Η ιστορία:
Το πουτανάκι της πολυκατοικίας, η Δανάη, από τη μέρα που έχω περιγράψει ήδη σε άλλη ιστορία δεν έχανε ευκαιρία να μου φανερώνει τις καύλες της, οι οποίες ήταν τρελές! Όποτε την πετύχαινα τυχαία στο ασανσέρ πάταγε το στοπ και με έγλειφε μέχρι να ρουφήξει και την τελευταία στάλα, αδιαφορώντας αν μας καταλάβαιναν οι γείτονες.
Μια φορά ήμασταν τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά κλεισμένοι μέσα και όταν κατεβήκαμε είχαν μαζευτεί αρκετοί στο ισόγειο. Τους χαιρέτησε και τους είπε με όσο περισσότερη καύλα είχε:
- «Χάλασε μάλλον αλλά ευτυχώς πέρασε ευχάριστα η ώρα μας!»
Με φίλησε στο στόμα, έχοντας μόλις καταπιεί τα χύσια μου και έφυγε λέγοντας ότι βιάζεται. Σε λίγο μου έστειλε μήνυμα: «Τώρα παίζουν τα καυλιά τους και τις μούνες τους για μας μωρό μου!». Μια άλλη μέρα με πέτυχε στις σκάλες και με τράβηξε γρήγορα στο υπόγειο στις αποθήκες. Μου τον πέταξε έξω και άρχισε ένα απίστευτο τσιμπούκι. Μου έγλειφε τα αρχίδια και τον πούτσο και κάθε φορά που άκουγε κάποιον να μπαίνει ή να βγαίνει, έκανε θόρυβο επίτηδες.
- «Για να κατέβουν κάτω γαμιά μου και να μας πιάσουν να σε τσιμπουκώνω».
- «Είσαι τρελό πουτανάκι!» της είπα.
Την έστησα στα τέσσερα με τα χέρια στα σίδερα από τις σκάλες, της σήκωσα τη φούστα στη μέση και την ξέσκιζα έτσι ώστε αν κάποιος στεκόταν στην άκρη της σκάλας να μπορεί να τη δει. Φώναζε εκστασιασμένη. Μας άκουσε σίγουρα όλη η πολυκατοικία. Όταν ακούγαμε θόρυβο της έκλεινα το στόμα με το στρινγκ και το δάγκωνε με λύσσα για να μην την καταλάβουν. Τη χαστούκιζα με δύναμη στον κώλο και της έλεγα:
- «Σ’ αρέσει που είσαι το πουτανάκι μου και σε ξεφτιλίζω σε όλους τους γείτονες; Θέλω να σε γαμάω έξω από κάθε πόρτα βρώμα!»
- «Ναι Αφέντη μου, κάνε με ότι θέλεις. Είμαι η καριολίτσα σου. Να με γαμάς σε κάθε σπίτι και να μας πληρώνουν για το θέαμα και να χαϊδεύονται για μας».
Συνεχίσαμε έτσι για ώρα, έχοντας ανοιχτή την πόρτα της αποθήκης μου αν κάποιος κατέβει. Σε κάποια στιγμή ακούσαμε βήματα και τρέξαμε γρήγορα στην αποθήκη. Μου είπε να μην κλειδώσω και κάναμε ησυχία για να ακούσουμε ποιος ήταν. Σε λίγο διακρίναμε από τις φωνές την Αγγελική και το Γιώργο, ένα παντρεμένο και νέο ζευγάρι κοντά μας, στην απέναντι αποθήκη. Η πουτανίτσα μου τρελάθηκε. Έβγαλε τον πούτσο μου από το στόμα της, ξάπλωσε, μου έδωσε τη μουνάρα της που έσταζε και με κοίταξε με την καύλα της να χτυπάει κόκκινο. Κατάλαβα αμέσως ότι είχε έρθει η στιγμή. Άρχισα να της πιπιλάω και να της δαγκώνω την κλειτορίδα. Κατέβαζε απίστευτα υγρά μέχρι τα μπουτάκια της. Συνέχιζα και την κοίταζα στα μάτια. Μου ψιθύριζε:
- «Λιώσε με καυλιάρη μου, ρούφα με!»
- «Δώστα μου όλα ξεκολάκι μου! Θα ανοίξω την πόρτα να σε δουν να χύνεις. Να μας χύσεις όλους!»
Είχε αρχίσει να τρέμει το κορμάκι της, οι σπασμοί ξεκίναγαν.
- «Σε πίνω μουνάρα μου!» πρόλαβα να πω και ένα ποτάμι με πλημμύρισε.
Έχυνε ασταμάτητα με μικρές κραυγούλες να της φεύγουν και της φώναζα:
- «Χύνε το γαμιά σου πουτανάκι μου. Τι μουνάρα είσαι. Το πορνίδιο της πολυκατοικίας!»
Εκεί απελευθερώθηκε εντελώς και φώναζε:
- «Τα χύσια της ζωής μου σου δίνω γαμιά μου. Τι πουτάνα με έχεις κάνει! Είμαι δικιά σου Αφέντη μου».
Το ζευγάρι ήταν απέξω και μετά από λίγο ακούσαμε να κλειδώνουν την πόρτα και να παίρνουν το ασανσέρ.
- «Θα την ξεσκίσει ο Γιώργος και θα σε φαντασιώνεται…» της είπα.
- «Κι εσένα η Αγγελική μωρό μου…» ανταπέδωσε.
Σκεφτήκαμε και είπαμε το ίδιο πράγμα. Την επόμενη φορά να ξεσκιστούμε μπροστά τους ή και μαζί τους. Θα αναλάμβανα εγώ να τους ψήσω που τους ξέρω καλά.
Το προηγούμενο μέρος της ιστορίας είναι στην κατηγορία μικρού μήκους.
(Copyright protected OW ref: 46342)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.