντουσαν. Στη σκληρή αντίδραση της Ελένης, η μικρή απάντησε με φανατισμό, εκβιάζοντας πως, αν τυχόν οι γονείς της την εμποδίσουν να πάρει το δικό της δρόμο, θα τερματίσει τη ζωή της.
Τότε, η Ελένη κατάλαβε πως ο έμπειρος 35άρης είχε ξετρελάνει το άμυαλο κοριτσόπουλο και το είχε κάνει ψυχικά και σωματικά υποχείριό του. Θύμωσε τρομερά, αλλά αναλογίστηκε πως, αν κοντράριζε την κόρη της, πιθανώς θα έφερνε αντίθετο αποτέλεσμα και ίσως επέσπευδε τη φυγή της. Γι’ αυτό αντέδρασε πονηρά και δήθεν πολιτισμένα της είπε:
- «Σίγουρα, εσύ ορίζεις τον εαυτό σου. Σου συνιστώ όμως, σαν πιο έμπειρη, να βεβαιωθείς πρώτα πως σε αγαπάει πραγματικά και δεν σε θέλει μόνο για τη δροσιά σου και για το σεξ και μετά προχωρείς».
Έτσι, καθησύχασε τη μικρή και κέρδισε μια κάποια αναβολή. Το βράδυ, όταν γύρισε ο άντρας της και ξάπλωσαν, η Ελένη σκέφτηκε να του μιλήσει για την κατάσταση, αλλά φοβήθηκε πως θα αντιδράσει βίαια ως συνήθως και θα χειροτερέψει την ψυχολογία του παιδιού.
- «Δεν μένει άλλος τρόπος, κατέληξε, παρά να πάω αύριο στο φροντιστήριο και να εξηγηθώ με τον τύπο μια κι έξω».
Πραγματικά, το άλλο μεσημέρι η Ελένη την έστησε έξω απ’ το φροντιστήριο και, όταν τέλειωσαν τα μαθήματα και έφυγαν όλοι οι μαθητές και το προσωπικό, μπήκε στο φροντιστήριο και εισέβαλε αποφασισμένη κατευθείαν στο βάθος, στο στούντιο του εραστή της κόρης της. Στους τοίχους του χώρου είδε τρεις - τέσσερις πίνακες με γυμνά, που είχε ποζάρει η Αγγελική, και οργίσθηκε. Συγκρατήθηκε όμως και χαιρέτησε ψύχραιμα. Ο κύριος Πέτρος την αντιχαιρέτησε ευγενικά και, νομίζοντας πως αυτή είχε περάσει να πάρει την κόρη της απ’ το μάθημα, της εξήγησε πως έκανε λάθος γιατί δεν ήταν ημέρα που η μικρή είχε μάθημα.
- «Δυστυχώς, δεν κάνω καθόλου λάθος», απάντησε κοφτά η Ελένη. «Δεν θέλω την κόρη μου, αλλά εσάς προσωπικά».
- «Εμένα προσωπικά;» ρώτησε εκείνος κι αισθάνθηκε ένα περίεργο γαργάλημα μέσα του. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
- «Θα σας μιλήσω ανοιχτά», του είπε εκείνη. «Η Αγγελική μου ομολόγησε πως έχετε σχέσεις και πως της έχετε προτείνει να συζήσετε. Δεν σας κατηγορώ για ότι συνέβη. Καταλαβαίνω πως το να ζει ένας άντρας μέσα σε τόσα κοριτσόπουλα είναι μεγάλος πειρασμός. Ότι έγινε, έγινε. Σας ικετεύω όμως να σταματήσετε ως εδώ και να μην καταστρέψετε το παιδί μου».
Αυτός έμεινε για λίγο σκεφτικός και, μετά, της είπε:
- «Σας καταλαβαίνω. Αλλά το βλέπω πολύ δύσκολο. Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;»
- «Να της πείτε πως δεν την αγαπάτε πια και να της δείξετε αδιαφορία», απάντησε εκείνη. «Κάντε το, σας παρακαλώ, και θα σας χρωστάω τη μεγαλύτερη χάρη».
Οπότε, ο κύριος Πέτρος την κοίταξε με νόημα απ’ την κορφή ως τα νύχια και σχολίασε με θράσος:
- «Ίσως μπορέσω να το κάνω. Αλλά δεν έχει νόημα να μου χρωστάτε τη χάρη. Αν το θελήσετε, μπορείτε άμεσα να μου την ανταποδώσετε. Με όλο το θάρρος, προτιμώ να εισπράξω προκαταβολικά το αντάλλαγμα».
Εκείνη απόρησε και τον ρώτησε τι αντάλλαγμα εννοεί. Οπότε εκείνος, χωρίς να μιλήσει, την πλησίασε, πήγε από πίσω της, γονάτισε, σήκωσε τη φούστα της κι άρχισε να χαϊδεύει τα μπούτια της. Η ξαφνιασμένη γυναίκα κατάλαβε πως το αντάλλαγμα που της ζητούσε ήταν να πάρει αυτήν αντί για τη θυγατέρα της κι έκανε να τραβηχτεί.
- «Τι κάνεις εκεί;» του είπε στον ενικό. «Γελάστηκες αν νομίζεις πως μπορείς να μας πηδήξεις οικογενειακώς. Εγώ δεν είμαι κουτορνίθι σαν την κόρη μου».
- «Για ξανασκέψου το», της είπε εκείνος, συνεχίζοντας να την χαϊδεύει. «Δεν έχεις άλλη επιλογή. Εξάλλου, τι ανταλλάσσεις; Την ευτυχία της κόρης σου μ’ ένα τσιλιμπούρδισμα. Σιγά το πράγμα. Άλλες παντρεμένες πάνε γυρεύοντας κι εσύ κάνεις κόνξες;»
Η Ελένη αισθάνθηκε ταχυπαλμία, μα στάθηκε αμήχανη. Θύμωσε πολύ, αλλά σκέφτηκε πως, αν αντιδρούσε, ο καυλωμένος άντρας θα την εκδικιόταν και θα έμπλεκε πιο πολύ τη μικρή στα δίχτυα του. Προσπάθησε να σκεφτεί πως να αντιδράσει και, στο μεταξύ, εκείνος έσπρωξε προς τα πάνω τα χέρια του και χούφτωσε τον τουρλωτό πισινό της, λέγοντας:
- «Αμάν! Τι κώλος είναι αυτός! Θα σου εξομολογηθώ κάτι: Όταν ερχόσουν στο γραφείο μου κάθε μήνα, για να πληρώσεις τα δίδακτρα, και γύριζες να φύγεις, θαύμαζα τον πωπό σου και τα χυτά σου πόδια. Ονειρευόμουν να μπορούσα έστω μια φορά να τον χαϊδέψω, να τον φιλήσω, να τον πάρω, να τον απολαύσω».
- «Μα τι λες;» αντέδρασε εκείνη. «Δεν μ’ έχει πάρει από πίσω ποτέ κανένας, ούτε ο άντρας μου, και θα με πάρεις εσύ;»
- «Τώρα συζήτηση θα κάνουμε;» απάντησε αυτός θυμωμένος. «Δεν ήρθα εγώ σ’ εσένα, αλλά εσύ σ’ εμένα. Αν θέλεις μένεις κι αν θέλεις φεύγεις. Εγώ δεν σ’ εμποδίζω. Αν όμως επιμένεις στην εξυπηρέτηση που ζήτησες, δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να μου κάνεις κι εμένα το χατίρι που σου ζητάω. Σκέψου κι αποφάσισε».
Έκανε μια παύση και συμπλήρωσε:
- «Λυπάμαι για την επιμονή μου και τη βιασύνη μου, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Μου έχεις γίνει ψύχωση, απωθημένο. Γιατί, ενώ με ερέθιζες τόσο πολύ, μου φαινόσουν τόσο αυστηρή και απρόσιτη, που δεν τολμούσα ποτέ να ονειρευτώ πως θα έχω την ευκαιρία να σε πλησιάσω. Και τώρα που βρέθηκες στην ανάγκη μου και σ’ έχω του χεριού μου, να σ’ αφήσω να μου ξεγλιστρήσεις; Ξέχασέ το καλύτερα».
Τότε η Ελένη συνειδητοποίησε πως είχε μπλέξει για τα καλά. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα...», σκέφτηκε. Το αρσενικό κτήνος, που χάιδευε ήδη τα μπούτια της και λιμπιζόταν το κορμί της, ήταν τόσο ερεθισμένο που δεν υπήρχε περίπτωση πια να κάνει πίσω με τη λογική. Ή έπρεπε να θυσιαστεί η ίδια και να τον αφήσει να ξεθυμάνει επάνω της την καύλα του ή να θυσιάσει την ευτυχία του παιδιού της. Έσφιξε τα δόντια κι έμεινε ακίνητη και άλαλη. Ο καυλωμένος άντρας κατάλαβε πως είχε κάμψει την αντίστασή της και, χωρίς να διστάσει, σηκώθηκε, την πήρε στα στιβαρά του μπράτσα και την έβαλε να γονατίσει μπροστά στον καναπέ. Σήκωσε ξανά τη φούστα της κι άρχισε να της χαϊδεύει και να της φιλάει επί ώρα τα μπούτια και τους γλουτούς.
Μετά, κατέβασε χαμηλά την κιλότα της κι αποκάλυψε το στρογγυλό της κώλο. Μόλις τον αντίκρισε, θόλωσε. Άρχισε να τρίβει το πρόσωπό του πάνω στο γυμνό πισινό της και να τον φιλά με πάθος. Σιγά - σιγά, άνοιξε με τα δυο του χέρια τη σχισμή της κι έχωσε τη γλώσσα του μέσα στην κωλοτρυπίδα της. Την έγλειψε δυνατά και επίμονα, ενώ με τα χέρια του σήκωσε τη μπλούζα της, παραμέρισε το σουτιέν κι έσφιξε γυμνά στα χέρια του τα χυμώδη προκλητικά βυζιά της. Η Ελένη θορυβήθηκε. Αναλογίστηκε, που να το φανταζόταν χθες, όταν λογομαχούσε με την κόρη της κατηγορώντας τον εραστή της, πως την άλλη μέρα θα βρισκόταν αυτή έρμαιο στα χέρια αυτού του αγνώστου και θα δεχόταν αδιαμαρτύρητα -για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια γάμου- να την μεταχειρίζεται σαν πόρνη ένα κυνικό αρσενικό ζώο! Σαν αποχέτευση, για να αδειάσει μέσα της την κτηνώδη καύλα του!
Στο μεταξύ, η γυναίκα γαργαλήθηκε απ’ τα σάλια του άντρα στον πωπό της και, άθελά της, άφησε μικρές κραυγούλες που προκάλεσαν στο Πέτρο μεγάλο ερεθισμό. Τότε, αυτός έβγαλε έξω τον ερεθισμένο πούτσο του κι άρχισε να χαϊδεύει με το κεφάλι του κυκλικά την κωλοτρυπίδα της. Η Ελένη αισθάνθηκε το τεράστιο καυτό παλούκι να ανοίγει σιγά - σιγά την τρύπα του πρωκτού της και μούγκρισε:
- «Μη. Μη συνεχίζεις, σε παρακαλώ. Άσε με να γυρίσω κανονικά».
- «Σκάσε!» απάντησε αυτός. «Αυτή την παρθενιά θα σου την πάρω εγώ και θα σε κάνω να πηδήξεις μέχρι τα ουράνια. Να με θυμάσαι για πάντα».
Και χωρίς να χρονοτριβήσει, έσπρωξε με δύναμη ολόκληρο το καυλί του μέσα στην κωλοτρυπίδα της, κάνοντάς την να τιναχτεί απ’ τον πόνο. Η Ελένη προσπάθησε να ξεφύγει, μα ήταν ήδη πολύ αργά. Ο φρενιασμένος άντρας την κρατούσε σφιχτά απ’ τα βυζιά κι η τεράστια ψωλή του μπαινόβγαινε όλο και πιο βαθιά στην κωλοτρυπίδα της. Όπως αυτή σφιγγόταν, έπνιγε τον πούτσο του, αυξάνοντας την τριβή και την ηδονή του. Έτσι, ο Πέτρος απολάμβανε επιτέλους το ονειρεμένο γαμήσι απ’ τον κώλο, που του είχε γίνει απωθημένο εδώ και τόσο καιρό, κι έσπρωχνε όλο και με μεγαλύτερη δύναμη.
- «Τι σου κάνω μωρή;» ρώτησε αγριεμένος. «Σε κωλομπαρεύω; Πες μου, γιατί θα σε διαλύσω! Θα σε λιώσω! Σ’ αρέσει;»
- «Ναι. Με κωλομπαρεύεις. Είσαι δυνατός», κραύγασε η εξουθενωμένη γυναίκα κι αισθάνθηκε τον πειρασμό να παραδοθεί πραγματικά.
Ένα πελώριο κύμα πρωτόγνωρης καύλας την περιέλουσε χωρίς να το καταλάβει. Αυτό το κτήνος δεν έπαιζε, της διέλυε κυριολεκτικά το κορμί. Το κοιμισμένο ταμπεραμέντο του θερμού θηλυκού αφυπνίσθηκε μέσα της και τα προηγούμενα κι ο θυμός της σβήστηκαν μέσα της. Το μυαλό της κόλλησε σ’ αυτή την καινούργια εμπειρία που ζούσε και κατακλύσθηκε από μια ακατανίκητη όρεξη κι επιθυμία για δυνατό σεξουαλικό όργιο. Δεν κρατήθηκε και φώναξε:
- «Ε λοιπόν ναι! Μ’ αρέσει παλιάνθρωπε. Πάρε με όπως θέλεις. Πάρε με συνέχεια. Κάνε με να γλυκαθώ».
Άρχισε να σπρώχνει κι αυτή τον κώλο της προς τα πάνω, για να χωθεί όσο γίνεται βαθύτερα η ψωλή του γαμιά της. Στο μεταξύ, ο Πέτρος επιτάχυνε τις κινήσεις του, έτσι ώστε ο πούτσος του να μπαινοβγαίνει με δύναμη στην κωλοτρυπίδα της, σαν πιστόνι μηχανής που μαρσάρει. Ταυτόχρονα, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ την κοιλιά της κι έχωσε το δάχτυλό του μέσα στο μουνί της, κουνώντας το ρυθμικά. Η Ελένη φούντωσε τελείως. Τέτοιο γαμήσι δεν φανταζόταν ποτέ πως θα το ζούσε. Ξαφνικά, απ’ τη ρουτίνα της σεξουαλικής ψυχρότητας και αδιαφορίας που ζούσε, βρέθηκε στον κυκλώνα μιας σεξουαλικής πανδαισίας που της τίναξε τις ορμές σε ουράνια ύψη. Αισθάνθηκε μια καταιγίδα οργασμού να της έρχεται και να τελειώνει επί ώρα χωρίς τελειωμό.
Ο Πέτρος, νιώθοντας το ζουμερό θηλυκό να τελειώνει και να σπαρταράει απ’ τον οργασμό, έσπρωξε τέρμα το καυλί του μέσα στον πρωκτό της κι αμόλησε τα καυτά χύσια του στο εσωτερικό του πρωκτού της, εξουθενωμένος. Ήταν τέλεια. Η πραγματικότητα, του είχε βγει τελικά καλύτερη απ’ το όνειρο! Εκείνη, γύρισε εξουθενωμένη και θυμωμένη ταυτόχρονα.
- «Με διέλυσες, αλήτη!», του είπε. «Όσο σκέφτομαι πως μπορεί να έκανες τέτοια όργια με την κόρη μου, μου έρχεται να σε γδάρω».
Αντί να απαντήσει, ο Πέτρος χαμογέλασε κι άρχισε να της σκαμπιλίζει με δύναμη τα βυζιά. Η ξαφνιασμένη γυναίκα έβγαλε κραυγές πόνου, που σιγά - σιγά μετατράπηκαν σε κραυγές ηδονής, κι αισθάνθηκε πλήρως υποταγμένη στο αρσενικό. Τότε, αυτός την έγδυσε τελείως, την ξάπλωσε ανάσκελα στον καναπέ και, ανοίγοντας διάπλατα τα πόδια της, έσκυψε και ρούφηξε μέσα στο στόμα του το εξογκωμένο μουνί της, δαγκώνοντάς το. Ένα σύγκρυο κυρίευσε την Ελένη. Η ζεστή ανάσα του άντρα στην κοιλιά της τη γαργάλισε, ενώ ο κόλπος της γέμισε καυλοϋγρά.
- «Άσε με να σηκωθώ να ντυθώ», του είπε, καταβάλλοντας την έσχατη προσπάθεια να ελέγξει τον εαυτό της. «Πήρες αυτό που ήθελες. Τώρα πρέπει να φύγω».
Μα ο Πέτρος, κάνοντας πως δεν άκουσε, έχωσε τη γλώσσα του βαθιά μέσα στον κόλπο της και την έπαιξε, κάνοντάς την να λιγωθεί. Η σφριγηλή γυναίκα, χωρίς να το θέλει, τύλιξε αντανακλαστικά τα πόδια της γύρω απ’ το κεφάλι του και το κόλλησε πάνω στο μουνί της, ενώ εκείνος χούφτωσε και πάλι τα ολόλευκα στήθη της κι άρχισε να της τσιμπάει τις φουσκωμένες ρώγες. Έτσι, αφέθηκε και πάλι στην αγκαλιά του και ερεθίστηκε ξανά. Σε λίγο, ο Πέτρος της άνοιξε τα πόδια κι έσπρωξε αργά - αργά τον μακρύ πούτσο του ανάμεσα στα μουνόχειλά της, κάνοντάς την να αισθανθεί ξανά το αντρικό όργανο να γλιστράει σα χέλι στο εσωτερικό της, από μπροστά αυτή τη φορά, και να την ξεπατώνει κυριολεκτικά. Ταυτόχρονα, άρχισε να της γλείφει με πάθος το πρόσωπο, να τη φιλάει ρουφηχτά στα χείλη και να βυθίζει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της τρίβοντάς την με τη δική της.
Τότε, η Ελένη τα έδωσε όλα. Όπως ένιωθε τον καυλωμένο άντρα να πλακώνει όλο της το κορμί και το θεόρατο αντρικό πέος να μπαινοβγαίνει στον κόλπο της, ενώ ταυτόχρονα τα χέρια του έσφιγγαν τα βυζιά της κι η γλώσσα του της γαμούσε το στόμα και την άλειβε με σάλια, καταλήφθηκε από ηδονική υστερία κι άρχισε να δονείται ολόκληρη σαν να πάσχει από πάρκινσον. Ο ερεθισμένος άντρας, νιώθοντας το μεστό θηλυκό να τρέμει και να πίνει κυριολεκτικά τον πούτσο του, κόλλησε πάνω της με όλη του τη δύναμη και το σφρίγος και τη γάμησε όπως δεν είχε γαμήσει άλλη γυναίκα. Έχυσαν δυο - τρεις φορές μαζί, μέχρι που εξουθενώθηκαν.
Αντί επιλόγου, ο Πέτρος, καμαρώνοντας το εξαίσιο κορμί που απλωνόταν μπροστά του, γονάτισε πάνω απ’ το στήθος της και, τρίβοντας τον πούτσο του ανάμεσα στα βυζιά της, τον ερέθισε ξανά. Ενώ εκείνη παρατηρούσε χαυνωμένη, πλησίασε το ερεθισμένο πέος του στα χείλη της. Η Ελένη αντέδρασε μηχανικά και τραβήχτηκε. Κάτι πήγε να πει, μα αυτός, όπως άνοιξε το στόμα της, της άρπαξε τα μαλλιά κι έχωσε τον πούτσο του μέσα, λέγοντας:
- «Γλείψ’ τον, μωρή καριόλα! Φάτον, για να μάθεις. Όλα θα τα κάνεις μαζί μου σήμερα. Δεν θα μείνει τρύπα σου που να μην την έχω γαμήσει!»
Η ξαφνιασμένη γυναίκα απόρησε με τον εαυτό της. Τόσα χρόνια παντρεμένη, ποτέ δεν διανοήθηκε να πλησιάσει το στόμα της στο πέος του άντρα της και να τώρα, που βρισκόταν να παίρνει τσιμπούκι σ’ έναν άγνωστο! Η θεόρατη ψωλή μπαινόβγαινε βαθιά μέσα στο στόμα της για πολλή ώρα ρυθμικά, ώσπου, ξαφνικά, αισθάνθηκε τον περιστασιακό εραστή της να χοροπηδάει απ’ τον οργασμό βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Τα έχασε και τραβήχτηκε, αλλά πριν προλάβει να φυλαχτεί, ο πυρωμένος πούτσος του άντρα άρχισε να εκτοξεύει τα χύσια του πάνω στα χείλη της και στα μάγουλά της.
- «Πιες τα, μωρή γαμιόλα! Πιες τα!», φώναξε ο Πέτρος, πασαλείβοντας το πρόσωπο και το λαιμό της. «Θα με θυμάσαι για πάντα. Θα είμαι ο άντρας της ζωής σου. Χώνεψέ το!»
Η Ελένη αναλογίστηκε πως, πραγματικά, ποτέ δεν είχε αισθανθεί τον άντρα της να της επιβάλλεται με τέτοιο τρόπο και το σεξ τους ήταν πάντα χλιαρό. Και ενεργώντας τελείως παρορμητικά, χούφτωσε τον υγρό πούτσο και τον έγλειψε με μανία, πίνοντας ρουφηχτά τα χύσια του.
- «Έτσι μπράβο!», ψιθύρισε ο Πέτρος. «Χαλάλι σου η χάρη που ζήτησες. Την αξίζεις με το παραπάνω!»
Καθώς η Ελένη σηκώθηκε να ντυθεί κι ο Πέτρος παρατηρούσε με ικανοποίηση το εξαίσιο κορμί που του χάρισε τόσο ηδονικές στιγμές, εκείνη γύρισε προς το μέρος του και του είπε με ειλικρίνεια:
- «Πάντως, οφείλω να παραδεχτώ πως, αν και με στενοχώρησες πολύ, τελικά με αποζημίωσες με το παραπάνω. Τέτοιο γλέντι δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Είσαι παίδαρος».
Φιλήθηκαν κι αποχαιρετίστηκαν.
- «Θα χαρώ να τα ξαναπούμε!», είπε ο άντρας.
- «Ίσως...», ψέλλισε η γυναίκα.
Στο δρόμο για το σπίτι, η Ελένη αισθανόταν το κορμί της να πονάει ολόκληρο, μα την ψυχή της να φτερουγίζει σαν μικρής παιδούλας. «Μου φαίνεται πως θα γραφτώ εγώ τώρα στο φροντιστήριο», αστειεύτηκε με τον εαυτό της. Την άλλη μέρα, η Αγγελική γύρισε στο σπίτι μουτρωμένη. Όταν τη ρώτησε η μητέρα της τι συμβαίνει, της απάντησε με παράπονο ότι ο Πέτρος της είχε πει πως το καλοσκέφτηκε και κατέληξε ότι δεν του αρμόζει να συνδέσει τη ζωή του με μια τόσο μικρή μαθήτριά του. Η μικρή αποσύρθηκε στο δωμάτιό της κλαίγοντας, χωρίς να παρατηρήσει το πονηρό υπομειδίαμα της γλυκιάς της μαμάς...
(Copyright protected OW ref: 51051)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.