Η ιστορία:
Άλλο ένα σαββατόβραδο τελείωνε και άφηνε πίσω του παγωνιά μοναξιά και ένα στόμα δηλητηριασμένο. Ένα σώμα ημιθανές. Στο μυαλό μου οι εικόνες έντασης της δουλειάς, κόσμος να συναθροίζεται για ένα ποτήρι αλκοόλ, για ένα χαμόγελο, μια ψεύτικη φιλία. Αυτές είναι οι δουλειές της νύχτας. Ένας ψεύτικος κόσμος που μέσα τους αισθάνεσαι βασιλιάς.
Οδηγούσα αργά. Έφερνα στο μυαλό εκείνη την ξανθιά πιτσιρίκα που όλη νύχτα δεν σταμάτησε να καρφώνεται στο βλέμμα μου. Καθόταν απέναντι στην μεγάλη παρέα. Εγώ από μέσα να σερβίρω, να σκίζομαι να εξυπηρετήσω τον καθένα ξεχωριστά και με όλους φίλος. Σταμάτησα στην άκρη στην παραλία, στο τελευταίο περίπτερο που έμενε ανοιχτό. Ξημέρωμα Κυριακής, κάπου στα Χανιά. Απόμερα. Διψούσα. Άνοιξα ένα μπουκαλάκι νερό και μου φάνηκε πως εκεί βρήκα την νιότη ολόκληρη.
Και ξαφνικά, ακούω μια φωνή πίσω μου, γνώριμη οικεία μα και άγνωστη συνάμα. Τα μεγάλα πνεύματα λένε πάντα συναντιούνται. Γύρισα. Ήταν εκείνη η λεπτοκαμωμένη φιγούρα στο μαγαζί. Ξανθιά, λίγο μετά τα 20, προκλητικά ντυμένη, με τις κόκκινες γόβες της να φωτίζουν ερωτικά το ξημέρωμα.
- «Ναι, είδες καμιά φορά, οι συμπτώσεις παίζουν κι αυτές παιχνίδια…» απάντησα.
Κοίταξα γύρω. Ήταν μόνη της. Η παρέα της δεν φαινόταν να την έχει ακολουθήσει. Ήταν η στιγμή που η θα γινόμουν αρπακτικό ή θα συνέχιζα την μοναχική μου βόλτα σε μια πόλη που ξημέρωνε.
- «Ξέμεινες από τσιγάρα βλέπω ε;» της είπα.
Και παρατήρησα τις λεπτές καμπύλες της όπως διακρίνονταν στο ελάχιστο φως.
- «Τσιγάρα για παρέα, μιας και είναι ένα όμορφο ξημέρωμα για να κοιμηθεί κανείς» απάντησε. «Ποιος κοιμάται τώρα; Όλες οι αισθήσεις είναι ξημερωμένες».
- «Πάνος» της είπα.
Με πλησίασε. Τα μάτια της ήταν το δεύτερο πράγμα που έλαμπε. Γαλαζοπράσινα. Θαρρείς και ήταν ζωγραφιστά. Το στήθος της μικρό αλλά υπέροχα σκανδαλώδες. Η φωνή της επιτακτική για το τι ζητούσε το σώμα της. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως θα κατέληγαν οι ώρες. Αρκούσαν δέκα λεπτά κουβέντας και ο ερωτισμός είχε πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα. Της πρότεινα να κατέβουμε κάτω στην παραλία. Μια απόμερη παραλία, που ακόμα και τα κύματα θρηνούσαν την μοναξιά τους. Δεν αντέδρασε. Κινήθηκε προς το μέρος μου.
- «Όλη νύχτα φαντασιωνόμουν αυτή τη σκηνή. Τώρα λες να κάνω η δύσκολη;» μου είπε.
Και ξεκίνησε να κατηφορίζει ένα πλαϊνό δρομάκι που οδηγούσε στην παραλία. Κλείδωσα βιαστικά το αμάξι και σαν να είχα μεθύσει στον ήλιο και στο πρωινό, κατέβηκα από πίσω της. Ήταν μια κόλαση μεταμορφωμένη σε σώμα. Ήμουν πολύ ερεθισμένος για να σκεφτώ κάτι άλλο. Ήθελα να μπω μέσα της χωρίς να το σκεφτώ. Δεν ήξερα ούτε το όνομα της. Για άλλη μια φορά θα ακροβατούσα στο εφήμερο και θα με γέμιζα ηδονές. Στάθηκε στην ακροθαλασσιά και εκεί ξεκίνησα το ροζ παιχνίδι. Την έφερα με δύναμη πάνω μου. Κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου με μια επιθυμία… να γευτεί τη σάρκα μου. Το χέρι μου απλώθηκε πάνω στο σώμα της που έκαιγε. Οι μυρωδιές του καπνού και της ασωτίας ανακατεύτηκαν με το ξεθωριασμένο άρωμα της. Την φιλούσα με πάθος σαν να είμαστε αιώνες εραστές. Πέσαμε κάτω. Εκείνη άφησε να της ξεφύγει μια λέξη…
- «Κατερίνα… αν αναρωτιέσαι».
Δεν με ένοιαζε τίποτα. Αδιαφορούσα και για το ότι σχεδόν βρεχόμασταν από το παγωμένο πρωινό κύμα. Το κεφάλι της κατέβηκε χαμηλά… πρώτα στο στήθος μου που έβραζε από λαγνεία. Καιγόταν να καρπωθεί τη στιγμή. Με μια απότομη κίνηση ξεκούμπωσε το παντελόνι μου, αρκετά πειθαρχημένη και σίγουρη.
- «Σε θέλω τώρα μέσα μου. Κάντο μου τώρα».
Με βιαστικές κινήσεις απαλλαχτήκαμε από τα μισοβρεγμένα μας ρούχα και άρχισα χωρίς να πω τίποτα να την γλείφω. Την γευόμουνα ασταμάτητα, ακούραστα. Κάθε ίχνος εξάντλησης μου είχε χαθεί μαζί με τη νύχτα. Έφτασα χαμηλά. Τα πόδια της τύλιξαν το κεφάλι μου και ξεκίνησα να την γαμάω με τη γλώσσα μου. Οι λέξεις της πλέον έγιναν κραυγές. Με έσπρωχνε πιο βαθιά, χωρίς ανάσα. Δεν άργησε να με πλημμυρίσει με τα ηδονικά της υγρά. Την κοίταξα στα μάτια. Ήταν καρφωμένα πάνω μου. Περίμενε ώρα τώρα να μπω μέσα της.
- «Με τρέλανες. Με τρέλανες, ακούς; Σκίσε με. Μη σταματάς για κανένα λόγο. Σκίσε με άγρια!»
Θυμάμαι ακόμα τις λιγοστές της λέξεις. Έπεσα ξανά πάνω της με δύναμη. Μπήκα με ορμή σαν να ήθελα πάνω της να εκδικηθώ την εφήμερη ζωή μου. Την γαμούσα με μανία, ίσως και με μίσος. Το μυαλό μου ήταν κενό. Δεν σκεφτόμουν τίποτα.
- «Έτσι καύλα μου. Πάρε με άγρια. Πιο βαθιά. Σκίσε με από παντού!»
Δεν μιλούσα, δεν είχα καμιά λέξη διαθέσιμη. Μονάχα άκουγα την ανάσα μου. Είχα αφηνιάσει. Ήμουν εκεί με μια ακόμη άγνωστη φιγούρα που δεν θα θυμόμουν το επόμενο λεπτό. Με μια δυνατή κίνηση καρφώθηκα όλος μέσα της. Γαντζώθηκε πάνω μου. Τα νύχια της μπήκαν βαθιά στη σάρκα μου αλλά δεν με ένοιαζε. Την γαμούσα με τόση δύναμη που σχεδόν άρχισε να κλαίει. Είχα μεταμορφωθεί σε κτήνος. Με μια βίαιη κίνηση την γύρισα ανάσκελα. Ενοχλήθηκε. Ήθελε να ξεφύγει, να με καβαλήσει εκείνη, να έχει τον έλεγχο.
- «Όχι, αυτό δεν θα συμβεί. Θα πάρεις το μάθημα σου πουτανάκι για απόψε!» της είπα.
Ήμουν εκτός εαυτού. Άρπαξα τα μικροκαμωμένα καπούλια της και τα έφερα προς το μέρος μου.
- «Με πονάς. Πρόσεχε. Μη!» ήταν οι λέξεις που πρόλαβε να αφήσει στον αέρα.
Με μια γρήγορη κίνηση έβαλα το δάχτυλο μου στην στενή πίσω τρυπούλα της. Μαζεύτηκε. Το σώμα της σχημάτισε ένα νοητό τόξο πάνω μου. Πονούσε. Το φώναζε. Προσπαθούσε να ξεφύγει, να απαλλαχτεί. Δεν την άφηνα. Την κόλλησα πάνω μου σηκώνοντας την στα τέσσερα. Τώρα πια είχε αποδεχτεί το ρόλο της.
- «Κάντο. Μην αργείς. Κάντο να σε δω. Γάμα με όπως εσύ θες…»
Μπήκα μέσα της πολύ άγρια. Ένιωσα να σκίζεται στα δυο. Όλη η ηδονή της έγινε πόνος. Δεν έβλεπα τα μάτια της αλλά ξέρω ότι δάκρυσαν. Την γαμούσα ασυναίσθητα δυνατά και βίαια, χαστουκίζοντας παράλληλα τα ολόλευκα κωλομέρια της. Έβγαζα πάνω της κάθε θυμό μου, κάθε νύχτα δηλητήριο στις φλέβες μου, κάθε υποκρισία που με περικύκλωνε. Με το χέρι μου δεν σταμάταγα να τρίβω το μουνάκι της που έσταζε φωτιά. Αυτό την τρέλαινε.
- «Έτσι καριόλη. Γάμα με από παντού. Δώστα όλα. Άνοιξε με. Κάνε ότι θες. Είμαι το πουτανάκι σου!» έλεγε συνέχεια, ασταμάτητα.
Ήθελα να τελειώσω. Ήθελα να τελειώσω τόσο δυνατά που να την άφηνα λιπόθυμη. Τραβήχτηκα. Της έπιασα τα μαλλιά με δύναμη και την γύρισα να με κοιτάει. Άρχισα να ρουφάω το στόμα της με μανία… να την δαγκώνω. Ο ιδρώτας έτρεχε ασταμάτητα στο σώμα μου ανακατεμένος με την άμμο και την αλμύρα. Της κατέβασα το κεφάλι χαμηλά. Εκείνη χαμογέλασε. Ήταν το δεύτερο χαμόγελο που έβλεπα στα χείλη της. Άρχισε να ρουφάει με μανία το σκληρό μου εργαλείο. Ακουγόταν μονάχα η λαχανιασμένη ανάσα της και τα αναφιλητά της καθώς με κατάπινε όσο περισσότερο μπορούσε. Δεν μου αρκούσε. Ήθελα να της γαμήσω εγώ το στόμα. Της κράτησα το κεφάλι ακίνητο. Ίσως να δυσανασχέτησε αλλά η δύναμη μου δεν την άφησε να ελπίζει πως θα απαλλαχτεί.
- «Όχι πουτανάκι. Εγώ θα στο γαμήσω τώρα. Δεν θα πάρεις ανάσα!» θυμάμαι να της είπα.
Και σφυροκοπούσα με μανία το στόμα της. Είχε κοκκινίσει. Προσπαθούσε να καταλάβει πόση δύναμη έκρυβα μέσα μου. Με μια απότομη κίνηση καρφώθηκα όλος μέσα στο καυτό της στόμα και άρχισα να χύνω με μανία. Προσπάθησε να τραβηχτεί αλλά δεν την άφηνα, μέχρι που τα χέρια της τύλιξαν τους γοφούς μου και πίεσε περισσότερο αποδέχοντας τον αυταρχικό ρόλο μου. Ποτάμια από υγρά άρχισαν να φεύγουν από τα χείλη της καθώς απόθεσα την δύναμη και την μανία μου στην άμμο. Πνιγόταν αλλά της άρεσε. Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα εκεί. Ακίνητη, καθώς εγώ έγειρα ξέπνοος στην άμμο. Θυμάμαι τα μάτια μου να συναντούν τον ήλιο, σαν ηδονοβλεψίας. Πρόβαλε από το απέναντι βουνό. Δεν είχα δύναμη, μήτε να ανασάνω. Εκείνη ξάπλωσε πάνω μου. Η ανάσα της κοφτή.
- «Κοίτα με…» μου είπε.
Εγώ συνέχιζα να κοιτάω ψηλά.
- «Είσαι απίστευτος. Ήταν καλύτερο από ότι περίμενα. Αλλά με πόνεσες. Δεν το φαντάστηκα…» ήταν οι τελευταίες λέξεις που θυμάμαι να είπε.
Δεν αντιλήφθηκα πως είχε περάσει η ώρα. Είχε ξημερώσει. Εκείνη ντύθηκε με τα λιγοστά της ρούχα. Τίναξε πρόχειρα την άμμο πάνω μου σαν να ήθελε να νε θάψει σε αυτήν και γύρισε. Χαμογέλασε και άρχισε βιαστική να ανηφορίζει πάλι προς τον κεντρικό δρόμο. Έμεινα εκεί για ώρες…; Λεπτά…; Χρόνια…; Ακόμα και σήμερα δεν θυμάμαι. Ένα λαχανιασμένο σώμα να κλείνει τα μάτια στο φως που ερχόταν πολεμιστής μπροστά του. Άλλο ένα ανούσιο βράδυ είχε χαθεί. Άλλη μια συνουσία που δεν θα θυμόμουν. Άλλο ένα σώμα στο σώμα μου χαμένο. Άλλη μια νύχτα με άφησε. Κενό, εφήμερο, χωρίς αισθήματα.
Η επόμενη μέρα ξεπρόβαλε μαζί της. Μάζεψα τα κομμάτια μου. Η Κατερίνα είχε φύγει. Μαζί της και η ηδονή. Ανέβηκα πάνω. Το περίπτερο είχε κλείσει αφήνοντας μονάχα τα ρολά κλειστά. Σαν τα χαμένα χαμόγελα. Ήπια την τελευταία γουλιά από το νερό που είχε ήδη ζεσταθεί και άναψα στα βιαστικά ένα τσιγάρο. Πλήρης αμνησία. Δεν θυμόμουν τίποτα. Είχα βρει το φάρμακο για τις σκιές μου. Νύχτα… ξημέρωμα… σύμμαχοι και εχθροί.
(Copyright protected OW ref: 40654)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.